Κεφάλαιο 61 Ο άγνωστος γίγαντας

43 4 3
                                    

  Είναι μετά τη γωνία! Σκέφτηκε ο Adrien λαχανιασμένος. Το σπίτι που έψαχνε ήταν πια κοντά, αλλά όσο πλησίαζε τόσο φοβόταν τί επρόκειτο να αντικρύσει μέσα. Ένα- ένα τα προβλήματα. Καταρχάς πρέπει να φτάσω εκεί και μετά να βρω έναν τρόπο να μπω μέσα. Δεν νομίζω ο πατέρας να έχει αφήσει ξεκλείδωτη την πόρτα και δεν υπάρχει περίπτωση να χτυπήσω το κουδούνι. Ο πιο ασφαλής τρόπος για να μπω απαρατήρητος θα ήταν ένα παράθυρο, αλλά το πρόβλημα είναι πώς θα φτάσω εκεί πάνω.
  Έστριψε με φόρα την γωνία και πια βρισκόταν στην οδό, όπου βρισκόταν το κρυσφήγετο του Hawkmoth και πατέρα του. Κοίταξε με αγωνία τα σπίτια πασχίζοντας να βρει το σωστό. «Για μια στιγμή!» κοντοστάθηκε. «Το σημείωμα δεν έλεγε ποιό από τα σπίτια είναι αυτό του Hawkmoth. Απλά ανέφερε την οδό η οποία είναι πολύ μεγάλη για να αρχίσω να ψάχνω το εσωτερικό των οικιών ένα-ένα. Θα μπορούσα να είμαι εδώ μέχρι την Δευτέρα Παρουσία κι ακόμα να μην έχω κάνει πρόοδο. Τί κάνω τώρα;». Δεν μπορούσε να βρει λύση στο πρόβλημά του κι αυτό τον εκνεύριζε. Βρισκόταν τόσο κοντά στο να σταματήσει τον Hawkmoth και να πάρει πίσω το miraculous, αλλά δεν ήξερε  μια μικρή, μα κρίσιμη λεπτομέρεια που έκανε όλα του τα σχέδια να βουλιάξουν.
  Εν τω μεταξύ λίγα μέτρα μακρύτερα σε ένα ηλιοκαμένο παγκάκι είχε απλώσει το τεμπέλικο κορμί του ο Felix. Είχε ξυπνήσει αργά πάλι, όπως το συνήθιζε τελευταία και η Melody δεν ήταν πουθενά. Είχε φύγει προ πολλού για το σχολείο, αφʼ ότου είχε κάνει μία ακόμα απελπισμένη προσπάθεια να τον πείσει να της ανοιχτεί, η οποία, ωστόσο, δεν κατέληξε πουθενά, όπως και οι προηγούμενες. Γιατί κάνω έτσι; Αναρωτήθηκε ατενίζοντας τον ουρανό και την κίνηση των συννέφων.
  Ξέρω ότι έγινα πάλι ο παλιός στραβός μου εαυτός, αλλά για κάποιο λόγο δεν είμαι πρόθυμος να το αλλάξω. Απλά αυτή η αίσθηση είναι τόσο γνωστή, θυμίζει τόσο εμένα. Με αγκαλιάζει σα ζεστή κουβέρτα. Μέσα της υπάρχει σιγουριά και ασφάλεια, χωρίς ανάγκη για εγρήγορση. Νιώθω τον εαυτό μου να αποχαυνώνεται και να παραιτείται από όλους και όλα. Τα ξέρω αυτά. Τα αντιλαμβάνομαι. Αλλά... δεν προσπαθώ να τα αλλάξω. Γιατί;
Ρώτησε με τα μάτια του να καθρεφτίζουν τον γαλάζιο ορίζοντα με τα λευκά σύννεφα.
  Μισόκλειστα μάτια, αργό μυαλό και ένα σώμα νωθρό, αγύμναστο, έχοντας σχεδόν ξεχάσει την έννοια της κίνησης. Το μόνο που έκανε τις τελευταίες ημέρες ήταν να φεύγει από το σπίτι για να περνάει τις ώρες του στα παγκάκια ή στις άκρες των πεζοδρομίων σα χαμίνι και να γυρίζει αργά το βράδυ, αφού πρώτα είχε μπουκώσει το στόμα του με γρήγορο φαγητό. Η κοιλιά του είχε αρχίσει να γίνεται αηδιαστικά στρουμπουλή και εξείχε ελαφρώς από τις μπλούζες, που τώρα ήταν πια στενές. Η διάθεσή του ήταν παρόμοια με αυτήν του σώματός του, τεμπέλικη, βραδυκίνητη και γκρι, χωρίς διακυμάνσεις συναισθημάτων, μόνο μονοτονία. Ζούσε άραγε; Ή απλά δεν ήταν νεκρός; Δεν ήταν σίγουρος, μα έκλινε προς το δεύτερο.
  «Γιατί τέτοια μούτρα, φιλαράκο;» μια φιγούρα στάθηκε από πάνω του με το φως του ήλιου πίσω να σκοτεινιάζει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Ο νέος ανοιγόκλεισε αργά τα βλέφαρα δίνοντας λίγο χρόνο στο μυαλό του να επεξεργαστεί την κατάσταση. Ένας ξένος σκύβει από πάνω μου. Μπορεί να είναι τρελός κι επικίνδυνος. Όχι, ότι με νοιάζει ό,τι κι αν είναι από τα δύο. Αλλά μου κρύβει τον ήλιο. Παρά τις ανησυχητικές πιθανότητες που πέρασαν από το μυαλό του, ο ίδιος έμεινε απαθής θεωρώντας τα προβλήματά του πολύ μεγαλύτερα από έναν τρελό μπροστά του.
  «Έι, μόλις σου μίλησα!» ξαναείπε η φιγούρα σκουντώντας τον απαλά με το χέρι της. Ήταν μεγάλο και τραχύ με πολλές τρίχες. Χέρι γορίλα; Απλά φύγε! Αντέδρασε με την ίδια απάθεια το μυαλό του Felix και ο νέος άφησε τις κόρες των ματιών του να κυλίσουν προς τα αριστερά μακρυά από τον ξένο. «Μωρέ, κουφός είσαι; Έι, έι, έι!» επέμεινε ο άγνωστος σκουντώντας τόν με την πελώρια παλάμη του σε κάθε επιφώνημα με περίσσεια υπομονή. Ωστόσο, δεν είχε υπολογίσει την επιμονή του αγοριού να μην αντιδράσει. Απλά φύγε επιτέλους, σκέφτηκε βαριεστημένα και προσπάθησε να γυρίσει στο πλάι για να στρέψει την ράχη του στον ανεπιθύμητο. Δεν πρόλαβε όμως να το πράξει. Ξαφνικά ένιωσε τα κάτω άκρα του να σηκώνονται απότομα, λες και δεν είχαν καθόλου βάρος. Η μέση και η μισή του πλάτη ακολούθησαν και αναστατωμένος τώρα ο Felix σήκωσε το κεφάλι του για να δει.
  Ο άγνωστος είχε σηκώσει με άνεση τα πόδια του για να καθίσει στο σημείο που ήταν απλωμένα. «Επιτέλους μια αντίδραση!» ζητωκραύγασε ο ξένος άνδρας κρατώντας ακόμα τα άκρα του Felix. Ο νέος συνοφρυώθηκε. «Ωραία και τώρα, κάτσε σαν άνθρωπος» είπε ο γίγαντας αφήνοντας τα πόδια του να πέσουν στο κενό παρασύροντας με την ταχύτητά τους και το υπόλοιπο σώμα. Τα αντανακλαστικά του νέου άργησαν να αντιδράσουν και το μόνο που πρόλαβε να κάνει ήταν να αποτρέψει το κεφάλι του από το να χτυπήσει το  στο πεζοδρόμιο. Έκπληκτος και ταρακουνημένος από την πτώση κοίταξε με μάτια μεγάλα σα πιάτα τον ξένο, ενώ το στόμα του χαλάρωσε κι άνοιξε.
  «Πόσην ώρα θα χάσκεις, φιλαράκο; Έλα κάτσε!» χτύπησε ο γίγαντας την θέση δίπλα του. Ο Felix δεν είχε γνωρίσει στην ζωή του κανέναν σαν κι αυτόν. Ήταν ψηλός, τουλάχιστον δύο μέτρα, με χαρακτηριστικά γορίλα στο πρόσωπο. Τα καφετιά μάτια του ήταν μικρά και βαθιά χωμένα μέσα στις κόχες, ενώ τα χείλη του ήταν αφύσικα μεγάλα και σαρκώδη. Φορούσε κοντομάνικο παρά τον κρύο καιρό, που αν και ήταν το τέλος χειμώνα, δεν έλεγε να ζεστάνει στο ελάχιστο. Αυτό, όμως, δεν έδειχνε να τον επηρεάζει. Εξάλλου, τα χέρια του ήταν σκεπασμένα με πυκνή τρίχα, τόση πολλή που λίγο ακόμα και κανείς θα την περνούσε για τρίχωμα. Τα αυτιά του, ωστόσο, ήταν το πιο εντυπωσιακό πάνω του. Ήταν σχεδόν στρογγυλά και θύμιζαν στον νέο ένα ντοκιμαντέρ που είχε δει κάποτε για ενα είδος γορίλων.
  «Θα με περιεργάζεσαι για αρκετή ώρα ακόμα; Γιατί αρχίζω να ντρέπομαι», χασκογέλασε ο άγνωστος. «Κάτσε δίπλα μου επιτέλους!» συμπλήρωσε κραδαίνοντας ένα ξύλινο στύλο, που κάποιος θα το περνούσε για μαγκούρα αν δεν του έλειπε το καμπουριαστό πάνω μέρος και δεν ήταν διπλάσιο σε πάχος. Ο Felix δεν τόλμησε να κινηθεί, όχι τόσο από φόβο, αλλά γιατί ακόμα δεν είχε αντιληφθεί τί ακριβώς συνέβαινε. Τί στο... Η σκέψη έμεινε μετέωρη καθώς τα τεράστια χέρια του γίγαντα τον άρπαξαν, λες και ήταν κούκλα, για να τον εναποθέσουν λίγο ατσούμπαλα πάνω στο παγκάκι.
  «Ωραιότατα!» αναφώνησε σα μικρό παιδί ο άγνωστος και το πρόσωπό του έλαμψε. «Τί... Τί συμβαίνει; Μου κάνετε πλάκα;» βρήκε την φωνή του ο Felix ελέγχοντας την περιοχή γύρω του σα να έψαχνε κάποια κρυμμένη κάμερα. «Καμμία πλάκα. Μιλάω σοβαρά. Σε είδα από την απέναντι μεριά του δρόμου μου να είσαι σαν άδικη κατάρα διασταυρωμένη με συννεφιασμένη Κυριακή και θέλησα να μάθω τί σου συμβαίνει. Για πες, λοιπόν, φιλαράκο», απάντησε ο γίγαντας στρέφοντας το κορμί του στο πλάι για να στηρίξει το δεξί του χέρι στην πλάτη του παγκακιού. Άφησε το κεφάλι του να ξεκουραστεί πάνω στην δεξιά τεραστίων διαστάσεων παλάμη του και κοίταξε τον νέο γεμάτος προσμονή.
  «Και ποιός σου είπε ότι θέλω να μιλήσω. Δεν έχω να πω τίποτα σε έναν περίεργο σαν και του λόγου σου. Μια χαρά είμαι. Παράτα με!» σύριξε ανεδαίστατα στον μεγαλύτερό του πλέκοντας τα χέρια σα για να υπογραμμίσει τα λόγια του. «Μια χαρά και δυο τρομάρες. Αν όσοι ήταν καλά έμοιαζαν με σένα, ο κόσμος θα είχε ήδη φτάσει στο τέλος του», ανταπάντησε καλοσυνάτα ο γίγαντας. Ο Felix γύρισε επιδεικτικά το κεφάλι από την άλλη μεριά και παρέμεινε σιωπηλός περιμένοντας ο άλλος να παραιτηθεί. Δεν θα έπαιρνε πολύ. Οι ψευτο-πονετικοί χαρακτήρες που έκαναν τα πάντα για να φανούν ανώτεροι στα μάτια των άλλων, απλά τα παρατούσαν, όταν έπεφταν στα δύσκολα, ψάχνοντας για άλλο θύμα, πιο ευκολόπιστο.
  Δεν είμαι σαν κι αυτούς. Ξέρω ότι οι άνθρωποι βοηθούν ο ένας τον άλλο επειδή μπορούν να κερδίσουν κάτι. Δεν είναι βοήθεια, αλλά αμοιβαίο ενδιαφέρον ανάμεσα σε δύο που τους αναγκάζει να ανέχονται ο ένας τον άλλο και να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα μαζί όσο υπάρχει αυτή η συμφωνία ανάμεσά τους. Η συμφωνία ανάμεσα σε εμένα και την Melody ήταν ότι είμαστε αδέρφια και θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε αν συνεργαζόμασταν, αλλά... Η συμφωνία έσπασε ή ακόμα χειρότερα δεν υπήρξε ποτέ, απλά εμείς εθελοτυφλούσαμε. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα και η Melody δεν είναι πλέον αναγκαία, ούτε εμένα με έχει ανάγκη. Τώρα θα πρέπει να βρω μια νέα συμφωνία που θα με εξασφαλίσει μέχρι να μεγαλώσω. Ίσως μία με την αγαπητή μου “μητέρα” ή εκείνο το παιδί τον Adrien που ξέρω ότι είναι ματσωμένος και αφελής.
  «Έι, φιλαράκο! Ξέρω ότι έχεις πέσει σε περισυλλογή αυτή την στιγμή, αλλά ίσως να βοηθήσει αν μου μιλήσεις». Ο Felix τινάχτηκε έχοντας ξεχάσει τελείως την ύπαρξη του αγνώστου δίπλα του. Τον κοίταξε με δυσπιστία, καθώς ήταν σίγουρος ότι μέχρι τώρα θα είχε φύγει. «Γιατί στην οργή σε νοιάζει τόσο πολύ τί κάνω εγώ; Ούτε καν με ξέρεις» επιτέθηκε ο νέος προσπαθώντας να ξεσκεπάσει το προσποιητό ενδιαφέρον του συνομιλητή του. «Όχι, δεν σε ξέρω. Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά το βλέμμα σου... το έχω ξαναδεί. Στοιχειώνει τα όνειρά μου κάθε βράδυ» χαμογέλασε ο άνδρας και παρά το τεράστιο μέγεθός του, ξαφνικά φάνηκε μικρός και εύθραυστος σα στήμονας λουλουδιού. Το χαμόγελό του είχε μια δόση πίκρας, ενώ στα μισόκλειστα μάτια καθρεπτιζόταν μια θλίψη που είχε χαραχτεί εκεί, το πιο πιθανό για αιώνες και μάλλον δεν θα τα εγκατέλειπε ποτέ πια.
  Ο Felix θορυβήθηκε από την εικόνα που αντίκρυζε. Λάθος, λάθος, κάνεις μεγάλο λάθος. Αν δείχνεις αδυναμία, κανείς δεν θα σε θεωρήσει αξιόπιστο για να κάνει συμφωνία μαζί σου και
χωρίς σχέσεις αμοιβαίου ενδιαφέροντος θα καταστραφείς! Το μυαλό του νέου δεν μπορούσε να το χωρέσει. Ο ίδιος από μικρός είχε μάθει να προστατεύει καλά τα συναισθήματά του, τόσο ώστε ώρες-ώρες φαινόταν απαθής και αγενής. Μόνο όταν ήταν μόνος με την Melody τους επέτρεπε να φανερωθούν, ίσως γιατί νόμιζε ότι η συμφωνία τους ως αδέρφια ήταν αδιάσπαστη ή ίσως επειδη η κοπέλα εξέπεμπε μια απατηλή αίσθηση ασφάλειας γύρω της.
  «Βλέπεις είχα κάποτε μια φίλη... ναι, φίλη μπορείς να την πεις... Και ήμασταν αχώριστοι. Ήταν πολύ γλυκιά κοπέλα αν και οξύθυμη και κάποιες φορές γκρινιάρα, αλλά πάντα πρόθυμη να βοηθήσει. Ήμουν μαζί της όταν την στρίμωξαν κάτι συμμαθητές της σε ένα δρομάκι. Μην φανταστείς ότι ήταν ερημικό, τουναντίον υπήρχαν αρκετοί διαβάτες. Εκείνοι ήταν πέντε και μαζί τους ήταν και μια κοπέλα, πάλι από το σχολείο τους. Θυμάμαι ότι η φίλη μου την είχε βοηθήσει σε κάτι, αλλά δεν είμαι σίγουρος σε τί. Αυτή η σιχαμένη, αυτό το απόβρασμα της κοινωνίας είχε μαζέψει τα αγόρια και με κουνήματα και λυγίσματα τους είχε στρέψει εναντίον της φίλης μου». Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του γίγαντα, αλλά ο ίδιος δεν έδωσε σημασία. Έτσι γινόταν πάντα κάθε φορά που την θυμόταν.
  «Την... την... βίασαν! Ήταν μόνο ένα μικρό κοριτσάκι, μόλις 15 χρονών και αυτοί είχαν το θράσος να σκοτώσουν την ψυχή της έτσι απλά, για το χατίρι εκείνης της σκύλας. Όσο γινόταν η πράξη, εκείνη καθόταν και παρακολουθούσε την φίλη μου να ουρλιάζει και κλαίει από τον πόνο και την ντροπή. Και ξέρεις τί έκανε; Γελούσε. Την είδα ξεκάθαρα να χαμογελάει με μάτια τρελά και να παίρνει με απληστία την εκδίκησή της. Την άκουσα να λέει ανάμεσα στα υστερικά της γέλια: «Σου αξίζει! Σου αξίζει παλιοβρώμα αυτό που παθαίνεις. Νομίζεις ότι είσαι ανώτερή μας επειδή σε συμπαθούν οι καθηγητές; Επειδή είσαι πάντα η καλύτερη της τάξης; Επειδή διαβάζεις σαν φυτό κάθε μέρα; Αυτό δεν σου δίνει κανένα δικαίωμα να περιφρονείς όλους τους άλλους. Μπροστά στα μάτια των δασκάλων προσφέρθηκες να με βοηθήσεις με τα μαθήματά μου, απλά για να φανείς πονετική, αλλά η βοήθεια, το ψηλομύτικο βλέμμα σου με ταπείνωσαν όσο τίποτα άλλο. Και εσύ το ήξερες και απλά χαμογέλαγες με το δήθεν αθώο σου προσωπάκι. Χαμογέλα τώρα, μωρή!» Κι έλεγε, κι έλεγε, κι έλεγε και δεν σταμάταγε».
  Ο γίγαντας χρειάστηκε να πάρει μιαν ανάσα καθώς τα νεύρα και ο πόνος του είχαν γίνει κόμπος στον λαιμό και δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Όσο και αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, ο Felix ένιωθε οίκτο για την φίλη του αγνώστου και τρομερή αντιπάθεια για την κοπέλα που σκηνοθέτησε την όλη σκηνή. Η αφήγηση δεν του είχε απλά κινήσει την περιέργεια, αλλά τον έκανε να πάσχει κι αυτός μαζί με τους πρωταγωνιστές που στο κάτω-κάτω δεν ήταν παρά ξένοι, τους οποίους και δεν επρόκειτο να γνωρίσει ποτέ. Είχε πραγματικά πολύ καιρό να νιώσει έτσι για κάποιον άλλον πέρα από την Melody και τον εαυτό του και το συναίσθημα ήταν μια  αλλαγή, όχι ευχάριστη, αλλά που τον έκανε να νιώθει ζωντανός.
  «Δεν μπορούσα να την βοηθήσω. Εγώ, ο τόσο δυνατός και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Απλά έμενα εκεί πεσμένος στο πεζοδρόμιο και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, μόνο να παρακολουθώ τα τεκταινόμενα με φρίκη. Αλλά και οι άνθρωποι γύρω δεν έκαναν τίποτα. Την έβλεπαν, αλλά περνούσαν βιαστικά από δίπλα χωρίς να ρίχνουν ένα βλέμμα, υπερβολικά φοβισμένοι για να αντιληφθούν ότι γίνονταν συνωμότες στον βασανισμό ενός κοριτσιού. Η δικαιολογία τους ήταν ο φόβος και τα μαχαίρια που είχαν γυμνά στα χέρια τους τρεις από τους κακοποιούς. Για να μην τα πολυλογώ μετά από το συμβάν η φίλη μου άλλαξε, έγινε άλλος άνρθωπος.
  Την είδα να μαραζώνει και το φως που μέχρι τότε εξέπεμπε να σβήνει αντικατεστημένο από μια δηλητηριώδη αύρα. Τίποτα καλό δεν προμήνυε κάτι τέτοιο. Προσπάθησα να την κάνω να ανοιχτεί, αλλά μάταια. Δεν άκουγε κανέναν και όλο μουρμούριζε για κάτι “συμφωνίες” και “αμοιβαία ενδιαφέροντα”, που έκαναν το αίμα μου να παγώνει από τον φόβο.  Δεν ήξερα τί άλλο να κάνω και πριν καν το καταλάβω είχε πηδήξει από την ταράτσα του σχολείου», τελείωσε ο γίγαντας με τις γροθιές του σφιγμένες από τα νεύρα του, ενώ οι φλέβες πετάγονταν στην ράχη τους γεμάτες ένταση.
  «Δεν ξέρω ποιά είναι η ιστορία σου. Το μόνο που ξέρω είναι ότι αυτά τα μάτια που έχεις, οδήγησαν την φίλη μου στο να πηδήξει. Νομίζεις ότι η ζωή αφορά μόνο την δική σου επιβίωση και ψάχνεις να βρεις δυνατές συμφωνίες αντί για αληθινές σχέσεις. Μόνο πόνο και μοναξιά θα βρεις και αν δεν διαλέξεις τον θάνατο μια χειρότερη μοίρα περιμένει. Τότε εσύ θα τον σπέρνεις για προσωπικό σου όφελος. Αλλά η ζωή δεν είναι μόνο αυτό, είναι κάτι περισσότερο. Είναι οι σχέσεις, οι αληθινές, που γεννούν συναισθήματα τόσο λαμπερά, ώστε αξίζει να ζεις σʼ αυτόν τον σκληρό κόσμο για να τα βιώνεις. Ό,τι κι αν έχει συμβεί, οι κοντινοί σου άνθρωποι μπορούν να βοηθήσουν και αν τους δώσεις χρόνο και μια καλή εξήγηση, μπορούν να συγχωρήσουν πολλά. Αλλά ποτέ δεν θα συγχωρήσουν την αυτοκτονία ή την κακία» είπε ο γίγαντας και σηκώθηκε.
  Ο Felix συνέχισε να κοιτάζει συλλογισμένος τα χέρια του, όπως έκανε τόσην ώρα με τα λόγια του αγνώστου να γυροφέρνουν το μυαλό του. Σχέσεις χωρίς αμοιβαίο ενδιαφέρον, αδιανόητο. Φιλία, αγάπη. Αυτές οι έννοιες δεν υπήρχαν· ήταν απλά οι αυταπάτες των αδύναμων για να παρηγορούνται. Σήκωσε το κεφάλι έτοιμος να ρωτήσει τον ξένο, αν ο ίδιος θα έβαζε πάνω από τον εαυτό του την ζωή κάποιου άλλου, αλλά δεν πρόλαβε. Σα να διάβασε την σκέψη του, εκείνος χαμογέλασε ελπιδοφόρα κουνώντας τον στύλο στο δεξί του χέρι. «Αλλιώς δεν θα υπήρχαν ήρωες», ήταν το μόνο που ξεστόμισε και εξαφανίστηκε σχεδόν ως δια μαγείας μέσα στο πλήθος.

Οι ήρωες του Παρισιού (Βιβλίο πρώτο) Where stories live. Discover now