Κεφάλαιο 51

682 127 0
                                    

Η επόμενη ημέρα ξημέρωσε ζεστή και ο ήλιος έλαμπε και πάλι. Η Νατάσσα σηκώθηκε γρήγορα και ντύθηκε και αντί να πάει στην τραπεζαρία κατευθύνθηκε στον πίσω κήπο που την είχε βρει ο Δημήτρης. Ήταν ακόμη νωρίς και όλοι οι υπόλοιποι σίγουρα θα κοιμόταν ακόμη και έτσι θα μπορούσε να κάνει άνετα την προπόνηση της μέχρι να σερβιριστεί το πρωινό.

Ο Δημήτρης τη νύχτα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί καλά και τώρα είχε ήδη ξημερώσει. Ξαπλωμένος σκεφτόταν αυτά που του είπε ο Νικόλαος για τους φόβους του σχετικά με το σχέδιο της Νατάσσας . Δεν μπορούσε να πει οτι δεν καταλάβαινε γιατί. Ο ίδιος γνωρίζοντας τη Νατάσσα όλο αυτό το διάστημα, ήξερε οτι ποτέ δε σκεφτόταν τον εαυτό της αν έπρεπε να κάνει αυτό που θεωρούσε καθήκον της.

Ο Νικόλαος του ζήτησε να μείνει μαζί τους και μετά το χορό, γιατί πίστευε οτι ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να ελέγξει και να προστατεύσει τη Νατάσσα.

Άκουσε μια πόρτα να ανοίγει στο διάδρομο και επειδή ήξερε οτι η Νατάσσα πήγαινε νωρίς το πρωί για να κάνει προπόνηση στον κήπο, κατάλαβε οτι θα ήταν αυτή.

Η Νατάσσα κατάλαβε την παρουσία του Δημήτρη τη στιγμή που εκείνος βγήκε από την πόρτα της κουζίνας.

Ο Δημήτρης είδε τα μάτια της τη στιγμή που τον είδε να φωτίζονται από ευχαρίστηση που προσπάθησε να την κρύψει αμέσως. Είχε καταλάβει πια οτι δεν ήθελε να τον αφήσει να την πλησιάσει, ώσπου να ναι σίγουρη οτι δε θα υπάρχουν εκκρεμότητες στη ζωή της. Την πλησίασε .

"Θέλεις βοήθεια στην προπόνηση;" τη ρώτησε

"Αν δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις." απάντησε και σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της.

Το χέρι του έπιασε ένα από τα δύο ξύλινα σπαθιά που είχε μείνει ακουμπισμένο στην πόρτα της κουζίνας, ενώ το άλλο ηταν ήδη στο χέρι της. Για αρκετή ώρα εκείνη του έκανε επιθέσεις, χωρίς να μπορεί να τον πλησιάσει. Με οποιοδήποτε άλλο αντρα εκτός από τον Έκτορα, ο αγώνας θα είχε ήδη τελειώσει αλλά και ο Δημήτρης ήταν από τους καλύτερους ξιφομάχους που είχε συναντήσει και δεν μπορούσε να τον νικήσει.

Κάποια στιγμή ο Δημήτρης έδιωξε από κοντά του το ξύλινο ξίφος της και την έπιασε με την πλάτη της κολλημένη στο στήθος του. Πέταξε τα δύο ξίφη κάτω και την έσφιξε στην αγκαλιά του ακουμπώντας το μάγουλό του στο δικό της.

"Γιατί με σπρώχνεις συνέχεια  μακριά σου; Αφού το ξέρω οτι και σένα σου αρέσει να είσαι κοντά μου. Το καταλαβαίνω από την ανάσα σου που κόβεται κάθε φορά που σε αγκαλιάζω και από τα μάτια σου που αστράφτουν από ευχαρίστηση όταν με κοιτάς και νομίζεις οτι δε σε βλέπω" της είπε.

ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΝΕΜΕΣΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα