Κεφάλαιο 32 Θεραπεία

106 14 11
                                    

  Η Ladybug κουβάλησε τον Cat Noir μέχρι το κρεβάτι της αγκομαχώντας και τον άφησε να πέσει βαριά στα μαλακά παπλώματα. Τα ράμματά του είχαν ανοίξει πάλι με αποτέλεσμα άφθονο πορφυρό αίμα να ξεγλιστρά από τις φλέβες του στα λευκά σεντόνια. Η Marinette ξεμεταμορφώθηκε σχεδόν χωρίς να το προσέξει, καθώς όλες τις οι αισθήσεις είχαν αποκλειστικά συγκεντρωθεί στον συνεγράτη της. Τί θα κάνω τώρα; Γιατί Cat Noir; Γιατί; Ήταν ανάγκη να βγεις από το νοσοκομείο τόσο γρήγορα; Δεν μπορούσες να περιμένεις δυο-τρεις μέρες ακόμα;
Η κοπέλα δεν πρόλαβε να παραπονεθεί άλλο, καθώς την προσοχή της τράβηξε το miraculous του ήρωα που την ενημέρωνε ότι σε ένα λεπτό ο Cat Noir θα γινόταν κανονικός.
  «Αμάν! Και τώρα τί κάνουμε; Δεν πρέπει να αποκαλυφθούν οι ταυτότητές μας, γιατί μετά αν μας πιάσει o Hawkmoth θα μας αναγκάσει με τα βλαμμένα του akuma* να μαρτυρήσουμε την ταυτότητα του συνεργάτη μας. Επιπλέον αν γνωριζόμαστε στην πραγματική ζωή, αν και αμφιβάλλω γιατί θα αναγνώριζα αμέσως τον χαζόγατο, μπορεί να μην συμπαθιόμαστε και να επηρεαστεί η συνεργασία μας. Και τότε θα νικήσει ο Hawkmoth και θα πάρει τα miraculous και θα κάνει την ευχή και... Γκέιμ όβερ!». Ευτυχώς το παραλήρημα της Marinette διήρκησε λιγότερο από ένα λεπτό, αλλιώς ο Cat Noir θα είχε ξεμεταμορφωθεί μπροστά στα μάτια της. Βέβαια, όχι, ότι θα το παρατηρούσε με τον εγκέφαλό της υπερβολικά απασχολημένο με τις θεωρίες καταστροφής.
  «Ααααα! Θα μεταμορφωθεί!» τσίριξε η κοπέλα πετώντας απρόσεκτα ένα σεντόνι πάνω στον ήρωα κι αμέσως μια πρασινόμαυρη λάμψη σήμανε το τέλος της μεταμόρφωσης. Τώρα πρέπει να είναι ξανά ο κανονικός του εαυτός, σκέφτηκε η Marinette, αλλά το μάτι της έπεσε πάνω σε κάτι που την έκανε να αυτοχαστουκιστεί δυνατά. «Τί κάθεσαι και σκέφτεσαι! Ο Cat Noir είναι γεμάτος αίματα πάλι. Πρέπει να κάνω κάτι». Η κοπέλα γονάτισε δίπλα από τον συνεργάτη της και ανασήκωσε προσεχτικά στο σεντόνι για να εξετάσει την πληγή. Για καλή της τύχη, τα ράμματα δεν είχαν κοπεί, απλά είχε ανοίξει η πληγή και πυχτό αίμα ανάβλυζε.
  Επίδεσμοι, ψαλίδι, γατζάκια, αντισηπτικό, μάζευε τα πράγματα που θα χρειαζόταν η Marinette γυρίζοντας σα σβούρα παραζαλισμένη μέσα  στο μικρό δωμάτιο. Αφού πέταξε την αγκαλιά τον αντικειμένων που είχε συγκεντρώσει στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι της, έτρεξε στην τουαλέτα για να πλύνει καθαρά τα χέρια της, πριν ξεκινήσει την όλην επιχείρηση. Με χέρια καθαρά πλέον και τρεμάμενα καθάρισε την πληγή από τα αίματα με μια ελαφρώς βρεγμένη γάζα και απολύμανε την περιοχή με άλλη μία με αντισηπτικό. Παρά τις προσπάθειές της να το κάνει όσο πιο απαλά μπορούσε, άκουγε τον Cat Noir να βογγά κάθε φορά που η σκληρή γάζα ακουμπούσε το ευαίσθητο δέρμα.
  «Λίγο ακόμα!» ψιθύρισε δίνοντας θάρρος και στους δυο τους, καθώς άρχιζε να ξετυλίγει λίγη ακόμα γάζα για να καλύψει την πληγή. Προσεκτικά ξεσκέπασε λίγο ακόμα το σώμα του συνεργάτη της, τον ανασήκωσε απαλά για να περάσει κανά δυο φορές τη γάζα από κάτω του και τελικά να την ασφαλίσει κοντά στο στήθος με δυο γατζάκια. Βεβαιώνοντας ότι δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα κατέβασε πάλι την ματωμένη μπλούζα του ήρωα και τον σκέπασε με το σεντόνι.
   Τρομακτικά εξαντλημένη έπεσε στην καρέκλα του γραφείου της ανήμπορη να κουνηθεί άλλο και με της καρδιά της να χτυπά δυνατά στο στήθος της. Τέλος, δεν κάνω για νοσοκόμα! Θα μείνω στο "σχεδιάστρια μόδας" για την ώρα, σκέφτηκε παραζαλισμένη χαρίζοντας ένα αχνό χαμόγελο στο ταβάνι από πάνω της. Για την ώρα όλα ήταν καλά. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο απʼ το να περιμένει να ξυπνήσει ο Cat Noir και να μεταμορφωθεί, ώστε να τον στείλει πίσω στο νοσοκομείο. Τα χειρότερα πέρασαν! Και με αυτή την σκέψη η κούραση την κατέβαλε καο παραδόθηκε στον ύπνο χωρίς καν να το καταλάβει.
  Την ίδια στιγμή η Melody ετοιμαζόταν και η ίδια να πέσει για ύπνο μετά από μια μεταμεσονύκτια “μάχη” που είχε με τον αδερφό της, ο οποίος την είχε προκαλέσει σε έναν αγώνα με το αγαπημένο τους βιντεοπαιχνίδι: «Miraculous: Tales of Ladybug and Cat Noir». Μετά το απότομο ξύπνημά της δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί και όταν ο αδεφός της τής είχε χτυπήσει την πόρτα προτείνοντάς της το παιχνίδι, δεν μπόρεσε να αρνηθεί. Όπως ήταν αναμενόμενο παίζανε σερί για κανά μισάωρο, πότε με τον ένα να νικάει και πότε με την άλλη μέχρι που τελικά τους νίκησε και τους δύο η νύστα. Ευτυχώς που ο Felix πρότεινε να σταματήσουμε, αλλιώς θα είχα κοιμηθεί με το χειριστήριο στο χέρι και μετά άντε να του εξηγήσεις γιατί ήμουνα τόσο κουρασμένη. Μερικές φορές εύχομαι να μπορούσα να του πω ότι έχω διπλή ζωή! Και με αυτές τις σκέψεις βυθίστηκε σε λήθαργο χωρίς όνειρα, τόσο που το πρωί μάταια χτύπαγε το ξυπνητήρι. Ο ήχος δεν έφτασε ποτέ στο συνειδητό της.
  Το επόμενο πρωί, ο Felix ξύπνησε και αφού τεντώθηκε νυσταγμένα άνοιξε το παράθυρο. Το φως της μέρας, λαμπερό, διαπέρασε τα μισόκλειστα βλέφαρά του, κάνοντάς τον να μορφάσει από τον πόνο. «Άι στο καλό κι εσύ πρωινιάτικα!» τα έβαλε με τον ήλιο γυρνώντας γρήγορα την πλάτη του, για να προστατεύσει τα ευαίσθητα ακόμα στον ήλιο μάτια του. Χασμουρήθηκε δυνατά. Τεντώθηκε για να ξεπιαστούν οι μύες, αλλά ήταν ακόμα πολύ κοιμισμένο το σώμα του για κάτι τέτοιο κι έχασε την ισορροπία του. Έσκασε με δύναμη κάτω με τον λαμπρό ήλιο να τον κοροιδεύει από το ανοιχτό παράθυρο. «Θα σου 'λεγα καμμία τώρα, αλλά...» Η πρόταση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς το μυαλό του τον ειδοποίησε για κάτι περίεργο. Ο ήλιος ήταν πολύ ψηλά.
  «Melody;» μπήκε στο δωμάτιό της ουρλιάζοντας για να φάει μια κλωτσιά στα πλευρά που τον έστειλε να κυλιστεί στο πάτωμα. «Τί πρόβλημα έχεις;» βόγγηξε. «Εγώ ή εσύ; Τί μπαίνεις ουρλιάζοντας εδώ μέσα! Νόμιζα ότι ήσουν κάποιος που ήθελε να με απαγάγει και αμύνθηκα» δικαιολογήθηκε η αγουροξυπνημένη κοπέλα σταυρώνοντας τα χέρια. «Δεν πας στα καλά σου! Τέλος πάντων, έχουμε αργήσει για το σχολείο. Κοίτα τί ώρα είναι! Έχουμε χάσει τα τρία πρώτα μαθήματα!». Η Melody τελείως ξύπνια πια κοίταξε το κινητό της που όντως έλεγε 10:45. Όπου να 'ναι άρχιζε η τέταρτη ώρα. «Αμάν!» αναφώνησε στέλνοντας τον Felix στον διάδρομο και κλείνοντας την πόρτα για να ντυθεί.
  Σε πέντε λεπτά είχαν ντυθεί και έτρεχαν στο δρόμο σαν τρελοί να προλάβουν τουλάχιστον την τέταρτη ώρα. Ο Felix σκεφτόταν βαριεστημένος την μουρμούρα των δασκάλων και πόσο θα τους κόστιζε μετά το μάθημα, ενώ η Melody αγχωνόταν ότι όλο αυτό θα επηρέαζε τον βαθμό της στο τετράμηνο. Βυθισμένοι ο καθένας στις έγνοιες του μπήκαν στο προαύλιο κι από εκεί κατευθείαν στην τάξη, όπου τους περίμενε μια αμείλικτη Mandeleiv, έτοιμη για κήρυγμα.
  Στην ίδια κατάσταση βρισκόταν και η Marinette. Κι αυτή ξύπνησε αργά, αλλά αντίθετα με τα δυο αδέρφια δεν βιάστηκε να πάει σχολείο. Είχε κι έναν Cat Noir να φροντίσει. Κατέβηκε στο μαγαζί, όπου δούλευαν οι γονείς της για να βουτήξεις κάτι να φάει. «Δεν πήγες σχολείο;» απόρησε η Sabine, που δεν είχε ελέγξει, αν η κόρη της είχε φύγει. «Ναι, έχουμε ένα διαγώνισμα στα μαθηματικά αύριο και δεν έχω προλάβει να διαβάσω, οπότε είπα να μείνω σπίτι σήμερα» ξεφούρνισε την δικαιολογία που είχε προετοιμάσει από νωρίτερα η κοπέλα. Όταν ήξερε τί να πει, έλεγε πολύ πιστευτά ψέμματα.
  «Αααα! Εντάξει τότε. Πάρε κάτι να φας, γιατί το διάβασμα κουράζει» πείστηκε η μητέρα της που γνώριζε την ανικανότητα της κόρης της στα μαθηματικά. Η Marinette άρπαξε τέσσερα κρουασανάκια κι εξαφανίστηκε στο δωμάτιό της. Εκεί, σκεπασμένος ως το κεφάλι με το σεντόνι για να μην μάθει την ταυτότητά του, βρισκόταν ο Cat Noir που κοιμόταν ακόμα του καλού καιρού. Η Marinette σήκωσε προσεκτικά τα σκεπάσματα για να εξετάσει την πληγή. Οι χθεσινοί επίδεσμοι είχαν πάρει ένα σκούρο καφέ χρώμα λόγω του ξεραμένου αίματος και ήθελαν πάλι αλλαγή.
  Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ξεαγκίστρωσε το γατζάκι κι άρχισε να ξετυλίγει προσεκτικά την γάζα. Ο Cat Noir βόγγηξε στο άγγιγμά της κι άρχισε να κινείται σημάδι ότι είχε ξυπνήσει. «Μην βγάλεις το σεντόνι!» τσίριξε η κοπέλα αρπάζοντας την άκρη που είχε ανασηκώσει ο ήρωας και πιέζοντάς την κάτω με όλη της τη δύναμη. «Δεν... μπορώ να... ανασάνω...» ψιθύρισε ο Cat Noir και η Marinette τραβήχτηκε άτσαλα μακρυά. «Ουπς! Συγγνώμη!». Ο έφηβος ανασήκωσε ξανά την άκρη του σεντονιού λίγο για να μπαίνει φρέσκος αέρας.
  «Έχεις ξεμεταμορφωθεί, γιʼ αυτό σε σκέπασα. Η Ladybug σε άφησε αναίσθητο εδώ χθες κι εγώ έδεσα την πληγή. Πρέπει να αλλαχτούν τώρα οι επίδεσμοι, οπότε αν δεν θες να το κάνω εγώ, θα σου φέρω τα σύνεργα να το κάνεις μόνος σου και θα φύγω για λίγο», είπε με μια ανάσα φοβούμενη μην της σκάλωναν τα λόγια στην γλώσσα και δεν προλάβαινε να πει αυτό που ήθελε. Μέχρι να επεξεργαστεί την πληροφορία το ακόμα κοιμισμένο μυαλό του Cat Noir, ησυχία έπεσε στο δωμάτιο.
  «Εεεε... Ναι, θα φτιάξω τους επιδέσμους μόνος μου» απάντησε τελικά ο ήρωας και η κοπέλα τσακίστηκε στην κυριολεξία να φέρει τα σύνεργα. «Τα αφήνω στο κομοδίνο» τον ενημέρωσε και βγήκε από το δωμάτιο. Ο Adrien ξεκουκουλώθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα, την οποία και μετάνιωσε αμέσως, γιατί τον πόνεσε η πληγή. Έβγαλε την γάζα που κρεμόταν χαλαρά γύρω από τον ώμο του και την αντικατέστησε με καινούργια, αφού πρώτα καθάρισε το τραύμα από τα ξεραμένα αίματα με βάμμα. Στερέωσε καλά τους επιδέσμους και μεταμορφώθηκε.
  Πήγε προσεκτικά ως την πόρτα για να μην ανοίξει η πληγή του και χτύπησε ελαφρά, δίνοντας το σύνθημα στην κοπέλα να μπει πάλι μέσα. Η Marinette δεν έχασε καιρό και χώθηκε βιαστικά στο δωμάτιο. «Λοιπόν, ευχαριστώ που με φρόντισες, Mari. Τώρα θα φύγω. Η Ladybug θα με πνίξει αν δεν πάω κατευθείαν στο νοσοκομείο» χαμογέλασε χαζά με την εικόνα της Λαίδης του και η έφηβη με το ζόρι κράτησε να μην της ξεφύγει ένα γελάκι. «Εντάξει. Τα λέμε Cat Noir και να προσέχεις. Αλλιώς δεν θα σε κυνηγάει μόνο η Ladybug» τον φοβέρισε η Marinette κερδίζοντας ένα πλατύ χαμόγελο από τον συνεργάτη της.
  «Τα λέμε» της είπε για τελευταία φορά πριν βγει από το παράθυρο και χαθεί στον ορίζοντα. Χμ... Μιας κι έχω όλη τη μέρα για "διάβασμα" μπορώ να περάσω από το νοσοκομείο να πω ένα γεια σε έναν αλήτη γάτο, σκέφτηκε η κοπέλα με τα μάτια της να λάμπουν με πονηριά. Έδωσε στον ήρωα προβάδισμα δέκα λεπτών για να βεβαιωθεί ότι δεν θα έφτανε πρώτη από εκείνον και ξεκίνησε με το γιο-γιο της να σκίζει τον αέρα. Σε δέκα λεπτά ήταν στην σκεπή του νοσοκομείου και όπως ήταν φυσικό ένα σεβαστό πλήθος είχε μαζευτεί στην αυλή του κτηρίου για να την χαζέψει. Η κοπέλα τους χαιρέτησε ευγενικά, νιώθοντας λίγο άβολα με την τόση προσοχή και βιάστηκε να χωθεί στο νοσοκομείο από ένα ανοιχτό παράθυρο.
  «Με συγχωρείτε, μήπως ξέρετε πού βρίσκεται το δωμάτιο του Cat Noir;» ρώτησε μια νοσοκόμα που περνούσε δίπλα της κι εκείνη της υπέδειξε την πόρτα 21. «Ευχαριστώ» πέταξε βιαστικά, ενώ απομακρυνόταν ήδη. Στην πόρτα, δυστυχώς γιʼ αυτήν, υπήρχαν πάλι φύλακες. «Επ, κοπελιά, δεν περνάς» την σταμάτησαν. «Η Ladybug είμαι. Θέλω να δω τον Cat Noir» απαίτησε κοιτάζοντας πότε τον ένα και πότε τον άλλο. «Αυτό δεν μπορείς να το αποδείξεις. Κανένας δεν ξέρει την ταυτότητα της Ladybug και δεν υπάρχει τρόπος να πειστώ ότι είσαι όντως η αληθινή και όχι καμμιά τρελαμένη φαν ή ακόμα χειρότερα ο Hawkmoth μεταμφιεσμένος». Η Ladybug πρόλαβε τελευταία στιγμή να σταματήσει το χέρι της που αυθόρμητα πήγε να χτυπήσει το μέτωπό της σε μια ένδειξη απαυδισμού.
  Χωρίς κουβέντα έκανε μεταβολή, μπήκε στο πρώτο κενό δωμάτιο που βρήκε και βγήκε από το παράθυρο. Υπολόγισε ποιό έπρεπε να ήταν το παράθυρο του Cat Noir και πήδηξε μέσα. Ο ήρωας τινάχτηκε από τον γδούπο, αλλά αμέσως η έκφρασή του άλλαξε σε απόλυτη αγαλλίαση σαν την είδε. «Ήρθες να δεις πώς είμαι, Λαίδη μου;» ρώτησε με ένα φωτεινό χαμόγελο ως τʼ αυτιά. Τα μάγουλα της Ladybug ζεστάθηκαν ξαφνικά χωρίς λόγο, μα τα λόγια της βγήκαν κοφτερά σα μαχαίρια. «Όχι, ήρθα για να σου τα ψάλλω ένα χεράκι για τα χθεσινά σου καμώματα. Ακούς εκεί! Να φύγεις από το νοσοκομείο με μια πληγή όμοια με την παλάμη μου και να χοροπηδάς από στέγη σε στέγη...».
  Το χαμόγελο του ήρωα έσβησε αμέσως, αλλά δεν είπε τίποτα. Δεν τον έπαιρνε να εκνευρίσει κι άλλο την συνεργάτη του κι έτσι υπέμεινε στωικά το κήρυγμά της που κράτησε μισή ώρα με το ρολόι, ενώ το θέμα περιφερόταν συνεχώς γύρω από την απερισκεψία του. Γύρισε στο πλάι για να την βλέπει καλύτερα και η πληγή του τον πόνεσε κάνοντάς τον να μορφάσει. Η κοπέλα το πρόσεξε και σταμάτησε να αγορεύει για να ελέγξει το τραύμα. Οι επίδεσμοι, που άτσαλα είχε τοποθετήσει ο Cat Noir το πρωί, είχαν αλλαχτεί και οι καινούργοι ήταν δεμένοι σφιχτά και με προσοχή. Αίμα δεν τους είχε κηλιδώσει πράγμα που σήμαινε ότι η πληγή δεν είχε ανοίξει.
  Ανόητε! Σκέφτηκε γεμάτη ανησυχία η Ladybug, χαιδεύοντας προσεκτικά το πονεμένο σημείο με τα ακροδάχτυλά της, χωρίς να έχει αντιληφθεί ακριβώς τί έκανε. Ξαφνικά ένιωσε ένα μυρμήγκιασμα στην παλάμη της και μια επιθυμία να την τρίψει. Την έτριψε μαλακά πάνω στους επιδέσμους κι ένα κόκκινο και λευκό φως ξεπήδησε σαν αυτό της μεταμόρφωσης. Οι δύο ήρωες απέμειναν να το χαζεύουν, καθώς αυτό γλίστρησε από την παλάμη της στην πληγή. Ο Cat Noir ένιωσε ένα ελαφρύ γαργαλητό και συγκρατήθηκε με δυσκολία να μην ξύσει το χτύπημα.
  Το φως συνέχισε να λάμπει για κάνα δεκάλεπτο και με κάθε δευτερόλεπτο η κοπέλα ένιωθε όλο και πιο αδύναμη. Σαν εξαφανίστηκε η Ladybug έπεσε στο έδαφος, καθώς ήταν πολύ βαριά για να την σηκώσουν τα πόδια της. «Όλα καλά, Ladybug;» ρώτησε ανήσυχος ο ήρωας και η κοπέλα έγνεψε καταφατικά, καθώς σηκωνόταν. Στάθηκε στηρίζοντας το ένα της χέρι στο κρεβάτι για να διατηρήσει την ισορροπία της. Δεν ήξερε τί συνέβαινε. Το κεφάλι της γύριζε και μια κούραση ξαφνικά την είχε καταλάβει.
  «Λαίδη μου, φαίνεσαι λίγο χλωμή. Πήγαινε να ξεκουραστείς. Εγώ θα είμαι μια χαρά και δεν θα το κουνήσω ρούπι» υποσχέθηκε ο Cat Noir χαμογελώντας χαζά, αλλά χωρίς να καταφέρει να κρύψει την ανησυχία του. «Ναι, μάλλον το παράκανα» παραδέχτηκε η ηρωίδα και πήγε προσεκτικά ως το παράθυρο. «Τα λέμε!» χαιρέτησε και χάθηκε. Γύρισε στο σπίτι με δυσκολία, ενώ το miraculous είχε ήδη αρχίσει να μετρά αντίστροφα λες και είχε χρησιμοποιήσει την δύναμή της. Μπήκε στο δωμάτιό της κι άφησε την μεταμόρφωση να ξεθωριάσει.
  Πάνω στο γραφείο ήταν αφημένα τα τέσσερα κρουασανάκια που είχε ξεχάσει να προσφέρει στον Cat Noir. Σα λιμασμένη έχωσε το ένα ολόκληρο στο στόμα και το κατάπιε σχεδόν αμάσητο. Έχωσε και το άλλο, αλλά από τη βιασύνη της στραβοκατάπιε. Έβηξε με δύναμη φτύνοντας μέρος του φαγητού. Γιʼ αυτό ποτέ δεν τρώμε τόσο γρήγορα, μάλωσε τον εαυτό της και δάγκωσε μια μπουκιά από το επόμενο κρουασανάκι. Αφού τελςίωσε με το πρωινό της ξάπλωσε στο κρεβάτι και προτού το καταλάβει, αποκοιμήθηκε.

*Η λέξη akuma φαίνεται να προέρχεται από την ιαπωνική λέξη “悪魔” (άκουμα) σημαίνει δαίμονας, διάολος, κακό πνεύμα.
Άντε ακόμα και γιαπωνέζικα σας μαθαίνω!
 
 

Οι ήρωες του Παρισιού (Βιβλίο πρώτο) Where stories live. Discover now