Κεφάλαιο 12 Ηρωισμός επί δύο

128 18 4
                                    

  Η Melody ξύπνησε το επόμενο πρωί από τις φωνές του μικρού της kwami. Η Tikka είχε πάρει στα σοβαρά τον ρόλο της, να φροντίσει όσο καλύτερα γινόταν την Κτήτορά της και την σήκωσε στις εξήμισι για να πάει σχολείο στην ώρα της. «Μη, Tikka, πέντε λεπτά ακόμη», παρακάλεσε η κοπέλα, κρύβοντας το κεφάλι κάτω από το πάπλωμα. «Πρέπει να σηκωθείς Melody. Θα αργήσεις στο σχολείο» φώναξε μες το αυτί της η Tikka. Η έφηβη έβγαλε το κεφάλι της από τα σκεπάσματα και ανοίγοντας το ένα της μάτι, είδε την ώρα. «Είσαι με τα καλά σου, Tikka; Το σχολείο αρχίζει σε μία ώρα και σαράντα πέντε λεπτά. Πώς στην οργή θα αργήσω;» είπε εκνευρισμένη η Melody, υψώνοντας τον τόνο της φωνής της.
  Η κοπέλα κουκουλώθηκε ξανά με τα σκεπάσματα και γύρισε την πλάτη στο kwami, που συνέχιζε να ίπταται δίπλα της. «Μα, δεν θες να κάνεις ένα μπάνιο, να ετοιμαστείς με την ησυχία σου και να φας ένα καλό πρωινό;» προσπάθησε η Tikka βάζοντας όλη της την μαεστρία, αλλά άδικα. Η Melody της έριξε ένα θανατηφόρο βλέμμα πάνω από τον ώμο της και ξανάκλεισε τα μάτια της. Ο ύπνος δεν ήρθε κατευθείαν και έτσι μπόρεσε να ακούσει βήματα στον διάδρομο. Γνωρίζοντας ήδη από εχθές ότι η μητέρα της είχε φύγει για επαγγελματικό ταξίδι ο μόνος που θα μπορούσε να είναι ήταν ο Felix. Άκουσε τα βήματα να προσπερνούν την πόρτα της, με τον Felix να κατευθύνεται προς την κουζίνα. Πιάτα κροτάλισαν σιγανά. Τί κάνει πρωινιάτικα; Αναρωτήθηκε, ρίχνοντας ένα βλέμμα στην ώρα. 6:45;
  Τελικά η περιέργεια νίκησε και η κοπέλα σηκώθηκε από το κρεβάτι. Η Tikka την κοίραξε ενθουσιασμένη, που κατάφερε να σηκωθεί. Η Melody έριξε ένα ενοχλημένο βλέμμα στο kwami υπενθυμίζοντάς της, ότι ακόμα της κρατούσε μούτρα, επειδή την ξύπνησε νωρίς. Ξεχνώντας για την ώρα την Tikka, κατευθύνθηκε προς την κουζίνα για να την βρει άδεια. Παραξενεμένη ανέβηκε τις σκάλες για το πάνω πάτωμα. Πριν μπει στο δωμάτιό της η περιέργεια την κυρίεψε για άλλη μια φορά και ενδίδοντας, άνοιξε σιγανά την πόρτα του δωματίου του αδερφού της. Ο Felix όμως δεν φαινόταν πουθενά. «Felixείπε ενώ εισέβαλε στο δωμάτιό του. Κανείς δεν της απάντησε. Πού στην οργή μπορεί να πήγε; Αναρωτήθηκε.
  Ο Felix πήρε ένα κρουασάν από αυτά, που αγόραζαν με το κιλό από το σούπερ μάρκετ. Καθώς το έβγαζε από το ντουλάπι, σκούντησε, ώντας απρόσεκτος τα πιάτα, κάνοντάς τα να κροταλίσουν. Τρομοκρατημένος έμεινε ακίνητος για να αφουγκραστεί. Κανένας ήχος δεν ακούστηκε πάνω από τα δωμάτια, σημάδι ότι η Melody δεν τον είχε ακούσει. Αφήνοντας την ανάσα που τόσην ώρα κρατούσε, έβαλε το κρουασάν μες την τσάντα που είχε φέρει μαζί του κι έκλεισε προσεχτικά το ντουλάπι. «Plaggi», ψιθύρισε ξυπνώντας το μικρό γατάκι, το οποίο είχε κουβαλήσει μέχρι την κουζίνα, χωρίς να το ξυπνήσει. Το kwami αναδεύτηκε προτού χασμουρηθεί και τεντωθεί με τον χαρακτηριστικό γατίσιο τρόπο.
  «Τί έγινε; Αισθάνομαι ότι θα έπρεπε να κοιμάμαι για μισή ακόμα ώρα» μουρμούρισε o Plaggi με νυσταλέα μάτια καρφωμένα στον Felix. «Το ξέρω. Συγγνώμη, αλλά υποσχέθηκα στον Adrien ότι θα τον κατεβάσω από το σπίτι μου, όπου τον άφησα να μείνει». Το kwami του έριξε ένα βλέμμα μίσους. «Μην με κοιτάς έτσι. Θα στο ξεπληρώσω με όση φέτα θελήσεις», πρόσθεσε γρήγορα ο νεαρός Κτήτορας, πείθοντας τελικά τον Plaggi. «Plaggi νύχια έξω!» είπε σιγανά και αμέσως μεταμορφώθηκε στον Cat Blanc. Άνοιξε το παράθυρο της κουζίνας και με την τσάντα στον ώμο πετάχτηκε έξω στην ψύχρα του πρωινού ηλίου. Λίγα δευτερόλεπτα να είχε αργήσει, θα τον είχε δει η αγουροξυπνημένη Melody, που έμπαινε στην κουζίνα, αλλά η μοίρα αποφάσισε να κρατήσει την ταυτότητα του ήρωα κρυφή για λίγο ακόμα.
  Βγήκε έξω στο κρύο πρωινό με την πρωινή υγρασία να του τρυπάει τα κόκκαλα. Ένα ρίγος τον διαπέρασε και για να ζεσταθεί, άρχισε να πηδάει από στέγη σε στέγη όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο παγερός αέρας μαστίγωνε τα μάγουλά του και με τα κρύα δάχτυλά του στράγγιζε το σώμα του από θερμότητα. Μερικά λεπτά αργότερα δεν μπορούσε να νιώσει τα δάχτυλα των χεριών του, πράγμα που τον δυσκόλευε να χρησιμοποιεί άνετα τη ράβδο του. Όταν έφτασε στο εξοχικό του ήταν ήδη παγωμένος από τη κορφή ως τα νύχια. Έσφιξε τα χείλη, καθώς προσπαθούσε να σταθεροποιήσει μάταια τα τρεμάμενα χέρια του. Η ράβδος κουνιόταν επικίνδυνα την ώρα που προσγειωνόταν πάνω στο παράθυρο του εγκαταλελειμένου σπιτιού. Χτύπησε ελαφρά το παράθυρο, προσπαθώντας να ξυπνήσει τον Adrien από μέσα.
  Περίμενε κάνα λεπτό, αλλά απόκριση δεν πήρε. Καθάρισε με την παλάμη του το θολωμένο τζάμι και κόλλησε με περιέργεια τη μύτη του στο σκληρό γυαλί. Μέσα μπορούσε να δει το κρεβάτι με τα ανακατεμένα του σκεπάσματα, αλλά κανείς δεν κοιμόταν πια επάνω του. Με μια σκεφτική έκφραση χαραγμένη στο πρόσωπό του, άνοιξε σιγανά το παράθυρο, που έτριξε ανεπαίσθητα. Μπήκε μέσα χωρίς τον παραμικρό θόρυβο και βγαίνοντας από το υπνοδωμάτιο, πέρασε στο διάδρομο. Έλεγξε τα δωμάτια δεξιά κι αριστερά, μα καθένα τους ήταν άδειο. Πού στην οργή πήγε; αναρωτήθηκε εκνευρισμένος, ενώ κατέβαινε στο ισόγειο. Μια ελαφριά ανησυχία τον είχε πιάσει. Σε αυτό το σπίτι είχε πάει μόνο μια φορά, αλλά δεν ήξερε μήπως υπήρχε κάτι εκεί μέσα, που μπορούσε να προδώσει την ταυτότητά του.
  Μπήκε στην κουζίνα, αλλά την βρήκε κι αυτή άδεια. Έψαξε όλο το ισόγειο χωρίς καμμία τύχη. Αν μου παίζει κανένα ανόητο αστείο, αλίμονό του, σκέφτηκε εκνευρισμένος ο Cat Blanc, καθώς ανέβαινε πάλι στον πρώτο όροφο. Ενώ ήταν έτοιμος να ξαναψάξει, είδε την πόρτα του μπάνιου. Ήταν κλειστή. Περίεργο. Άραγε ήταν κλειστή και νωρίτερα, αλλά δεν το πρόσεξα; Απόρησε. Χτύπησε ελαφρά την πόρτα κι άκουσε μια πανικόβλητη φωνή, να λέει υπερβολικά δυνατά: «ΑΛΛΟΣ». Ο ήρωας χαμογέλασε ανακουφισμένος. Επιτέλους είχε ξετρυπώσει τον Adrien. Αναρωτιόταν, γιατί δεν είχε ελέγξει την τουαλέτα από την αρχή. Κι όμως αμυδρά κάτι τον ενοχλούσε σε αυτή την υπόθεση, αλλά δεν είχε όρεξη να ασχοληθεί.
  Ο Adrien ξεπρόβαλλε από την τουαλέτα με τα χέρια στις τσέπες. Ένα αθώο μειδίαμα ήταν κολλημένο στο πρόσωπό του. Ο Cat Blanc δεν έδωσε σημασία. «Έλα! Θα αργήσουμε κι έχω σχολείο», είπε ανυπόμονα τραβώντας τον από το μανίκι ο ήρωας. Τον κατέβασε από το παράθυρο με τη βοήθεια της ράβδου του κι έγινε καπνός γνωρίζοντας, ότι η Melody θα απορούσε, αν δεν τον έβρισκε σπίτι. Μόλις χάθηκε ο ήρωας, ο Adrien κοίταξε σκεφτικός την σφιγμένη του παλάμη. Την άνοιξε προσεκτικά φανερώνοντας μία τσαλακωμένη σελίδα ημερολογίου.

Οι ήρωες του Παρισιού (Βιβλίο πρώτο) Where stories live. Discover now