Κεφάλαιο 4 Απαγωγή

230 25 10
                                    

  Ο Hawkmoth τον πλησίασε και ο Adrien τραβήχτηκε πίσω σχεδόν πέφτοντας από το κρεβάτι. Άφησε το κρεβάτι και οπισθοχώρησε μέχρι που η πλάτη του ακούμπησε στην βιβλιοθήκη. Μετακινήθηκε απότομα στο πλάι, καθώς ο κακός πηδούσε καταπάνω του νιώθοντας τα ακροδάχτυλα του Hawkmoth να γρατσουνούν τον αριστερό του ώμο, αλλά δεν κατάφεραν να τον γραπώσουν. Έτρεξε μακρυά κάνοντας τον γύρο του κρεβατιού και πλησίασε την πόρτα. Κατέβασε το πόμολο, όταν ένιωσε ένα χέρι να τον αρπάζει από τη μέση και να τον τραβά με υπεράνθρωπη δύναμη.
  «Βο...», προσπάθησε να φωνάξει, αλλά μια παλάμη έκλεισε το στόμα του πνίγοντας την κραυγή. Πατέραααα! παρακάλεσε νοερά τον πατέρα του να εμφανιστεί και να τον σώσει από τον τρομακτικό κακό. Κανείς όμως δεν ήρθε. Έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνος του, όπως πάντα. Κλώτησε με δύναμη το πόδι του Hawkmoth κάνοντάς τον να τρεκλίσει, αλλά μάταια. Ο κακός τον έριξε στο έδαφος και παρά την αντίσταση του Adrien, κατάφερε να του δέσει τα χέρια. Του έκλεισε το στόμα και σα τσουβάλι τον πέταξε στον ώμο του. Ο νεαρός είχε φρικάρει τελείως. Κουνιόταν όσο μπορούσε προσπαθώντας να ξεφύγει, αλλά δεν μπορούσε να ξεγλιστρήσει από την γερή λαβή του άνδρα. Ο Hawkmoth βγήκε άνετα από το παράθυρο, σα να μην είχε το βάρος του εφήβου στους ώμους του.
  Ο Adrien έμεινε τελείως ακίνητος από εκεί και πέρα μη θέλοντας να χάσει ο Hawkmoth την ισορροπία του, καθώς πηδούσε από στέγη σε στέγη και να βρεθούν κοι οι δύο στο οδόστρωμα. Ο κακός προσγειώθηκε στην άσφαλτο και άφησε κάτω τον Adrien. Έδεσε ένα μαντήλι γύρω από τα μάτια του και τον ξαναφορτώθηκε στους ώμους του συνεχίζοντας να ταξιδεύει στις στέγες. Όταν επιτέλους σταμάτησε, ο Adrien κατάλαβε ότι πρέπει να είχαν φτάσει στο κρυσφήγετό του. Άκουσε τον ήχο, που έκαναν οι πόρτες του ασανσέρ, καθώς άνοιγαν και ένιωσε τον κακό να τον αφήνει απότομα στο εσωτερικό του. Ανέβηκαν μαζί στο ρετιρέ, εκεί όπου οι άνθρωποι φαίνονται ζωύφια στα πόδια σου. Η διαδρομή φάνηκε στον Adrien ότι κράτησε για ώρες.
  Οι πόρτες ακούστηκαν να ανοίγουν και ο Adrien ένιωσε ένα χέρι να τον αρπάζει από την μπλούζα και να τον αναγκάζει να σταθεί στα πόδια του. Ο νέος παραπάτησε, μόλις το χέρι άρχισε να τον τραβά προς τα μπροστά. Περπάτησε παραπατώντας έχοντας για οδηγό μόνο το χέρι που ούτε καν εμπιστευόταν. Ο Hawkmoth τον έβαλε να κάτσει σε μια γωνιά και έδεσε μεταξύ τους τα πόδια του, ενώ τράβηξε το πανί που τύφλωνε τον Adrien και αυτός αντίκρυσε το εσωτερικό του κρησφύγετου.
Ήταν ένα μεγάλο στρογγυλό δωμάτιο με ένα τεράστιο στρογγυλό παράθυρο, που έβλεπε προς τον πύργο του Άιφελ. Τα κάγκελα του παραθύρου σχημάτιζαν μια σιδερένια πεταλούδα, ενώ το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι.
  Οι τελευταίες ακτίνες του ηλίου χάνονταν στο βάθος του ορίζοντα, όπως και οι ελπίδες του Adrien να ξεφύγει. Πλέον μόνο ένα θαύμα μπορούσε να τον σώσει. Θα έμενε αιχμάλωτος του Hawkmoth, μέχρι η Ladybug και ο Cat Noir να καταφέρουν να νικήσουν τον κακό και να βρουν και τον ίδιο. Αν φυσικά δεν είμαι νεκρός μέχρι τότε, σκέφτηκε. Δεν ήξερε, βέβαια, ότι ούτε η Ladybug ούτε ο Cat Noir ήταν σε θέση να τον βοηθήσουν πια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ότι ο ένας ήταν αυτός και η άλλη, ας πούμε ότι απλά δεν ήξερε ποιά ήταν.
  Η Marinette κοιμόταν ανήσυχη στο κρεβάτι της στριφογυρίζοντας διαρκώς λόγω του παράξενου ονείρου που έβλεπε. Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα, που κυλούσαν νοτίζοντας το πρόσωπό της. Τα μαλλιά  είχαν κολλήσει στο δέρμα της από τον ιδρώτα και τα σεντόνια είχαν τυλιχτεί γύρω της σφιχτά. Σπασμωδικές κινήσεις έκανε όλο της το σώμα. «Γιατί Marinette; Γιατί δεν θυμάσαι; Έχασες την Tikki και δεν ξοδεύεις ούτε μια σκέψη για αυτήν», είπε η Ladybug κοιτώντας θλιμμένα το κορίτσι μπροστά της. Η Marinette δεν ήξερε τί να πει. Δεν καταλάβαινε για ποιό πράγμα την κατηγορούσε η ηρωίδα. «Τί είναι αυτά που λες; Ποιά είναι η Tikki;» απόρησε, αλλά η Ladybug δεν της απάντησε. Παρέμενε σιωπηλή και την κοίταζε, σα να την κατηγορούσε.
  Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Cat Noir με βλέμμα θολό και τρομαγμένο. Είχε μια μεγάλη μελανιά στο δεξί του μάγουλο και αίμα έτρεχε από τον αριστερό του καρπό. «Βοήθεια Marinette. Σε χρειαζ...». Δεν πρόλαβε, να τελειώσει την φράση του ο ήρωας και ένα χέρι τον τράβηξε πίσω. Από τα σκοτάδια, που κατάπιαν τον Cat Noir, αναδύθηκε ο Hawkmoth με ένα δαιμόνιο χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Δώσε μου το miraculous».
  H Marinette ξύπνησε από τον ήχο του ξυπνητηριού της. Σταμάτησε το μικροσκοπικό ρολόι, που χτυπούσε ακατάπαυστα και χασμουρήθηκε. Η καρδιά της χτύπαγε άστατα, ακόμα αναστατωμένη από το όνειρο. Δεν ήξερε τί μπορεί να σήμαινε, αλλά ένα ήταν σίγουρο. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά και ήταν αποφασισμένη να το ανακαλύψει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έτρεξε προς την ντουλάπα. Τράβηξε ένα λεμονί φόρεμα με λουλούδια διαφόρων χρωμάτων στο τελείωμα και το φόρεσε. Έβαλε τις πράσινες μπαλαρίνες της και κρέμασε την σάκα στον ώμο. Βγήκε από το δωμάτιο και κατέβηκε στην τραπεζαρία. «Καλή μέρα, μαμά. Καλή μέρα, μπαμπά» χαιρέτησε τους γονείς της καθώς έπαιρνε ένα κουλούρι κι έφυγε.
  Έφτασε στο σχολείο νωρίς για πρώτη φορά μετά από τόσους μήνες. Η Alya βρισκόταν ήδη εκεί. Δημοσίευε κάτι στο Ladyblog, ένα μπλογκ που η ίδια είχε δημιουργήσει και αφορούσε αποκλειστικά την ηρωίδα του Παρισιού. Η Alya είχε αφιερώσει ψυχή και σώμα στην αναζήτηση της ταυτότητας της Ladybug πλησιάζοντας πολλές φορές τρομακτικά κοντά στην αλήθεια, αλλά κάθε φορά παραπλανούνταν.
  «Καλή μέρα, Alya!», χαιρέτησε η Marinette και η φίλη της πετάχτηκε. Την κοίταξε, σα να έβλεπε φάντασμα. «Marinette γκρεμίστηκε κανένας φούρνος; Πώς κι από δω τόσο νωρίς;», απόρησε. «Εε... κι εγώ μια φορά στο τόσο μπορώ να είμαι συνεπής», χαμογέλασε. Η Alya την κοίταξε και μετά καρφωσε το βλέμμα στο κινητό της. Πώς θα της το πω; Δεν ήθελε να χαλάσει την διάθεση της φίλης της, αλλά δεν μπορούσε να το κρατάει άλλο. «Marinette, πρέπει να σου πω κάτι», ξεκίνησε και το σοβαρό της ύφος προξένησε ένα σφίξιμο στο στομάχι της Marinette.
  «Χθες βράδυ μου έστειλε ένα μήνυμα ο Nino και έγραψε ότι o Adrien σταμάτησε το σχολείο», τελείωσε. Η Marinette ένιωσε το χαμόγελό της να γλιστρά από το πρόσωπό της και την διάθεσή της να πέφτει κατακόρυφα. «Τί;» κατάφερε να ψελλίσει νιώθωντας τον κόσμο να γυρίζει. Τί είχε συμβεί πάλι και το αγόρι των ονείρων της δεν μπορούσε να έρθει στο σχολείο. Σίγουρα δεν έφταγε εκείνο το βιβλίο που του είχε κλέψει· το είχε επιστρέψει για αυτόν ακριβώς τον λόγο.
  Την ίδια στιγμή, λίγο μακρύτερα η Melody και ο Felix αντίκρυζαν από μακρυά το νέο τους σχολείο. Είχαν μόλις μετακομίσει από την άλλη άκρη του Παρισιού, λόγω της εργασίας της μητέρας τους. Τους είχε εξηγήσει βιαστικά πώς να πάνε στο σχολείο χθες βράδυ και σήμερα το πρωί δεν είχε καν ενοχληθεί να ξυπνήσει για να τους αποχαιρετήσει. Βέβαια, ήταν συνηθισμένοι σε αυτή την κατάσταση. Ποτέ της δεν ήταν στοργική. Ψυχρή ήταν η λέξη που την χαρακτήριζε τέλεια.
  Κόντευαν να φτάσουν στο σχολείο, όταν είδαν έναν γηραιό Γιαπωνέζο κύριο να έχει πέσει στο πεζοδρόμιο και να βογγά. Τα δυο αδέρφια χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξαν προς τον κύριο για να τον βοηθήσουν. Φορούσε ένα χαβανέζικο κόκκινο πουκάμισο με λευκά λουλούδια. Είχε ένα μικρό μυτερό γενάκι στο πηγούνι του και μια φαλάκρα στο πάνω μέρος του κεφαλιού, περιτριγυρισμένη από πυκνά γκρίζα μαλλιά στο πλάι.
  «Είσαστε καλά;» ρώτησε ανήσυχη η Melody. Ο κύριος τους κοίταξε σα να τους εξέταζε για ένα δευτερόλεπτο, πριν απαντήσει. «Νομίζω ότι έσπασα το πόδι μου. Δεν μπορώ να σηκωθώ», είπε προσπαθώντας με δυσκολία να αντέξει τον πόνο. «Μην ανησυχείτε. Αφήστε το πάνω μας», είπε ο Felix με σιγουριά. Ενώνοντας τις δυνάμεις τους οι δυο τους κατάφεραν να σηκώσουν τον κύριο. Δημιούργησαν ένα κάθισμα πιάνοντας τα χέρια τους και τον έβαλαν να κάτσει. Με δυσκολία άντεξαν το βάρος και άρχισαν να περπατάνε κατευθυνόμενοι προς ένα παγκάκι. Ο γηραιός γιαπωνέζος κάθισε στο παγκάκι, όσο η Melody καλούσε ένα ταξί. «Θα σας πάρει ένα ταξί και θα σας οδηγήσει μέχρι το νοσοκομείο», είπε μόλις έκλεισε το τηλέφωνο η κοπέλα.
  «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ και τους δύο. Δεν ξέρω πώς να σας το ξεπληρώσω», είπε ο Γιαπωνέζος με ένα πλατύ χαμόγελο. Κανένας από τους δύο εφήβους δεν σκέφτηκε ότι δεν μπορεί κάποιος να χαμογελάσει τόσο πλατιά με σπασμένο πόδι. «Θα θέλατε να μείνουμε μέχρι να έρθει το ταξί;», ρώτησε η Melody, έτοιμη να θυσιάσει την πρώτη της ώρα στο καινούργιο σχολείο. «Ω, φυσικά και όχι. Θα είμαι μια χαρά. Πηγαίνετε», βιάστηκε να απαντήσει ο κύριος και τα παιδιά τον αποχαιρέτησαν.
  Βέβαια, ποτέ δεν πρόσεξαν ότι, όση ώρα τον κουβαλούσαν, ο Γιαπωνέζος πεταξε μες τις τσάντες τους από ένα εξαγωνικό μαύρο κουτάκι με κόκκινα σχέδια. Τους είδε να απομακρύνονται και όταν πια χάθηκαν, ο Master Fu σηκώθηκε από το παγκάκι. «Τί λες για αυτούς, Wayzz;» ρώτησε το μικρό kwami. «Νομίζω ότι θα γίνουν τέλειοι ήρωες του Παρισιού». Ο Γιαπωνέζος κοίταξε προς την κατεύθυνση, όπου είχαν εξαφανιστεί τα δυο αδέρφια. Είχε τις αμφιβολίες του για την επιλογή του. Μήπως είχε βιαστεί;
  «Με παραξενεύει το γεγονός ότι είναι αδέρφια όμως. Κάθε Κτήτορας του miraculous της Δημιουργίας, υποτίθεται ότι είναι αδελφή-ψυχή με τον Κτήτορα αυτού της Καταστροφής, αλλά αυτοί οι δύο είναι αδέρφια. Δεν ξέρω τί θα συμβεί», κούνησε το κεφάλι του μπερδεμένος. «Είμαι σίγουρος ότι όλα θα πάνε καλά. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος με τα miraculous. Αλλά πάντα βρίσκουν τον τρόπο τους να τα βάζουν όλα στη θέση τους», χαμογέλασε ο Wayzz.
  «Ίσως να έχεις δίκιο. Μάλλον το σκέφτομαι πάρα πολύ. Θα εμπιστευτώ τα miraculous και την επιλογή της καρδιάς μου», είπε ο Master Fu, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να καταπολεμίσει μια μικρή αμφιβολία. «Πάμε σπίτι, Wayzz», είπε τελικά καθώς σταματούσε μπροστά τους ένα ταξί. Το kwami χώθηκε στην μικρή καφετιά τσάντα του Κτήτορά του και ο Γιαπωνέζος χώθηκε μες το αμάξι.
  Ο Felix και η Melody εφτασαν στο σχολείο ολοφάνερα αργοπορημένοι.     Το προαύλιο ήταν άδειο και μέσα από τις τάξεις ακούγονταν οι πνιχτές φωνές των καθηγητών και καθηγητριών, που παρέδιδαν το μάθημά τους. Διέσχισαν την εσωτερική αυλή του σχολείου και κατευθύνθηκαν προς την τάξη της Γ' γυμνασίου. Βρήκαν την πόρτα που ανέγραφε Γ2 και χτύπησαν ελαφρά. Μόλις η φωνή της καθηγήτριας από μέσα τους έδωσε την άδεια, μπήκαν μέσα. Δεκαπέντε ζευγάρια μάτια καρφώθηκαν πάνω τους μαζί με της δασκάλας. Για κακή τους τύχη η καθηγήτρια Madeleiv δεν ανεχόταν αργοπορίες στο μάθημα της ακόμα κι αν ήταν η πρώτη μέρα των θυμάτων... εεεε... μαθητών της.
  Τους κοίταξε με αποστροφή, δείχνοντας παράλληλα το ρολόι στον καρπό της. «Αν είμαι σωστή, το μάθημα ξεκίνησε πριν από δεκαπέντε λεπτά. Εσείς οι δύο πού γυρνάγατε;». Τα παιδιά ξεροκατάπιαν. «Βασικά εμείς... ένας κύριος είχε πρόβλημα και...», προσπάθησε να εξηγήσει η Melody, αλλά η καθηγήτρια της έριξε ένα βλέμμα, που την έκανε να καταπιεί την γλώσσα της. Σφίχτηκε πάνω στον Felix, που ενοχλημένος την έσπρωξε στην άκρη. Για όνομα του Θεού βρίσκονταν μπροστά σε ολόκληρη την τάξη, δεν μπορούσε να κάνει λες και ήταν σπίτι.
  «Αυτή τη φορά θα αγνοήσω την αργοπορία σας, αλλά θέλω να σας πω δυο κουβέντες μετά το μάθημα», είπε η Mandeleiv κάνοντας όλη την τάξη να ανατριχιάσει. Όλοι είχαν λίγο-πολύ την εμπειρία ενός διαλόγου με την καθηγήτρια της Χημείας και ήξεραν τί περίμενε τα δύο αδέρφια. Η Marinette κοίταξε με συμπάθεια τους δυο εφήβους, που είχαν κάνει πολύ κακή αρχή. Ο Felix, όπως συστήθηκε, είχε σκούρα μπλε μαλλιά στην ίδια απόχρωση με τα δικά της και βαθιά μπλε μάτια. Τα χείλη του ήταν λεπτά και τα μάγουλά του είχαν κοκκινίσει από την ντροπή. Φορούσε μια μαύρη δερμάτινη ζακέτα και τζιν ξεθωριασμένο παντελόνι. Το ύφος του κάθε άλλο παρά φιλικό ήταν. Με τα χέρια βαθιά μέσα στις τσέπες του παντελονιού του έδειχνε σα να ήταν έτοιμος να βαρέσει κόσμο.
  Η Melody, από την άλλη, είχε ξανθά μακρυά μαλλιά μέχρι την μέση και καταπράσινα μάτια. Θύμισαν έντονα στην Marinette τον Adrien και τότε συνειδητοποίησε ότι η Melody έμοιαζε τρομακτικά σε αυτόν. Είχε κόκκινα δροσάτα χείλη και ένα αξιολάτρευτο χαμόγελο στο πρόσωπό της. Φορούσε ένα πράσινο φόρεμα μέχρι το γόνατο και μπαλαρίνες στο χρώμα του ήλιου.
  Τα δυο αδέρφια κάθισαν στο θρανίο πίσω από την Marinette και την Alya στο τρίτο θρανίο της πρώτης σειράς από τα δεξιά, κοντά στην πόρτα. Η Melody κοίταξε παραξενεμένη την μπροστινή της. Είχε μπλε μαλλιά και είχε παρατηρήσει ότι τα μάτια της ήταν κι αυτά μπλε. Δεν μπόρεσε να μην προσέξει το πόσο έμοιαζε στον Felix. Έριξε μια πλάγια ματιά στο αγόρι δίπλα της και πραγματικά σχεδόν τρόμαξε με την ομοιότητα. Ούτε αδερφός της να ήταν, σκέφτηκε.
  Η Marinette κοίταξε την άδεια θέση του Adrien, καθώς αναρωτιόταν για πολλοστή φορά τί να είχε συμβεί και σταμάτησε το σχολείο. Ανησυχούσε πολύ για αυτόν λες και κάτι κακό του είχε συμβεί. Κούνησε το κεφάλι της διώχνοντας αυτές τις σκέψεις. Δεν έπρεπε να σκέφτεται ο νους της μονάχα το κακό. Για να απασχολήσει τον εαυτό της αφοσιώθηκε στο μάθημα της Mandeleiv, που εκείνη τη στιγμή έβγαζε λόγο για το πόσο προσοχή θέλει το εργαστήριο.

Το έχετε προσέξει ότι κάθε φορά που o Hawkmoth μπαίνει στο ασανσέρ για να πάει στο κρησφύγετό του κατεβαίνει μέσα στη γη, ενώ όταν βρίσκεται στο κρυσφήγετό του βλέπει όλο το Παρίσι από ψηλά; Πώς γίνεται αυτό; 😂

Οι ήρωες του Παρισιού (Βιβλίο πρώτο) Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα