Κεφάλαιο 42 Προειδοποίηση

59 8 4
                                    

  «Τελικά δεν κατάφερα να βρω την Tikki για να μεταμορφωθώ, ούτε κατάφερα να ψάξω για τον Cat Noir» παραπονέθηκε στον ήλιο που ανέτειλε η Marinette. Η Tikki, που είχε επιστρέψει αργά το βράδυ από την επίσκεψή της στον Plagg, είχε μάθει μέσες άκρες για τα καμώματα της Κτήτορά της όσο η ίδια έλειπε και θα ήταν ασφαλές να συμπεράνει κανείς ότι δεν ήταν και τόσο ενθουσιασμένη με δαύτα. «Τί πας και βάζεις με το νου σου; Ακόμα και να έβγαινες με την Alya αντί να διαβάσεις μαθηματικά θα ήταν καλύτερο από το να ξεπορτίσεις νυχτιάτικα για να αναζητήσεις τον Cat Noir και στην πορεία να πλακώσεις ένα μεθυσμένο. Κι όλα αυτά ΧΩΡΙΣ εμένα!!! Κι αν τελικά σε έβαζε αυτός κάτω και όχι εσύ; Έι, να με κοιτάς όταν σου μιλάω», ούρλιαζε η Tikki έχοντας λησμονήσει για μια ακόμα φορά ότι τα λόγια της πήγαιναν χαμένα.
  Απορώ γιατί ασχολούμαι μερικές φορές! Παρατήρησε γυρνώντας την πλάτη της στην κοπέλα, που κατσουφιασμένη ετοιμαζόταν για το σχολείο. Πού ήταν άραγε εχθές η Tikki. Αχ! Έχασα την ευκαιρία να δω τον Cat Noir και δεν ξέρω καν αν είναι εδώ αυτή τη στιγμή το kwami μου. Αλλά πιο πολύ μου λείπει ο Cat Noir... Όχι, Marinette τί λες; Τί θα μπορούσε να σου λείπει από εκείνον τον απερίσκεπτο και ερωτιάρη γάτο, που μέ έχει σώσει τόσες φορές και έχει ακούσει τα προβλήματά μου και ήταν πάντα εκεί για μένα... Κάπου εκεί συνειδητοποίησε ότι είχε πάλι επιστρέψει στο σημείο να νοσταλγεί και να επαινεί τον ήρωα, οπότε αυτοχαστουκίστηκε για να συνέλθει. Περιττό να πω ότι δεν τα κατάφερε.
  Τώρα χτυπιέται μόνη της! Τί άλλο θα δω; Αχ ρε Hawkmoth το καλό που σου θέλω να στείλεις κανένα akuma γιατί η Marinette δεν την παλεύει με τίποτα! Σκέφτηκε η Tikki, ενώ χωνόταν βιαστικά στο τσαντάκι της Marinette. Η κοπέλα κατέβηκε για το συνηθισμένο πρωινό με τους δικούς της και ανάμεσα στις μπουκιές της πρόσεξε τα μπισκότα να χάνονται μυστηριωδώς από το πιάτο της. Γύρισε! Ανακουφίστηκε με την παρουσία του kwami πάλι κοντά της.
  Όσο φασαριόζικο ήταν το πρωινό στην οικογένεια Dupain-Cheng τόσο μίζερο και σιωπηλό ήταν στο σπίτι της Melody και του Felix. Δεν ήταν βέβαια πάντα έτσι, απλά αυτή τη φορά ο έφηβος είχε πολλές σκοτούρες στο κεφάλι του και καμμία όρεξη να μιλήσει. Τί απελπισμένη ατμόσφαιρα είναι αυτή! Και ο Felix την έχει από εχθές το μεσημέρι, παρατήρησε η Melody πίνοντας με θόρυβο το γάλα της για να σπάσει την σιωπή. Ο αδερφός της ούτε που σείστηκε στο άκουσμα του ήχου. Με σιχαίνεται όταν ρουφάω έτσι και πάντα καταλήγουμε σε καυγά, αλλά τώρα απλά με αγνοεί. Τα φρύδια της έσμιξαν και μια βαθιά ρυτίδα δημιουργήθηκε ανάμεσά τους.
  Ο νέος σηκώθηκε προσέχοντας επιτέλους το ύφος της κοπέλας. «Τί;» ρώτησε απλά λες και δεν ήξερε. «Τί τί; Είδες τα μούτρα σου στον καθρέπτη σήμερα το πρωί; Είσαι σα συννεφιασμένη Κυριακή. Πες μου, τί συμβαίνει;» απάντησε η Melody προσπαθώντας να τον πλησιάσει. Τα μάτια του Felix άνοιξαν διάπλατα κι οπισθοχώρησε μερικά βήματα με ένα περίεργο βλέμμα φόβου στα μάτια του. Η κοπέλα σταμάτησε μαρμαρώνοντας στην θέση της από την παράλογη συμπεριφορά του, χωρίς να ξέρει αν θα έπρεπε να τον πλησιάσει άλλο. «Δεν είναι τίποτα. Μην ανησυχείς» είπε καθόλου καθησυχαστικά εκείνος, προτού βγει από την κουζίνα σαν κυνηγημένος.  
  «Τί έγινε μόλις τώρα;». Η Tikka ξεπρόβαλλε από την τσέπη της κι έξυσε ελαφρά το καραφλό της κεφάλι, ως μια τεχνική για να βοηθάει το μυαλό της. «Δεν πολυκατάλαβα είναι η αλήθεια. Μήπως έχει κάνει καμμιά βλακεία και δεν θέλει να τον πάρεις χαμπάρι;» υπέθεσε, αλλά η Κτήτοράς της κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Δεν είναι αυτό. Κι άλλες φορές έχει μπλέξει, αλλά ποτέ δεν αντέδρασε έτσι. Και εξάλλου, εσύ μπορεί να μην τον είδες καλά από την τσέπη μου, αλλά η ματιά του ήταν γεμάτη από ξάφνιασμα και φόβο». Οι δυο τους κοιτάχτηκαν μην μπορώντας να κατανοήσουν την στάση του νέου.
  «Έι, Felix! Κάποια στιγμή θα πρέπει να της το πεις. Δεν μπορείς να το κρύβεις για πάντα, το ξέρεις αυτό. Η Melody έχει κάθε δικαίωμα να μάθει ότι δεν είστε...». Το χέρι του νέου βούλωσε το στόμα του Plaggi, προτού προλάβει ο δεύτερος να ολοκληρώσει την πρότασή του. «Σσς! Κι αν σʼ ακούσει;», πανικοβλήθηκε ο Felix κι έλεγξε τον διάδρομο για να βεβαιωθεί ότι η “αδερφή” του δεν ήταν τριγύρω. «Τόσο το καλύτερο. Έτσι δεν θα μπορείς να της κρύψεις την αλήθεια», ισχυρίστηκε το kwami πετώντας μακρυά από την παλάμη του. «Και επίσης δεν θα μπορώ να κρύψω και την μυστική μου ταυτότητα πια. Σωστά;» ανταπάντησε και ο Plaggi ανασήκωσε τους ώμους του παραδεχόμενος αυτή την φορά την ήττα του.
  Έπεσε στο κρεβάτι με τις αρχές ενός επίπονου πονοκεφάλου να τραβάει τα νεύρα του. «Έι, μην μου κοιμηθείς! Τί θα γίνει με το σχολείο;». Το kwami σήκωσε το χέρι που το αγόρι είχε φέρει μπροστά από τα μάτια του εμποδίζοντας το φως. «Άσε με ρε Plaggi!» μουρμούρισε εκνευρισμένος ο Felix θάβοντας το πρόσωπό του στο μαξιλάρι. «Σταμάτα να κάνεις το μωρό και σήκω να πάμε στο σχολείο», του πέταξε η Melody, που με έναν μαγικό τρόπο είχε εμφανιστεί στο κατώφλι του δωματίου του κουνώντας προς το μέρος του την άδεια ακόμα τσάντα του. Ο Felix πετάχτηκε και τα μάτια του έφεραν ένα γύρω το δωμάτιο, αλλά δεν εντόπισαν πουθενά το λευκό γατάκι. Πάλι καλά που πρόλαβε να κρυφτεί, ανακουφίστηκε.
  «Εεεε! Σου μιλάω ρε!» του φώναξε η κοπέλα πετώντας με δύναμη την τσάντα στο κεφάλι του και το φερμουάρ του χώθηκε στο μάτι. «Άουτς», αναφώνησε, αλλά η Melody δεν έδειξε να συγκινήται. Αντίθετα πήρε τα μούτρα της και βγήκε από το σπίτι βροντώντας πίσω της την πόρτα τόσο δυνατά που έτριξαν τα παράθυρα. «Να πάρει!» αφέθηκε να πέσει στο στρώμα το αγόρι με το ένα του χέρι ακόμα να τρίβει το πονεμένο του μάτι. «Όλα έχουν γίνει...». Ο Plaggi τον πλησίασε βγαίνοντας από την κρυψώνα του και έπλεξε τα πατουσάκια του. «Θα σταματήσεις τώρα να κλαις την μοίρα σου και θα αντιμετωπίσεις το πρόβλημα σαν άντρας;».
  Σε απάντηση ο νέος πετάχτηκε από το κρεβάτι και χωρίς λέξη βγήκε από το σπίτι. Ανήσυχο το kwami ακολούθησε τον Κτήτορά του διαισθανόμενο ένα αλλόκοτο σκοτάδι να αναπλάθεται γύρω από τον νέο. Τα μάτια του Plaggi έγιναν δυο σχισμές, καθώς γνώριζε από πείρα ότι αυτή η μικρή σκοτεινή αύρα μόνο κακό μαντάτο ήταν. Πρέπει να την ξεφορτωθώ αμέσως! Σκέφτηκε σαν έφτανε επιτέλους τον Κτήτορά του που είχε βρει καταφύγιο πίσω από έναν θάμνο στο κοντινό πάρκο. «Τί κάνεις εκεί πίσω;» τον ρώτησε παιχνιδιάρικα, αλλά το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό του σαν είδε το βλέμμα του νέου.
  «Δεν έχω όρεξη. Φύγε Plaggi, δεν έχω όρεξη», είπε θυμωμένα ο Felix με τα μάτια του να πετούν σπίθες. Άθελά του το kwami υποχώρησε λιγάκι. «Ηρέμησε, Felix! Δεν είστε αδέρφια, δεν χάθηκε κι ο κόσμος», προσπάθησε να τον καλμάρει, αλλά το κόλπο δεν έπιασε. «Αυτό το λες εσύ που δεν έχεις το πρόβλημα. Η Melody είναι η μόνη μου οικογένεια· ο μόνος λόγος που...» δεν μπορούσε να ξεστομίσει την υπόλοιπη πρόταση. Δεν θα το άντεχε να βρεθεί σε αυτήν την κατάσταση πάλι, όχι πάλι. «Τί εννοείς;» ρώτησε ο Plaggi νιώθοντας ότι είχε σκοντάψει σε κάποιο σκοτεινό μυστικό του νέου. «Σημαίνει: Να ΜΗΝ σε νοιάζει. Ξεκουμπίσου ΤΩΡΑ, Plaggi!», ούρλιαξε σα μανιακός συγκεντρώνοντας τα βλέμματα των περαστικών.
  Οργισμένος και ντροπιασμένος το ξανάβαλε στα πόδια, αλλά αυτή τη φορά το kwami δεν τον ακολούθησε. Ή μάλλον πιο σωστά δε μπορούσε να τον ακολουθήσει. Τα kwami ήταν ανίκανα να παρακούσουν οποιαδήποτε άμεση διαταγή από τους Κτήτορές τους. Felix, μην περάσεις την γραμμή. Το Παρίσι δεν χρειάζεται νέο Hawkmoth. Προβληματισμένος ο Plaggi αποφάσισε να ψάξει για τα άλλα kwami με σκοπό να τα προειδοποιήσει σχετικά με τις νέες εξελίξεις. Ήξερε τους Κτήτορες του Plagg και της Tikka και ήλπιζε ότι αυτοί θα ήξεραν την Κτήτορα της Tikki για να την ενημερώσουν κι αυτήν.
  Ο Felix έτρεχε χωρίς συγκεκριμένο προορισμό με αποτέλεσμα τελικά να βρεθεί σε μια άγνωστη σε αυτόν μεριά του Παρισιού, αλλά αυτό δεν το είχε παρατηρήσει ακόμα. Βρήκε ένα μοναχικό παγκάκι με θέα έναν πολύβουο δρόμο γεμάτο φασαρία και καυσαέρια, που όλως παραδόξως δεν τον ενοχλούσαν πια. Ήταν η ανοσία που παθαίνουν οι άνθρωποι στις μεγαλουπόλεις κι όταν βγαίνουν στον καθαρό αέρα της εξοχής νομίζουν ότι κάτι πάει λάθος. Παλουκώθηκε στο παγκάκι με το βλέμμα στις γκρι από τη βρώμα πλάκες του πεζοδρομίου, που τις κολλάκευαν οι αναρίθμητες τσίχλες των περαστικών μαυρισμένες από τα χρόνια*.
  Τί θα κάνω; Η Melody δεν είναι αδερφή μου, έπιασε το κεφάλι του φοβούμενος μη το σπάσουν οι αεικίνητες σκέψεις. Στο μυαλό του ήρθε αναπόφευκτα μια ανάμνηση από παλιά, όταν αυτός και η Melody ήταν ακόμα παιδιά. «Θα είμαι πάντα κοντά σου και θα είμαι πάντα με το μέρος σου. Εξάλλου είμαστε αδέρφια· πρέπει να αλληλοβοηθόμαστε. Αυτό του είχε πει τότε και τον είχε τραβήξει από το σκοτάδι μην αφήνοντάς τον ποτέ να ξαναπέσει σε εκείνο το μέρος. Ακόμα κι όταν αυτή δεν ήταν φυσικά μαζί του, ένιωθε τον ισχυρό δεσμό που τους συνέδεε, μια ασημένια και γερή αλυσίδα, που τον απέτρεπε από το να χαθεί στο κενό. Εξάλλου είμαστε αδέλφια· πρέπει να αλληλοβοηθόμαστε. Αλλά πια δεν ήταν, βασικά δεν υπήρξαν ποτέ.
  Πίσω στο σχολείο η Melody βρισκόταν ήδη στην τάξη της με το στόμα της να γίνεται μια απογοητευμένη γραμμή κάθε φορά που σκεφτόταν το γαϊδούρι τον αδερφό της, που πάλι δεν τους είχε τιμήσει με την παρουσία του. Μάλλον θα πρέπει να τον ταρακουνήσω για τα καλά μόλις γυρίσω. Ελπίζω να μην έχει μπλέξει πάλι, σκέφτηκε καθώς στο μυαλό της ερχόταν η εποχή που ο αδερφός της ζούσε σαν θηρίο ανήμερο γρυλίζοντας δεξιά κι αριστερά. Τότε συνήθιζε να μπλέκει σε καυγάδες κάθε μέρα και να κάνει κοπάνα για να βγαίνει με τα καθίκια τους δήθεν φίλους του.
   «Όχι, ο Felix έχει ξεπεράσει εκείνο το μέρος της ζωής του. Μου το υποσχέθηκε ότι δεν θα ξανάμπλεκε ποτέ έτσι. Το υποσχέθηκε», μουρμούρισε σε μια απελπισμένη προσπάθεια να πείσει τον εαυτό της ότι όλα ήταν καλά. Ασυναίσθητα, ωστόσο, τα μάτια της αναζήτησαν τον ουρανό, που μετά βίας φαινόταν από τη θέση της και παρακάλεσαν τον Θεό με μια προσευχή που δεν περιγραφόταν με λόγια, αλλά μόνο με βλέμματα. Ας μην τους πότιζε η ζωή άλλα φαρμάκια και δυστυχίες, ας ζούσε πλέον ήρεμα ο αδερφός της χωρίς εκείνο τον φόβο, που ούτε η ίδια δεν μπορούσε να προσδιορίσει.
  Μια τάξη πιο δίπλα η Alya και η Marinette κάθονταν μουτρωμένες στο θρανίο τους, η κάθε μια όσο πιο μακρυά μπορούσε από την άλλη, λες και θα κολλούσαν λέπρα. Κάθε τρεις και λίγο ο Nino τους έριχνε ανήσυχα βλέμματα, προσπαθώντας να εξηγήσει με τον απλοϊκό του εγκέφαλο τα κοριτσίστικα προβλήματα. Αλλά ο δικός του νους ήταν προορισμένος πάντα να αποτυγχάνει σε αυτό, καθώς δεν ήταν ποτέ φτιαγμένος για να αντιλαμβάνεται κάτι τέτοιο, όπως το αλλόκοτο γυναικείο φύλο, που άλλοτε έβγαζε απόλυτο νόημα και άλλοτε φαινόταν βουτηγμένο στην παράνοια. Η σημερινή υπόθεση προφανώς καταταγόταν στην δεύτερη κατηγορία.
  Αχ, ρε φίλε, σήμερα βρήκες κι εσύ να λείπεις; Παραπονέθηκε στον απόντα Adrien και ξεφύσηξε. Τώρα δεν είχε κάποιον να τον βοηθήσει στην αποστολή του να επανενώσει τα δυο κορίτσια και να αποκαταστήσει την σχέση τους. Να μην σε νοιάζει! Του είχαν φωνάξει και οι δύο μαζί, όταν είχε προσπαθήσει να μάθει τον λόγο του τσακωμού τους και είχε αναγκαστεί να εξαφανιστεί από μπροστά τους, αλλιώς τώρα θα τόν κλαίγανε. «Τί τραβάω ο κακομοίρης!» λυπήθηκε τον εαυτό του, καθώς καταπονούσε τα μάτια του για να αποκρυπτογραφίσει τον απαράδεκτο γραφικό χαρακτήρα του φυσικού στον πίνακα.
  Το κουδούνι χτύπησε πάνω στην ώρα που η Alya ήταν έτοιμη να εκραγεί από τις ασκήσεις της φυσικής και την εχθρική ενέργεια της κολλητής της. Βγήκε φουριόζα από την τάξη σχεδόν γκρεμίζοντας την Marinette μες τη βιάση της και έτρεξε να κρυφτεί στις τουαλέτες. Είναι δυνατόν; Δεν είμαστε κολλητές; Γιατί θέλει να μου κρατά μυστικά; Σκέφτηκε πυρ και μανία με την φίλη της που από το πρωί της τα μάσαγε πάλι. Δεν μπορούσε καν να φανταστεί την Marinette να απορρίπτει την χθεσινή της πρόσκληση, ιδιαίτερα όταν είχε αναφερθεί το όνομα “Adrien”, απλά για να “διαβάσει” μαθηματικά. Ποιόν πας να κοροϊδέψεις με το αθώο προσωπάκι σου κοπελιά; Δεν γεννηθήκαμε κι εχθές! Πάτησε εκνευρισμένη την οθόνη του κινητού της για να μπει στο Ladyblog της.
  Είχε να ανανεώσει εδώ και μιάμιση βδομάδα και οι ακόλουθοί της είχαν αρχίσει να φρικάρουν. Λες κι εγώ φταίω που ο Hawkmoth είπε να εξαφανιστεί, ξεφύσηξε εκνευρισμέη, ενώ περίμενε να φορτώσει το προφίλ της. Μα μόλις άνοιξε την περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Η οθόνη γέμισε θαρρείς με παράσιτα και χιόνια και το κινητό άρχισε να βουίζει. Μαύρα γράμματα γέμισαν την όρασή της που είχαν ένα σκοτεινό μήνυμα να της μεταφέρουν.
  Ξέρουμε ποιά είσαι. Σταμάτα     
  αμέσως!
Από το φόβο της το κινητό γλίστρησε κι έπεσε στο πάτωμα με την οθόνη του να γίνεται θρύψαλα. Η κοπέλα ξεροκατάπιε και το σήκωσε με επιφυλακτικότητα λες και περίμενε να πεταχτεί κάποιο είδος τέρατος από ʼκει μέσα. Τώρα τί κάνουμε; ρώτησε το κενό μυαλό της μην μπορώντας να βγάλει άκρη.
 

Βρώμικοι δρόμοι και τσίχλες: Ζητώ συγγνώμη αν τα λόγια μου θίγουν κάποιους. Δεν έχω πάει ποτέ στο Παρίσι και δεν ξέρω πόσο καθαροί είναι. Ωστόσο να σας θυμήσω ότι αυτό είναι ένα φανφίξιον και δεν λαμβάνει χώρα απαραίτητα στο αληθινό Παρίσι, αλλά σε αυτό που έφτιαξα εγώ. Ευχαριστώ για την κατανόηση!

Οι ήρωες του Παρισιού (Βιβλίο πρώτο) Where stories live. Discover now