Κεφάλαιο 63 Rue Duttot Αριθμός 72

56 4 6
                                    

  Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά, αλλά το αστυνομικό τμήμα δεν είχε ησυχάσει διόλου λόγω του akuma, αλλά και μιας δολοφονίας που είχε λάβει χώρα λίγο νωρίτερα. Το πτώμα είχε μεταφερθεί στο εργαστήριο για να προσεγγιστεί η ώρα του θανάτου, γιατί την αιτία την ήξεραν ήδη, μια σφαίρα στην καρδιά δύσκολα την αγνοεί ακόμα και ο πιο ανίδεος. «Leo, ακόμα να ταυτοποιήσουμε το νεκρό;» ρώτησε η Σοφία, η υπεύθυνη του 13ου τμήματος ανθρωποκτονιών του Παρισιού. Ήταν μισή Ελληνίδα και μισή Γαλλίδα, εξ ου και το εξωτικό της όνομα.
  Το τμήμα ανθρωποκτονιών ήταν ένα από τα πιο πολυάσχολα τμήματα της αστυνομίας, καθώς υπήρχαν πολλοί εκεί έξω οι οποίοι ενθουσιάζονταν με την έξαψη που τους δημιουργούσε ο φόνος. Ο κόσμος είχε γίνει υπερβολικά βίαιος σε σημείο που υπήρχε ανάγκη για 13 τμήματα ανθρωποκτονιών σε μόνο μία πόλη. Πού οδεύουμε; αναρωτήθηκε για πολλοστή φορά η γυναίκα τρίβοντας κουρασμένη το μέτωπό της. Με όλα αυτά τα απεχθή και απάνθρωπα εγλήματα που αντιμετώπιζε κάθε μέρα, είχε ξαφνιαστεί ευχάριστα, όταν πριν από έναν περίπου χρόνο είχαν εμφανιστεί οι ήρωες. Το μόνο κακό ήταν πως όλοι οι Κτήτορες miraculous είχαν στο μυαλό τους πώς θα νικήσουν τον Hawkmoth, ο οποίος αποτελούσε, βέβαια, απειλή, αλλά δεν ήταν ο μόνος.
  «Εγώ τουλάχιστον δεν έχω ακούσει να δολοφονεί κανέναν», μουρμούρισε ενώ εξέταζε το βιντεοσκοπημένο υλικό μιας κυκλοφοριακής κάμερας κοντά στον τόπο του εγκλήματος. Για κακή της τύχη έβλεπε μόνο την μεριά από την οποία ο μη ταυτοποιημένος γιαπωνέζος μπήκε στο δρομάκι, αλλά κανείς δεν βγήκε από εκεί μετά. Λες και ο δράστης είχε κάνει φτερά. Μπορεί να το έσκασε από την αντίθετη μεριά του σοκακιού. Αν είναι έτσι θα πρέπει να ψάξω για άλλες κάμερες εκεί κοντά. Όπως είχε προπει η αστυνόμος Σοφία, ο Hawkmoth δεν ήταν το μόνο κακό που τριγυρνούσε εκεί έξω. Υπήρχαν πολύ χειρόρετεροι από αυτόν, αλλά οι ήρωες ήταν τόσο κολλημένοι μαζί του, λες κι αυτός έφταιγε για όλα τα στραβά του κόσμου.
  «Κ. Αβραμοπούλου» είπε ένας αστυφύλακας μπαίνοντας βιαστικά στο γραφείο της κρατώντας μια ζελατίνα με ένα στυλό μέσα της. «Μόνο αυτό βρήκαμε πάνω στο θύμα, ωστόσο τα ρούχα του έμοιαζαν λες και κάποιος τον είχε ψάξει πριν από εμάς» ολοκλήρωσε την αναφορά του ο Jean ακουμπώντας πάνω στο έπιπλο το ευρήματα. «Ευχαριστώ, Jean. Βρήκατε αποτυπώματα;» ρώτησε η Σοφία χωρίς να σηκώνει το βλέμμα από τις κάμερές της. «Όχι, μόνο τα αποτυπώματα του θύματος. Και τα ρούχα το ίδιο καθαρά ήταν», απάντησε λακωνικά εκείνος. «Τότε βάλε τα στο αρχείο και ψάξε αυτούς εδώ», είπε η Σοφία τείνοντάς του ένα φλασάκι με το υλικό της κάμερας που είχε μόλις ελέγξει.
  «Έχω μέσα πέντε ανθρώπους που μπήκαν μαζί με το θύμα στο δρομάκι. Προσπάθησε να τους ταυτοποιήσεις και φερʼ τους στο τμήμα για ανάκριση». Ο αστυφύλακας πήρε το φλασάκι κι έκανε μεταβολή. «Κ. Αβραμοπούλου, οι αυτόπτες μάρτυρες στις γύρω περιοχές ισχυρίζονται ότι δεν άκουσαν ούτε φωνές, ούτε πυροβολισμό. Εκτιμάται ότι ο δράστης χρησιμοποίησε σιγαστήρα για να διαπράξει το έγκλημα» έδωσε την αναφορά της μια νέα αστυφύλακας που είχε αναλάβει τα καθήκοντά της μόλις ένα μήνα πριν και ήταν ακόμα υπερβολικά επίσιμη και ακολουθούσε κατά γράμμα τις διαδικασίες. «Ευχαριστώ, Lisa. Γράψε μια αναφορά και αρχειθέτησέ την μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία» ήρθε η απάντηση από την Σοφία κι εκείνη με βήμα σχεδόν στρατιωτικό βγήκε από το γραφείο για να φέρει σε πέρας την αποστολή που τής ανατέθηκε.
  «Δεν βγάζει νόημα. Τί κίνητρο θα είχε κάποιος να δολοφονήσει αυτόν τον γιαπωνέζο. Το θύμα είχε ψηλαφιστεί από τον δράστη, αλλά δεν μπορεί να είχε πολλά λεφτά πάνω του. Τα ρούχα του είχαν μόνο μία τσέπη. Βέβαια, δεν βρέθηκε ούτε το πορτοφόλι, ούτε κάποια ταυτότητα, οπότε δεν μπορώ να ξέρω αν ήταν πλούσιος ή όχι», μονολόγησε η Σοφία πιάνοντας το κεφάλι της. Πού να ήξερε ότι η δράστης δεν είχε βάλει στο μάτι τα λεφτά, αλλά κάτι πολύ πιο επικίνδυνο, τα ίδια τα miraculous.
  Την ίδια στιγμή η La Peon χαιρόταν τη νίκη της με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί του 1980. «Πού είναι αυτές οι μικρές; Η πρώτη φάση του σχεδίου ολοκληρώθηκε με επιτυχία και αυτές έχουν εξαφανιστεί από προσώπου γης», μουρμούρισε αναφερόμενη στις δύο ανιψιές της, που ένας Θεός ξέρει τί έκαναν. «Μια δουλειά είχαν να κάνουν - να δώσουν στον Adrien ένα γράμμα κρυπτογραφημένο στον πιο άχρηστο κώδικα του κόσμου. Τί μπορεί να έκαναν λάθος;» αναρωτήθηκε με το μυαλό της να πηγαίνει κατευθείαν στην Lepre η οποία δεν ήταν και ξυράφι.
  Άφησε κάτω το κρυστάλλινο ποτήρι, το ακόμα μισογεμάτο με κρασί και πλησίασε το κουτί των miraculous που είχε κλέψει από το μαγαζί του Master Fu. Το άνοιξε με μια κίνηση και έλεγξε το εσωτερικό του. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, επτά, μέτρησε τις κενές θέσεις στο κουτί, που φιλοξενούσαν τα miraculous, τα οποία ο γιαπωνέζος είχε δώσει στους ήρωες. Πότε πρόλαβε ο γερο-ξεκούτης να τα δώσει όλα αυτά. Το περίμενα να λείπουν της Δημιουργίας και της Καταστροφής, αλλά εδώ λείπουν άλλα πέντε, της Τελειότητας, της Τρέλας, της Προστασίας, της Ψευδαίσθησης και της Καθυπόταξης. Εκνευρισμένη δάγκωσε το χείλος της. Τί είχαν απογίνει εκείνα τα miraculous;
  Εν τω μεταξύ ο Adrien είχε αρχίσει να απελπίζεται μην ξέροντας ποιό σπίτι να πρωτοψάξει. Ξαφνικά, ενώ χάζευε τα κτήρια γύρω του πρόσεξε κάτι που τον ξάφνιασε. Δύο φιγούρες περνούσαν πάνω από τα κτήρια μέσα σε στολές από σπάντεξ. Η μία φορούσε μια ολόσωμη γαλαζοπράσινη στολή με φολίδες φιδιού ζωγραφισμένες πάνω του. Στα χέρια της κρατούσε μια πράσινη αρχαιοελληνική λύρα. Η άλλη μορφή φορούσε μια γαλάζια και λευκή στολή με αυτιά λαγού στο κεφάλι της, ενώ κρατούσε μια ομπρέλα στα ίδια χρώματα.
  «Δεν είναι δυνατόν! Κι άλλοι Κτήτορες;» είπε μπερδεμένος ο Adrien. Βέβαια, τώρα με την εξαφάνιση τη δική του και του Cat Blank ήταν μάλλον λογικό ο Master Fu να είχε καλέσει κι άλλους ήρωες. Παρακολούθησε τις δυο κοπέλες να μπαίνουν σε ένα κτήριο από το παράθυρο του δευτέρου και να χάνονται στο εσωτερικό του. Τί θέλουν να κάνουν; Αναρωτήθηκε. «Καινούργιες ηρωίδες; Αλλά δεν έχω ξαναδεί ήρωα να μπαίνει σε ξένο σπίτι» ακούστηκε μια φωνή πίσω του, ελαφρώς γνωστή. Γύρισε για να αντικρύσει τον Felix, ο οποίος είχε αποφασίσει ότι η επόμενη συμφωνία που τον βόλευε να κλείσει ήταν με τον γιο του Gabriel Agreste.
  «Felix, τί κάνεις εσύ εδώ;» απόρησε ο Adrien κοιτώντας το νέο από πάνω ως κάτω λες και ήταν εξωγήινος. «Απλά περνούσα και είπα να πω ένα γεια» αποκρίθηκε ανέμελα ο γαλανομάτης. «Εσύ τί κάνεις; Κατασκοπεύεις τις νέες ηρωίδες;» ρώτησε περιπαιχτικά κ Felix με έναν φιλικό τόνο που έβαλε τον άλλο σε υποψίες. Ο Felix δεν άντεχε την παρουσία του. Βασικά, γενικώς δεν άντεχε άνθρωπο και ήταν συνέχεια επιθετικός και επιφυλακτικός με όλους. Τί τον έπιασε και είναι τόσο φιλικός. Κάποιο λάκκο έχει η φάβα, σκέφτηκε ο Adrien, αλλά για την ώρα αυτό ήταν ένα θέμα που δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Ήθελε να βρει τον πατέρα του ή να ακολουθήσει τις δύο ηρωίδες.
  «Συγγνώμη, Felix, αλλά έχω μια πολύ σημαντική δουλειά που πρέπει να κάνω και πρέπει να φύγω. Γεια», αποχαιρέτησε βιαστικά κι έτρεξε προς έναν κάθετο δρόμο που ένωνε την Duttot με τον από πάνω. Αφού βεβαιώθηκε ότι ο Felix δεν τον ακολουθούσε έκανε τον γύρω του τετραγώνου για να βρεθεί ξανά μπροστά από τον αριθμό 72, το σπίτι που είχαν επισκεφθεί πριν από λίγο ο νέες Κτήτορες. Πώς θα μπω μέσα όμως; Αναρωτήθηκε και για καλή του τύχη εκείνη την στιγμή είδε έναν ντελιβερά που έμπαινε μέσα στην πολυκατοικία. Χωρίς να χάσει χρόνο έτρεξε ξοπίσω του προλαβαίνοντας τελευταία στιγμή την πόρτα πριν κλείσει.
  Μπήκε μαζί με τον ντελιβερά στο ασανσέρ και πάτησε τον αριθμό δύο για να πάει στον δεύτερο όροφο. Ευτυχώς ο ντελιβεράς έπρεπε να πάει στον τέταρτο κι έτσι ο ήρωάς μας θα μπορούσε να κάνει διάρρηξη της ξένης περιουσίας άφοβα. Ο Adrien εγκατέλειψε τον ανελκυστήρα και βγήκε στον διάδρομο του δευτέρου. Μπροστά του υπήρχαν πέντε πόρτες πιάνοντας κάθε πλευρά του διαδρόμου. Λοιπόν, αν είδα σωστά από έξω, εκείνες οι δύο μπήκαν από το παράθυρο που είχε θέα προς τον Άιφελ. Ο Άιφελ είναι... από εδώ, σκέφτηκε στριφογυρίζοντας στον άξονά του για να σταθεί προς την κατεύθυνση στην οποία περίπου πίστευε ότι ήταν ο πύργος.
  Οι επιλογές του είχαν μειωθεί σε δύο πόρτες δίπλα - δίπλα με τη μία από αυτές να είναι μισάνοιχτη. Φαντάζομαι ότι θα πρέπει να ελέγξω και τα δύο σπίτια, αλλά πιο προσβάσιμο φαίνεται αυτό με την ανοιχτή πόρτα. Αν κάνω λάθος, μπορώ να διαιολογηθώ λέγοντας ότι ανησύχησα που είδα το διαμέρισμα ξεκλείδωτο και προσπάθησα να δω τι συνέβαινε. Και με την δικαιολογία στην άκρη της γλώσσας του μπήκε στο σπίτι προσεχτικά πατώντας στις μύτες των ποδιών του.
  Κοίταξε τριγύρω, αλλά δεν φαινόταν κανείς στο σαλόνι, όπου βρισκόταν, μάλιστα το μέρος φάνταζε εγκαταλελειμένο πολύ καιρό. Τα έπιπλα ήταν σκεπασμένα με ένα λεπτό πλαστικό λες και μόλις τα είχαν βγάλει από τα κουτιά τις μετακόμισης, αλλά η συσσωρευμένη σκόνη δεν άφηνε χώρο για αμφιβολία. Αυτο το μέρος είχε μείνει έτσι πολύ καιρό. Άφησε το σαλόνι με τους πολυτελέστατους καναπέδες και τους κρυστάλλινους πολυελαίους για να προχωρήσει βαθύτερα μέσα στο σπίτι, ενώ οι τρίχες στον λαιμό του είχαν σηκωθεί όρθιες.
  Ένας στενός διάδρομος συνέδεε το σαλόνι με την κουζίνα και το μπάνιο που βρίσκονταν δίπλα-δίπλα. Η πόρτα της κουζίνας ήταν μισόκλειστη και μιας και κανείς δεν ήταν στον μπάνιο, ο Adrien αποφάσισε ότι έπρεπε να εξετάσει το εν λόγω δωμάτιο. Ας μην πεταχτεί κανένα φάντασμα τώρα! Παρακάλεσε ανοίγοντας την πόρτα πιο πολύ και προς μεγάλη του έκπληξη δεν έτριξε όπως ο ίδιος περίμενε. Μάλλον αυτά συμβαίνουν μόνο στις ταινίες. Δεν υπάρχει τίποτα το τρομαχτικό εδώ, ενθάρρυνε τον εαυτό του καθώς έκανε ένα βήμα μέσα. Το λίγο φως που έμπαινε από παράθυρο με το ζόρι επέτρεπε στο νέο να δει πού πήγαινε. Βαριές βελούδινες κουρτίνες κρατούσαν έξω το μεσημεριάτικο φως και την παγωνιά της υγρασίας μέσα.
  Κανείς, συνειδητοποίησε και δεν ήταν σίγουρος αν ένιωθε ανακούφιση γιʼ αυτό ή όχι. Έτσι συνέχισε να προχωράει μέσα στο σιωπηλό διαμέρισμα με τους ήχους από τα βήματά του να αντηχούν δέκα φορές δυνατότερα στʼ αυτιά του. Η κουζίνα οδηγούσε σε μια πολυγωνική τραπεζαρία με δωρικούς ημικίονες στους τοίχους που στέφονταν με κορινθιακά κιονόκρανα. Βαριές κουρτίνες έπεφταν μπροστά από τα παράθυρα με τις άκρες τους να σέρνονται στο σκονισμένο πάτωμα. Αλλά και πάλι δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα. Νομίζω ότι κανείς δεν έχει ζήσει εδώ για χρόνια. Καλύτερα να δοκιμάσω το άλλο διαμέρισμα, σκέφτηκε ο Adrien επιστρέφοντας στην κουζίνα. Ανυπομονούσε να φύγει από εκείνο το μέρος όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
  Ξαφνικά άκουσε τον ήχο μιας κάμερας και γύρισε απότομα προς τα δεξιά. Εκεί ανάμεσα στις βελούδινες κουρτίνες ζαρωμένη στο πάτωμα κειτόταν μια ανθρώπινη φιγούρα. Ο νέος δαγκώθηκε για να μην φωνάξει από την τρομάρα του και όσο πιο ήσυχα μπορούσε άρχισε να πισωπατεί προς τον διάδρομο. «Τί έγινε, Agreste; Κάνεις λες και είδες φάντασμα» μίλησε περιπαιχτικά η φιγούρα και ο ξανθομάλλης κοκκάλωσε. «Felix;» ρώτησε ξαφνιασμένος. «Περίμενες μάλλον τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, φαντάζομαι», είπε ο Felix ενώ σηκωνόταν από το πάτωμα όπου είχε φωλιάσει.
  «Τί κάνεις εσύ εδώ; Με ακολούθησες;» ρώτησε ο Adrien με έναν ξαφνικό φόβο να φουντώνει στο στήθος του. Δεν ήταν και ό,τι καλύτερο να τον πιάνουν εν ώρα διάρρηξης σε ξένο σπίτι. Ηρέμησε, Adrien. Όσο παράνομος είμαι εγώ, άλλο τόσο είναι και αυτός, σκέφτηκε πιο ήρεμα, αλλά το καταχθόνιο χαμόγελο του γαλανομάτη δεν τον καθησύχασε διόλου. Τελικά είχε δίκιο για δαύτον, διάολος ήταν.
  «Καταπάτηση ξένης περιουσίας. Να δούμε τί έχουν να πουν τα κανάλια γιʼ αυτό», είπε ο Felix δείχνοντας στον άλλον το κινητό του με την φωτογραφία που είχε μόλις τραβήξει. «Φαντάζεσαι το σκάνδαλο; Ο γιος του αξιοπρεπούς σχεδιαστή μόδας να εισβάλλει στα ξένα σπίτια σαν κοινός κλέφτης», απείλησε με ένα αγγελικό χαμόγελο, καθώς μείωνε την απόσταση μεταξύ τους. «Τί θέλεις, Felix;» ρώτησε απότομα ο Adrien έχοντας ακούσει τα ίδια λόγια πολλαπλές φορές από τα στόματα παπαράτσι, δημοσιογράφων, αλλά και απλών πολιτών. Όταν κάποιος ήταν διάσημος βρισκόταν αυτόματα και κάτω από το ακοίμητο μάτι του τύπου που παρατηρούσε και σχολίαζε την κάθε κίνηση με την κοφτερή του γλώσσα. Ο πατέρας του είχε πληρώσει αδρά πολλές φορές τέτοια άτομα που με αφορμή μια φωτογραφία ζητούσαν λεφτά για να μην δημιουργηθεί σκάνδαλο.
  «Την συνεργασία σου» είπε ψυχρά ο Felix με τα γαλανά του μάτια παγωμένα σαν τον πάγο. Για μια στιγμή ο Adrien νόμισε ότι δεν υπήρχε ψυχή πίσω τους, ότι ήταν άδεια. «Δηλαδή;» πίεσε λακωνικά θέλοντας να τελειώσει με αυτή την ιστορία μία ώρα αρχήτερα. «Θέλω να με βοηθήσεις χωρίς ερωτήσεις όταν θα σου το ζητήσω και να με παρουσιάζεις ως φίλο στους κύκλους σου. Δεν είναι κακή συμφωνία αν θες την γνώμη μου» αποκρίθηκε ο άλλος με ένα ελαφρύ χαμόγελο ακόμα να κρύβεται στις άκρες των χειλιών του. «Και δεν θα κυκλοφορήσεις την φωτογραφία» πρόσθεσε τον δικό του όρο ο Adrien, αν και η διάρρηξη θα ωχριούσε μπροστά  στο νέο ότι ο πατέρας του ήταν ο Hawkmoth. Αν έπαιρνε κάτι τέτοιο το αυτί του τύπου, ήταν χαμένοι από χέρι πατέρας και γιος. «Σύμφωνοι!» αντάλλαξαν χειραψία τα δύο αγόρια.
  «Πάμε τώρα να φύγουμε πριν μας πιάσει ο ένοικος του σπιτιού», πρότεινε ο Felix και προσπέρασε τον Adrien. «Τί εννοείς; Το σπίτι φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί χρόνια. Σήμερα λες να έρθει ο ιδιοκτήτης;» ειρωνεύτηκε ο ξανθός κερδίζοντας ένα υποτιμητικό βλέμμα από τον άλλον. «Είσαι λίγο αργόστροφος, χρυσό μου!» κορόιδεψε. «Καταρχάς η πόρτα είχε κλειδί και βρισκόταν στην μέσα μεριά, πράγμα που σημαίνει ότι μέχρι προ ολίγου η πόρτα ήταν κλειδωμένη από μέσα ή ο ιδιοκτήτης δεν ενδιαφέρεται και το παράτησε εκεί. Αλλά δεν ισχύει το δεύτερο διότι πάνω στο τραπέζι υπάρχουν αποφάγια τα οποία μάλιστα δεν είναι ούτε μέρας», υπέδειξε το έπιπλο της κουζίνας και πράγματι ο Adrien ξεχώρισε πάνω του τους όγκους ενός πιάτου, ενός ποτηριού και των αποφαγιών.
  «Εγώ γιατί δεν τα είδα αυτά», απόρησε φωναχτά ο Adrien. «Γιατί κοιμάσαι όρθιος» σχολίασε ανέκφραστα ο Felix, καθώς συνέχιζε να ωδεύει προς την πόρτα. «Θα μπορούσε, όμως, να μην είναι και κάποιος διαρρήκτης», πρότεινε ο Adrien προσπαθώντας σκληρά να αγνοήσει το προηγούμενο σχόλιο. «Ναι, είναι πιθανό. Αλλά δεν θα μπορούσαν να είναι οι δυο κοπελιές που είδαμε νωρίτερα», αποκρίθηκε αυτός σχεδόν διαβάζοντας την σκέψη του Adrien. «Και γιατί όχι;». Ο Adrien αρνιόταν να παραιτηθεί. «Επειδή προσπαθούσαν απλώς να σε οδηγήσουν εδώ. Το μόνο που δεν ξέρω είναι το γιατί». Τα πράσινα μάτια του νέου άνοιξαν διάπλατα από την απορία. Γιατί οι δύο νέες ηρωίδες να ήθελαν να τον οδηγήσουν εκεί; «Και πώς έφτασες σε αυτό το συμπέρασμα;». Ο Felix του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο λύπηση και ξεφύσηξε βαριά προτού προχωρήσει στην εξήγηση.
  «Σε είδα να τρέχεις πάνω-κάτω τον δρόμο σα να έψαχνες κάτι. Απʼ ό, τι κατάλαβα δεν μπορούσες να το βρεις και οι δυο τους σου τράβηξαν την προσοχή είτε για να σε διώξουν μακρύτερα από τον στόχο σου, είτε για να σε βοηθήσουν. Δεν πρόσεξες πόσο εύκολα βρήκες το μέρος και πόσο βολικά ήταν ανοιχτή η πόρτα του διαμερίσματος. Για να μην πω για τον ντελιβερά που στην κυριολεξία μπήκε τέσσερεις φορές μέσα στο κτήριο απλά για να σου ανοίξει την πόρτα. Εσύ μπήκες με την δεύτερη κι εγώ με την τέταρτη», εξήγησε βαριεστημένα ο Felix, του οποίου το δαιμόνιο μυαλό, πάντα κολλημένο στις συνωμοσίες, τις έβλεπε πια παντού. Αυτή την φορά, όμως, δεν έπεφτε και πολύ μακρυά από την αλήθεια.
  Προτού προλάβει να φέρει αντίρρηση ο Adrien ένα ουρλιαχτό διαπέρασε το διαμέρισμα κάνοντας το αίμα να παγώσει στις φλέβες των δύο νέων. Ήταν μια κραυγή πόνου και αγωνίας, σίγουρα ανθρώπινη, αλλά τόσο φρικιαστική που οι τρίχες τους ορθώθηκαν. Κοιτάχτηκαν πλαγίως μεταξύ τους κι αμέσως το έβαλαν στα πόδια, ο ένας ωδεύοντας προς την εξώπορτα και ο άλλος προς το βάθος του σαλονιού απέναντι απʼ όπου είχε έρθει η κραυγή. Σα παρατήρησε ότι ο Adrien δεν τον ακολουθούσε ο Felix σταμάτησε κοντά στην πόρτα. «Τί κάνεις;» είπε. «Μπορεί κάποιος να χρειάζεται βοήθεια», απάντησε εκείνος. «Θα τον βοηθήσουν άλλοι. Είμαι σίγουρος ότι ακούστηκε σε όλη την πολυκατοικία. Αν σε πάρει κανένα μάτι, οι εφημερίδες θα σε έχουν πρωτοσέλιδο για δέκα μέρες», είπε o  Felix φοβούμενος μη και του κλέψει άλλος το σκάνδαλο και χάσει το πάνω χέρι.
  «Δεν μπορώ να αγνοήσω κάποιον σε ανάγκη απλά για να σώσω την φήμη μου», ήρθε η απάντηση από το  Adrien και η πίστη του Felix κλονίστηκε για άλλη μία φορά. Αν στον κόσμο στόχος ήταν να επιβιώσεις, τότε θα έπρεπε να επιτυγχάνεται με κάθε μέσο και τρόπο. Αλλά μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο ήταν αδιανόητο να χάσει κανείς οικιοθελώς το προβάδισμά του για να βοηθήσει στα τυφλά κάποιον άλλο. Κι όμως. Ο Adrien θα θυσίαζε την φήμη του ακριβώς γιʼ αυτό. Σήμερα συναντώ τους πιο περίεργους τύπους, σκέφτηκε κάνοντας μεταβολή και ακολουθώντας τον άλλο. Ο ίδιος θα έκανε τα πάντα να σώσει την φήμη του Adrien, γιατί εξαρτιόταν από τον ίδιο.

Οι ήρωες του Παρισιού (Βιβλίο πρώτο) Where stories live. Discover now