Κεφάλαιο 59

642 126 3
                                    


Οδηγός  στην άμαξα ήταν ένας νεαρός που χαμογελούσε σε κάθε ευκαιρία. Η Νατάσσα τον συμπάθησε αμέσως.

Ο Δημήτρης πήγαινε στην αρχή της φάλαγγας όμως η Νατάσσα τον έπιανε κάθε τόσο να γυρίζει και να την ψάχνει με το βλέμμα του, παριστάνοντας οτι ελέγχει αν ήταν όλα καλά στο πίσω μέρος της πομπής.

Όσο  περνούσε η ώρα το πανί που είχε βάλειη Νατάσσα στο πρόσωπο της την ενοχλούσε αλλά δεν ήθελε να το βγάλει για να μη φαίνονται τα χαρακτηριστικά της. Ο οδηγός της άμαξας δίπλα της, της έλεγε ιστορίες που είχε ακούσει για τους ληστές της περιοχής. Της μίλησε γιαπροηγούμενες  αποστολές που τα φορτία τους χάθηκαν και οι άνθρωποι που τα συνόδευαν εξαφανίστηκαν και δεν ξαναακούστηκε ποτέ τίποτα για εκείνους.

"Λένε οτι η συνοδεία αυτων των φορτίων, είναι οτι πιο επικίνδυνο υπάρχει από δουλειά αυτή την εποχή  και για αυτό το λόγο πληρώνουν πολύ καλά.

Να σου πω την αλήθεια δεν θα το έκανα αλλά είμαι ο μόνος που φέρνει λεφτά στο σπίτι μου. Τα αδέρφια μου, έχω τέσσερα αδέρφια ,τρία κορίτσια και ένα αγόρι , είναι ακόμη μικρά και η μητέρα μου δεν μπορεί να βοηθήσει και πολύ στα οικονομικά παρόλο που προσπαθεί να κάνει οτι δουλειά βρει."

Κρατώντας στα χέρια του τα ηνία της άμαξας συνέχισε το μονόλογό του: "Ακούστηκε οτι κάποιος μεγάλος άρχοντας είναι πίσω από αυτήν την ιστορία. Ο παλιός βασιλιάς, όχι ο Ωρίωνας αλλά ο πατέρας του τωρινού βασιλιά, ήταν πολύ καλός. Ο κόσμος τον αγαπούσε αλλά τον παγιδεύσανε και στρέψανε τον κόσμο εναντίον του.

Εκείνος ήθελε να πάει μπροστά τον τόπο μας και να μορφώσει αγόρια και κορίτσια. Ηθελε τα χρήματα του εμπορίου να τα χρησιμοποιεί για να ζει καλύτερα ο κόσμος αλλά δεν τον άφησαν να το κάνει. Εκείνο το διάστημα που ήταν ο Νηρέας βασιλιάς, είχα πάει σχολείο και έμαθα να διαβάζω και να γράφω. Μόλις όμως στέφθηκε ο Ωρίωνας βασιλιάς, τα περισσότερα σχολεία έκλεισαν, βλέπεις οι κακές εξουσίες δεν θέλουν τον κόσμο μορφωμένο έτσι ώστε να μπορούν να τον κουμαντάρουν καλύτερα. Τώρα ο καινούριος βασιλιάς δεν έχει τα χρήματα για να κάνει αυτά που ήθελε ο πατέρας του. Τα τρώνε οι επιτήδειοι ." Ο νεαρός συνέχισε να μιλάει αλλά η Νατάσσα σκεφτόταν αυτά που είχε ακούσει.

Ο ήλιος έφτανε στην άκρη του ορίζοντα και το τοπίο γύρω είχε βαφτεί με τα χρώματα της δύσης, όταν ο Δημήτρης φώναξε δυνατά οτι θα σταματούσαν για το βράδυ. Η Νατάσσα πήδηξε από την άμαξα μόλις αυτή σταμάτησε.

ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΝΕΜΕΣΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα