Κεφάλαιο 67

644 121 8
                                    


Η Νατάσσα πέρασε την είσοδο της Ήλιδας αργά τη νύχτα. Με το ζόρι κρατιόταν πάνω στο άλογο.Έφτασε στο σπίτι του Κρέοντα. Την είσοδο τη φυλούσαν δύο από τους μισθοφόρους του. Κατέβηκε από το άλογο και έκλεισε τα μάτια της παρακαλώντας τους αγαπημένους της γονείς και τον Έκτορα να της δώσουν τη δύναμη που χρειαζόταν. Πλησίασε τους άνδρες της εισόδου"Θέλω να δω το Κρέοντα. Είμαι η πριγκίπισσα Αναστασία."

Εκείνοι δεν κουνήθηκαν. Ο ένας μόνο γύρισε και της είπε: "Δεν είναι μέσα"

"Ωραία θα τον περιμένω μέσα" είπε εκείνη και προχώρησε αλλά οι φύλακες σταύρωσαν τα σπαθιά τους μπροστά της .

"Που είναι οι τρόποι σας, προτείνετε τα σπαθιά σας στην πριγκίπισσα;" τους φώναξε εκείνη αγριεμένη.

"Εμένα δε μου φαίνεσαι για πριγκίπισσα" είπε αυτός που της είχε μιλήσει και πριν.

Η Νατάσσα κατάλαβε οτι δε θα υπήρχε άλλος τρόπος για να μπει παρά μόνο η βία. Με τις κινήσεις που ο Έκτορας της είχε μάθει έπιασε τα χέρια του ενός και με γρήγορη κίνηση κάρφωσε το ξίφος που κρατούσε στο χέρι του άλλου, που από τον πόνο άφησε το δικό του σπαθί να πέσει . Μετά κάνοντας μια στροφή κρατώντας πάντα τα χέρια του ξαφνιασμένου άνδρα τράβηξε το σπαθί από τα χέρια του και ακούμπησε την άκρη του στο λαιμό του .

"Τα λεφτά που παίρνεις αξίζουν όσο η ζωή σου; Αν με ακολουθήσετε θα σας σκοτώσω και τους δύο και αν μείνετε εδώ θα σας σκοτώσει το αφεντικό σας ,διαλέξτε." Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν και μετά φύγανε τρέχοντας.

Η Νατάσσα προχώρησε μέσα στο σπίτι. Στην αυλή ήταν άλλοι τρεις φύλακες.Το γεγονός οτι την έβλεπαν σαν μια απλή γυναίκα, της έδινε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Έτσι κατόρθωσε να τους εξουδετερώσει γρήγορα, αφήνοντας τους αναίσθητους.

Μπήκε τρέχοντας μέσα στο σπίτι και έπιασε την πρώτη υπηρέτρια που βρήκε. Της έβαλε το ξίφος στο λαιμό για της δείξει το δωμάτιο του αφεντικού της. Εκείνη της το έδειξε τρέμοντας και η Νατάσσα την πήρε μέσα μαζί της. Βρήκε το σεντούκι και αφού έσπασε με το ξίφος την κλειδαριά άρχισε να ψάχνει τα πράγματα που είχε μέσα. Βρήκε τα βιβλία. Αφού τα ακούμπησε στο τραπέζι έδεσε το στόμα της υπηρέτριας με τη μια κορδέλα που κρατούσε τις κουρτίνες ενώ με την άλλη της έδεσε τα χέρια και τα πόδια. Πήρε τα βιβλία και κατέβηκε τις σκάλες προσεκτικά.

Είχε περάσει την πρώτη πόρτα όταν αισθάνθηκε μια παγωμένη λεπίδα να ακουμπάει το λαιμό της.

ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΝΕΜΕΣΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα