Κεφάλαιο 1

2.6K 206 20
                                    


Το πρώτο φως της αυγής έβαψε τα σύννεφα. Μια σκούρη σιλουέτα φάνηκε ανάμεσα στα βράχια. Μερικοί από την παρέα των ψαράδων που βρισκόταν στην ακροθαλασσιά μετά από το ξενύχτι του ψαρέματος της προηγούμενης βραδιάς, κοίταξαν με περιέργεια, αν και οι περισσότεροι απ'αυτούς λαγοκοιμόταν, ακουμπισμένοι στα γεμάτα με ψάρια καφάσια. Ποιός ήταν στα βράχια τέτοια ώρα;

"Είναι ο ερημίτης", απάντησε ο πιο μεγάλος από τους ψαράδες. 'Δεν κατεβαίνει συχνά εδώ. Συνήθως τριγυρνάει πάνω στα βουνά. Έχει εκεί μια καλύβα. Δε μιλάει ποτέ σε κανένα, παρά μόνο στον εαυτό του".

Ο ηλικιωμένος άντρας γύρισε και κοίταξε προς το μέρος της παρέας των αντρών που διαχώριζαν τα ψάρια στα καφάσια.

"Αλεξία", φώναξε "πάρε αυτά τα ψάρια και πήγαινέ τα στον άνθρωπο. Ποιός ξέρει τι βαριά ιστορία σέρνει μαζί του που δεν τον αφήνει να ησυχάσει".

Η Αλεξία πετάχτηκε αμέσως όρθια. Ντυμένη αντρικά και με τα μαλλιά της μαζεμένα μέσα στο ψάθινο καπέλο, ήταν ίδια αγόρι και κανένας δεν την ξεχώριζε από τους άλλους άνδρες ψαράδες.

Όποτε μπορούσε πήγαινε μαζί με τον παππού της στο ψάρεμα, για να τον βοηθήσει. Άρπαξε με τα γυμνασμένα, από τη δουλειά χέρια της το ταψί και πηρε το δρόμο για τα βράχια.

Όταν πλησίασε άκουσε ένα βραχνό μουρμουρητό σαν τραγούδι. Ο ερημίτης ψιθύριζε κάποιο σκοπό που δεν είχε ξανακούσει. Η Αλεξία προσπάθησε να κάνει θόρυβο χτυπώντας δυνατά τα πόδια της στα βράχια, για να τον ειδοποιήσει οτι πλησίαζε, αλλά εκείνος δεν έδειχνε να την ακούει και συνέχιζε το μουρμουρητό. Τώρα είχε πλησιάσει αρκετά για να τον βλέπει καθαρά. Τα μαλλιά του ήταν λευκά και μακριά, όπως και τα γένεια του. Τα ρούχα του θύμιζαν στολή, αλλά ήταν σκισμένα. Πρέπει να τα φορούσε πάρα πολύ καιρό, γιατί τα χρώματα είχαν χαθεί αφήνοντας στη θέση τους ένα ξεβαμμένο γκρι καφέ χρώμα, αποτέλεσμα της πολύχρονης έκθεσης των σκούρων ρούχων στον ήλιο. Ο άντρας ήταν καθισμένος σε ένα βράχο. Τα μάτια του κοίταζαν ίσια μέσα στην θάλασσα. Μάτια που φαίνονταν θλιμμένα, με το χρόνο να χει σκάψει αυλάκια γύρω τους και που κοίταζαν σα να έβλεπαν πράγματα που κανένας αλλος δεν μπορούσε να δει.

Στα χέρια του κρατούσε αγριολούλουδα και τα χάιδευε σα να κρατούσε κάτι με ψυχή, μουρμουρίζοντας τους ένα  άγνωστο τραγούδι. Η Αλεξία έγειρε προς το μέρος του για να του μιλήσει, αλλά μια ξαφνική ριπή του αέρα πήρε το καπέλο που κρατούσε τα μαλλιά της και αυτά ξεχύθηκαν σα μαύρος χείμαρρος στους ώμους της. Ήταν η ίδια στιγμή που ο ερημίτης αντιλήφθηκε την παρουσία της και γύρισε προς το μέρος της. Μόλις την είδε αντρικά ντυμένη, αλλά γυναίκα, με τα μακριά μαλλιά της να χορεύουν γύρω της στο ρυθμό του αέρα, τα μάτια του μεγάλωσαν από την έκπληξη και τα λουλούδια του έφυγαν από τα χέρια και σκορπίστηκαν στα βράχια. Σηκώθηκε απότομα όρθιος. Τόσο απότομα που η Αλεξία πισωπάτησε τρομαγμένη και λίγο έλειψε να της φύγει το ταψί από τα χέρια. Μόλις εκείνη συνήλθε από το ξάφνιασμα, στερέωσε αργά το ταψί στο βράχο και του είπε ευγενικά:

"Ο παππούς μου σας στέλνει λίγα ψάρια από τη βραδινή ψαριά" ενώ ταυτόχρονα τα χέρια της πάλευαν να μαζέψουν τα μαλλιά της μέσα στο καπέλο."Είναι γούρι για τον παππού μου να δίνει λίγα ψάρια σ'αυτόν που βλέπει πρώτο μετά από μια πετυχημένη ψαριά". του χαμογέλασε.

Ο ερημίτης συνέχιζε να στέκεται ακίνητος, έμοιαζε με άγαλμα . Ο ήλιος είχε σκαρφαλώσει πια ψηλότερα και έτσι το φως ήταν αρκετό για να δει καθαρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου αυτού του παράξενου άντρα, την ίσια μύτη και τα μακριά καθαρά μαλλιά και γένεια. Παρότι ήταν ένας ερημίτης που ζούσε σε δύσκολες συνθήκες, ήταν καθαρός και από κοντά απέπνεε έναν αέρα ευγενούς ανθρώπου. Στα μάτια, που πριν λίγο φαινόταν άψυχα, τώρα διέκρινε μια σπίθα ζωής και κάτι σαν τρυφερότητα.

"Πώς σας λένε"ρώτησε την Αλεξία με βραχνή φωνή. Η φωνή του είχε κάτι το ξενικό. Η προφορά του δεν ήταν η σωστή και η στολή που φορούσε ήταν άγνωστη. Θα πρέπει να είχε έρθει από πολύ μακριά.

"Αλεξία", του απάντησε εκείνη .

"Αλεξία, θέλεις να ακούσεις μια ιστορία σαν παραμύθι, αν φυσικά έχεις χρόνο;" Η Αλεξία σκέφτηκε ότι ήθελε να γυρίσει στο σπίτι για να ξεκουραστεί, να κάνει μπάνιο και να βγάλει τα βρώμικα ρούχα από πάνω της, αλλά ο άνθρωπος αυτός της είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον. Θα ήθελε να ακούσει τι ιστορία είχε να της πει.

"Σε βλέπω ότι διστάζεις, αλλά έχω μια ιστορία που θα ήθελα να την μοιραστώ με κάποιον πριν πεθάνω και εσένα σε έστειλε η θάλασσα, που χρόνια τώρα της μιλάω και την παρακαλάω, αλλά δεν με άκουγε.» Η φωνή του χαμήλωσε σα να μιλούσε στον εαυτό του «Της μοιάζεις τόσο πολύ» .

Η Αλεξία τον κοίταξε με απορία. Έμοιαζε με ποιαν; Δεν καταλάβαινε τι ήθελε να της πει . Εκείνος που κατάλαβε την επιφυλακτικότητά της, έκανε ένα μορφασμό, που μάλλον ήταν απόπειρα χαμόγελου. Έσκυψε και μάζεψε από κάτω τα σκορπισμένα αγριολούλουδα που του είχαν φύγει από τα χέρια προηγουμένως, όταν σηκώθηκε ξαφνιασμένος. Κάθισε στο βράχο και μετά γύρισε το βλέμμα του πάλι στη θάλασσα. Την κοίταξε για λίγη ώρα λες και προσπαθούσε να διαβάσει κάτι γραμμένο μέσα της. Σα να ταξίδευε κάπου μακριά το μυαλό του, βυθίστηκε πάλι στον δικό του κόσμο και ξεκίνησε να διηγείται.

Η Αλεξία κάθισε στο πλησιέστερο βράχο και κοίταξε τον ερημιτη. Η φωνή του τώρα ακουγόταν πιο βαθιά και σταθερή. Η Αλεξία κατάλαβε ότι τώρα μιλούσε η ψυχή του...

" Έχει χυθεί τόση πολλή άμμος στην κλεψύδρα του χρόνου από τότε. Μια ολόκληρη ζωή..." αρχισε τη διήγησή του εκείνος.


ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΝΕΜΕΣΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα