Κεφάλαιο 35 Μπελάδες

107 11 8
                                    

    Μία ακόμα μέρα πέρασε χωρίς επεισόδια και akuma. Ο Adrien είχε γυρίσει από το προ προηγούμενο απόγευμα σπίτι του, αλλά μέχρι στιγμής ο πατέρας του δεν τον είχε καλέσει. Από τη μια δεν το ήθελε κιόλας, γιατί θα τον πίεζε να παραδώσει το miraculous, αλλά από την άλλη ήθελε να έρθει, όπως όλοι οι πατεράδες, που ανησυχούν για τους γιους τους. Αλλά ο δικός του ούτε φωνή ούτε ακρόαση, του έκανε σιωπηλό πόλεμο.
  «Θα τρελαθώ, Plagg! Γιατί δεν έρχεται; Ακόμα και για να μου φωνάξει, αλλά τουλάχιστον έτσι θα καταλάβω ότι ανησυχεί», παραπονέθηκε ο Adrien στο kwami, που γνώριζε ότι δεν μπορούσε να ήταν και πολύ μακριά. Και τώρα, θα έχανε ακόμα και τον Plagg, όταν θα επέστρεφε το miraculous του. Τίποτα δεν πήγαινε όπως το ήθελε, απολύτως τίποτα. Λες και είχε γεννηθεί στον αστερισμό της κακοτυχίας, όλη η γρουσουζιά του κόσμου τον είχε πάρει στο κατόπι.
  Δεν μπόρεσε να κάτσει άλλο να παραπονεθεί ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, γιατί δυστυχώς γιʼ αυτόν, οι ήρωες δεν εξαιρούνταν από εκείνο το βασανιστήριο που λεγόταν σχολείο. Τουλάχιστον σήμερα ήταν Παρασκευή και μετά από τα πρωινά μαθήματα, θα είχε ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο για να ξεκουραστεί, να οργανώσει τις σκέψεις και να μαζέψει τα κομμάτια του. Γιατί η ζωή πρέπει να είναι τόσο πολύπλοκη! Αναρωτήθηκε καθώς ντυνόταν, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ότι ακριβώς αυτή η πολυπλοκότητα έκανε τη ζωή τόσο δελεαστική, ώστε ακόμα και αυτοί που είχαν πατήσει τα εκατό, ακόμα αποζητούσαν να ζήσουν λίγο ακόμα. Εξάλλου, αν όλα πήγαιναν κατʼ ευχήν, δεν θα είχε πλάκα.
  Έφαγε το πρωινό του μόνος, για άλλη μια φορά, στο μακρύ δωδεκαθέσιο τραπέζι με την σιωπηλή Natalie πάνω από το κεφάλι του να μετράει τις μπουκιές του. Χωρίς καθυστέρηση, βιάστηκε να χωθεί στη λιμουζίνα για να φτάσει στο σχολείο μια ώρα αρχύτερα. Χρειαζόταν κατεπειγόντως να μιλήσει με το Nino. Μόνο ο κολλητός του μπορούσε να του φτιάξει το κέφι στο δευτερόλεπτο και εκτός αυτού, ήθελε να ξεχάσει λίγο τα καθήκοντα του ήρωα και του γιου του Gabriel Agreste, ασχολούμενος για λίγο μόνο με τον αληθινό Adrien.
  Αλλά δεν ήταν μόνο ο Adrien, όλοι οι ήρωες είχαν ανάγκη λίγο χρόνο για τον εαυτό τους, μιας και τα προβλήματα της καθημερινής ζωής τους παίδευαν διπλά. Οι ηρωικές πράξεις υπό τη σκιά της μάσκας δεν κρατούσαν μακριά τα εφηβικά θέματα και τις δυσκολίες της ζωής. Γιατί δοκιμάζονταν τόσο, κανείς τους δεν ήξερε, αλλά και τα παράπονα δεν έκαναν καμμία διαφορά.
  Ο Adrien κοίταξε έξω από το παράθυρό του, για να δει μιαν αλαφιασμένη Marinette να τρέχει από την αντίθετη κατεύθυνση σα να την κυνηγούσε ο ίδιος ο διάολος. Τί έπαθε πάλι; χαμογέλασε με τα καμώματα τις κοπέλας το αγόρι, το πρώτο του αληθινό χαμόγελο μέσα στις τελευταίες 48 ώρες. Δεν ήταν δύσκολο να μαντέψει τί είχε συμβεί. Οποιοσδήποτε γνώριζε την αφηρημένη έφηβη θα έφτανε στο ολόσωστο συμπέρασμα ότι είχε πάλι ξεχάσει κάτι σπίτι της κι έτρεχε να το πάρει με το φόβο του κουδουνιού πάνω από το κεφάλι της. Ξαφνικά, η φιγούρα της Ladybug έλαμψε στο μυαλό του δίχως λόγο, φέρνοντάς του πονοκέφαλο. Η λιμουζίνα σταμάτησε κι ο νέος άνοιξε την πόρτα. «Καλή μέρα, φίλε!» τον χαιρέτησε ο Nino, σα βγήκε από την λιμουζίνα, δέκα λεπτά πριν κρουσθεί το δυσοίωνο σήμαντρο. «Καλή μέρα. Πώς περάσατε εχθές;» αντιγύρισε αυτός.
  Την προηγούμενη ο Nino, η Alya και η Marinette είχαν βγει για βόλτα. Είχαν καλέσει και τον ίδιο, αλλά δεν είχε καθόλου όρεξη να βγει κι έτσι είχε χρησιμοποιήσει το μάθημα του πιάνου ως δικαιολογία για να αρνηθεί. «Τέλεια! Ήμουν μόνος με την Alya, οπότε το γυρίσαμε σε ραντεβού. Η Mari δεν μπορούσε να έρθει ή κάτι τέτοιο, αλλά η Alya δεν μου είπε περισσότερα. Μόνο ότι δεν την είχε ακούσει καλά», απάντησε ο Nino, κάνοντας τον Adrien να συνοφρυωθεί. Τί μπορεί να είχε σκοτίσει τόσο την κοπέλα, ώστε να αρνηθεί στην καλύτερή της φίλη.
  «Καλή μέρα, Adrien!» ακούστηκε η γνωστή, εκνευριστική φωνή της Chloe, η οποία είχε ξεπεράσει την κατάθλιψη των τελευταίων ημερών και ήταν ξανά ο παλιός καλός ψηλομύτικος εαυτός της. «Καλή μέρα»,  ανταπόδωσε ο  Adrien με την κοπέλα ήδη να κρέμεται από τον λαιμό του, προσπαθώντας να του χαρίσει ένα φιλί. «Θα χτυπήσει το κουδούνι, πάμε μέσα» βρήκε μια πρόχειρη δικαιολογία για να ξεκολλήσει τα χέρια της, που είχαν τυλιχτεί γύρω του. Ο Nino, πιάνοντας το νόημα, βιάστηκε να μπει ανάμεσα στον φίλο του και τη μανιακή ξανθομάλλα, ενώ παράλληλα τραβούσε τον Adrien προς την τάξη.
  Πραγματικά, σε λιγότερο από δύο λεπτά το κουδούνι σήμανε την έναρξη των βασανιστηρίων στέλνοντας αγουροξυπνημένα παιδιά με σκυφτές πλάτες στις αίθουσες της εξοντωτικής γνώσης. Οι μαθητές και οι μαθήτριες μαζεύτηκαν στην τάξη και η κ. Bustier έκλεισε πίσω της την πόρτα. Ο Adrien έριξε μια κλεφτή ματιά στο πίσω θρανίο, για να έρθει αντιμέτωπος με την άδεια θέση της Marinette, που ακόμα δεν είχε έρθει. Μια αλλόκοτη κακοκεφιά τον έπιασε. Αν αργήσει λίγο ακόμα, θα πάρει απουσία, σκέφτηκε, ζωγραφίζοντας άσκοπα το χαρτί του βιβλίου του.
  «Σου αρέσουν οι λαμπρίτσες ή πρόκειται για την Ladybug;», τον πείραξε ο φίλος του υποδεικνύοντας την ζωγραφιά. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο έφηβος συνειδητοποίησε ότι είχε φτιάξει μια πασχαλίτσα, χωρίς  να το προσέξει. «Τί... Τί λες βρε Nino;» το γύρισε σε αστείο σε μια προσπάθεια να παραπλανήσει τον φίλο του, η οποία στέφθηκε με επιτυχία. Δυστυχώς για αυτόν, η Alya δεν ήταν τόσο αδαής όσο το αγόρι της κι έχοντας στήσει αυτί από την αρχή της συζήτησης, συνοφρυώθηκε στη θέση της κολλητής της.
  Πάνω στην ώρα, η Marinette μπούκαρε στην αίθουσα σχεδόν μπερδεύοντας τα πόδια της. «Δεσποινίς Dupain-Cheng, δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η ιστορία. Σε παρακαλώ να είσαι στην ώρα σου για μάθημα από Δευτέρα, αλλιώς θα καλέσω τους γονείς σου», απείλησε η αγανακτισμένη καθηγήτρια, που τόσο καιρό είχε επεδείξει γαϊδουρινή υπομονή με την μαθήτριάς της, αλλά ακόμα κι αυτή είχε φτάσει στα όριά της. «Ναι, κυρία» έγνεψε ατιμασμένη η Marinette και βιάστηκε να αποσυρθεί στη θέση της. Με την άκρη του ματιού της είδε την Chloe, που ήταν έτοιμη να πετάξει την κακία της, αλλά τελευταία στιγμή την κράτησε. Η κοπέλα παραξενεύτηκε για, ίσως, χιλιοστή φορά με την συμπεριφορά της ασπόνδου εχθρού της.
  «Φτηνά τη γλίτωσες! Η Bustier δεν αστειεύεται. Πρόσεχε με τις αργοπορίες σου» της ψιθύρισε η διπλανή της και η κοπέλα έγνεψε καταφατικά, χαμένη ήδη στον κόσμο της. Είχε πολλά στο κεφάλι της, για να αγχώνεται και για τις προειδοποιήσεις της καθηγήτριας. Εδώ τα miraculous είχαν ραγίσει και δεν μπορούσε να δει την Tikki, ενώ ο Hawkmoth έκανε πάρτι με δύο akuma τη φορά κι αυτή θα έδινε σημασία στην αργοπορία της; Αυτό ήταν πλέον το μόνο φυσιολογικό πράγμα που της συνέβαινε τελευταία και σχεδόν χαιρόταν κάθε φορά που γινόταν. Ήταν το μόνο σταθερό σημείο σε έναν κόσμο που στροβιλιζόταν γύρω της με ιλιγγιώδη ταχύτητα, η σανίδα σωτηρίας της και ίσως ένας τρόπος για να επαναστατήσει απέναντι στις ευθύνες της.
  Η μέρα πέρασε χωρίς απρόοπτα και επιτέλους το σωτήριο κουδούνι του σχολάσματος χτύπησε για να αναγγείλει το χαρμόσυνο νέο αρχής του Σαββατοκύριακου. Τα παιδιά, που με το ζόρι κρατιόνταν να μην πηδήξουν έξω από τα παράθυρα την τελευταία ώρα, χύμηξαν σα θηρία ανήμερα κατευθείαν προς την ελευθερία με σάκες μισόκλειστες από τη βιασύνη. Σύντομα πλησίαζε η εποχή των διαγωνισμάτων και αυτό ίσως να ήταν το τελευταίο Σαββατοκύριακο χωρίς έγνοιες. Σκόπευαν να το αξιοποιήσουν στο μέγιστο και να γλεντήσουν, πριν αρχίσουν τα κλάματα για τις ύλες των μαθημάτων και τις επαναληπτικές ασκήσεις, που πάντα τους φαίνονταν ολοκαίνουργες, λες και δεν τις είχαν ξανακάνει ποτέ ξανά στη ζωή τους. Είτε αυτό, είτε απλά δεν είχαν δώσει σημασία πάνω από ένα λεπτό στο μάθημα!
  Η Melody άφησε το αφηνιασμένο πλήθος, όμοιο με πανικόβλητο κοπάδι, να την προσπεράσει και σαν ηρέμησαν τα πράγματα, κίνησε κι αυτή με τη σειρά της να ξεκουμπιστεί από την τάξη. Ο αδερφός της, ως γνωστό τομάρι που ήταν, την είχε κάνει ήδη από τους πρώτους, δίνοντας το καλό παράδειγμα και οδηγώντας το ανθρώπινο μπουλούκι έξω από τις πύλες του σχολείου. Η κοπέλα δεν είχε καν προσπαθήσει να τον σταματήσει. Είχε από καιρό ανακαλύψει ότι ήταν ανώφελο και εξαιρετικά επικίνδυνο να μπεις ανάμεσα σε ένα θηρίο και το μεσημεριανό του. Γνέφοντας απηυδησμένη στον εαυτό της, βγήκε από το προαύλιο με τα πόδια της να την οδηγούν υπάκουα προς το σπίτι.
  Δεν είχε προλάβει να κάνει ούτε τη μισή διαδρομή, όταν παρατήρησε τον κόσμο που περνούσε από δίπλα της κάπως αλαφιασμένο και ανήσυχο. Κάποιοι ήταν καρφωμένοι στα κινητά τους, κάποιοι συζητούσαν μεταξύ τους ρίχνοντας φοβισμένες ματιές εδώ κι εκεί, ενώ άλλοι βιάζονταν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Με όλο αυτό το σούσουρο η κοπέλα δεν δυσκολεύτηκε διόλου να καταλάβει ότι μάλλον κάποια εκπληξούλα είχε μαγειρέψει ο Hawkmoth για άλλη μια φορά. Πραγματικά, άμα τον πιάσω στα χέρια μου! ορκίστηκε νοερά, ενώ έτρεχε να βρει κάποιο ασφαλές σημείο για να μεταμορφωθεί μακρυά από τα αδιάκριτα βλέμματα. 
  Δεν άργησε να εντοπίσει μια μικρή εσοχή ανάμεσα σε δύο σπίτια αρκετά μεγάλη για να περάσει στο πλάι σαν το καβούρι. Χώθηκε γρήγορα μέσα και αφού προχώρησε μερικά βήματα, ίσα-ίσα για να μην φαίνεται πολύ, μεταμορφώθηκε στον άλλο της εαυτό. «Tikka, βάλε τις βούλες!» πρόσταξε κι αμέσως η μαύρη στολή με τις κόκκινες βούλες έκανε την εμφάνισή της μέσα από ένα μαυρό-ροζ συννέφου. Το πρόσωπό της κρύφτηκε πίσω από την γνωστή πια μάσκα, ενώ το γιο-γιο, αιώνιος σύμμαχός της, τυλίχτηκε προστατευτικά γύρω από την λεπτή της μέση. Και τώρα πάμε για το akuma!
  Ο Felix, εν τω μεταξύ, είχε μόλις φτάσει στην πόρτα του σπιτιού του, όταν πρόσεξε μια γυναικεία φιγούρα να περνά με χάρη πάνω από τις στέγες, σχεδόν σα να μην είχε βάρος. Προβληματισμένος, αποφάσισε να αποχωριστεί για λίγο ακόμα το μαλακό του κρεβάτι και το βιντεοπαιχνίδι που τον περίμενε υπομονετικά πάνω στο κομοδίνο του και να λύσει πρώτα το μυστήριο της γυναίκας. «Plaggi, νύχια έξω!» είπε κι αμέσως το πρασινόασπρο φως τον τύλιξε για να φέρει στην ζωή τον Cat Blanc. Βιαστικά τράβηξε την ράβδο από τον γοφό του, όπου κρεμόταν και την προέκτεινε για να τον ανεβάσει στις στέγες.
  Ο νέος σάρωσε με το βλέμμα του την περιοχή, εντοπίζοντας την γυναικεία φιγούρα αρκετά μπροστά του, μια σκούρα, μικρή μορφή, όμοια με μπιζέλι. Για να δούμε! Άρχισε να την ακολουθεί, καλώντας ταυτόχρονα την συνεργάτη του, η οποία απάντησε σχεδόν αμέσως με τον γλυκήτατο τρόπο της. «ΠΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΓΗ ΕΙΣΑΙ;» ούρλιαξε και όλες οι τρίχες του Cat Blanc σηκώθηκαν όρθιες. «Μην φωνάζεις!» ανταπάντησε ήρεμα κι αμέσως απομάκρυνε την ράβδο του από το αυτί του σε περίπτωση που η Buglady τσίριζε πάλι.
  «Τί εννοείς πού είμαι; Εκεί που θα έπρεπε να είσαι κι εσύ. Τα έχω βάλει με έναν Ακουματοποιημένο. Εσύ τί δικαιολογία... Άουτς!... έχεις;». Ο ήρωας σχεδόν άκουσε τον γδούπο που έκανε η κοπέλα καθώς έπεφτε, μάλλον εξαιτίας του akuma. «Ακολουθώ την νέα Κτήτορα» είπε με αυτοπεποίθηση, παρ' όλο που δεν ήταν διόλου σίγουρος, αν η μορφή μπροστά του ήταν όντως η νέα Κτήτορας ή απλά η Ladybug. Προς μεγάλη του ανακούφιση, η Buglady απάντησε πιο ήρεμα αυτή τη φορά.
  «Ναι, αλλά... Δεν έχουμε χρόνο... Αγκ! Καλά! Ακολούθα την, αλλά αν τη χάσεις αλίμονό σου!» τον φοβέρισε, προτού τερματίσει την κλήση. «Τουλάχιστον είμαι ακόμα ζωντανός, αλλά δεν πρέπει να χάσω αυτήν την κυρία εκεί μπροστά. Αλλιώς ποιός με σώζει από την Buglady» μονολόγησε με τα μάτια του καρφωμένα στη μορφή μπροστά του, φοβούμενος μην εξαφανιστεί ξαφνικά. Δεν είχε καμμία όρεξη να τα βάλει με τη συνεργάτη του, ειδικά μετά από μια εξοντωτική μάχη με κάποιο akuma που θα της είχε κάνει τα νεύρα κρόσσια.
  Πλέον είχε πλησιάσει αρκετά την ντυμένη στα μπλε γυναίκα και συνέχιζε να προχωρά με μεγαλύτερη προσοχή. Η άγνωστη έστριψε σε μια γωνία κι αυτός βιάστηκε να την ακολουθήσει. Στρίβοντας τη γωνία οι γατίσιες του αισθήσεις χτύπησαν συναγερμό και περισσότερο από ένστικτο, παρά από ξεκάθαρη σκέψη ύψωσε τα χέρια του στο πρόσωπό του σταματώντας τελευταία στιγμή ένα πλατύ αντικείμενο που είχε ραντεβού με το κεφάλι του. Άνοιξε τα μάτια του, τα οποία είχαν κλείσει αντανακλαστικά, για να αντικρύσει την ίδια άγνωστη γυναίκα που υποτίθεται ότι θα ακολουθούσε στα κρυφά.
  Είχε μείνει στήλη άλατος, όχι τόσο από το ξάφνιασμα, αλλά από το φόβο. Τα παγερά μάτια της γυναίκας έμοιαζαν ανελέητα και γεμάτα μίσος, ένα μίσος που ολόκληρη η γη δεν ήταν αρκετή για να το χωρέσει. Ένα μίσος για κάθετι ζωντανό, κάθε τι χαρούμενο. Ο Cat Blanc έστεκε εκεί, μην τολμώντας να κουνήσει ούτε μυ από τον τρόμο που τον είχε καταλάβει. Αυτή η γυναίκα ήταν εκατό φορές δυνατότερή του, το ήξερε! «Λοιπόν, σε τί οφείλω την τιμή αυτής της ευχάριστης έκπληξης;» ακούστηκε η φωνή της La Peon και οι τρίχες της κεφαλής του νέου σηκώθηκαν. Η φωνή της είχε κάτι το οικείο, αλλά λίγο λόγω του φόβου, λίγο λόγω του ξορκιού λήθης, ο ήρωας δεν μπορούσε να προσδιορίσει πού την είχε ξανακούσει.

Οι ήρωες του Παρισιού (Βιβλίο πρώτο) Where stories live. Discover now