Κεφάλαιο 36

725 130 11
                                    


Η Νατάσσα αισθάνθηκε έπιασε το χέρι που της είχε απλώσει ο Λέο για να κατεβεί από την άμαξα. Του έριξε μια κλεφτή ματιά.  Αν και ήταν αρραβωνιαστικός της, δεν θα πρέπει να γνωρίζονταν πολύ καιρό, γιατί το σώμα της αισθανόταν άβολα κοντά του. Η επαφή μαζί του, δεν της ξυπνούσε κανένα συναίσθημα, της προκαλούσε μόνο αμηχανία.

Κοίταξε τα σκαλιά του παλατιού, που είχαν γεμίσει από ανθρώπους, που τους παρακολουθούσαν με περιέργεια. Ανάμεσα τους ξεχώριζε ο βασιλιάς που της χαμογελούσε με ένα περίεργο χαμόγελο. Πίσω της κατέβηκε και η Μαίρη, που μόλις είδε ποιοι τους περίμεναν έκανε βαθιά υπόκλιση και προσπάθησε να συγκρατήσει τα μικρά, που ήταν έτοιμα να αρχίσουν την εξερεύνηση.

Ο Λέο οδήγησε τη Νατάσσα κοντά στον βασιλιά και κείνη χαμήλωσε το κεφάλι μπροστά του. Ο βασιλιάς στράφηκε στη Νατάσσα και τη χαιρέτησε εγκάρδια."Περίμενα πολύ καιρό να σε γνωρίσω, γιατί έχω ακούσει τόσα πολλά εντυπωσιακά πράγματα για σένα. Ο Λέο ήταν τόσο δυστυχισμένος, όλο αυτόν τον καιρό που σε είχαμε χάσει. Καλώς ορίσατε λοιπόν" είπε απευθύνοντας την τελευταία πρόταση και στις δύο γυναίκες. Είχε καταλάβει από την επιστολή του Λέο, οτι η συνοδός της Νατάσσας ήταν πολύ σημαντική για αυτήν.

Η Νατάσσα είδε πίσω από το βασιλιά, μια γυναίκα που την κοίταζε με ένα βλέμμα που έδειχνε οτι δεν έπρεπε να την συμπαθεί και ιδιαίτερα. Ο Λέο είδε προς τα που κοιτούσε και στράφηκε προς το μέρος της αδερφής του:

"Αννα, έλα να χαιρετίσεις τη Νατάσσα. Νατάσσα δεν τη θυμάσαι, αλλά την έχεις γνωρίσει. Είναι η αδερφή μου η Άννα. Οι δύο γυναίκες χαμήλωσαν τα κεφάλια σε χαιρετισμό. Η Άννα προσπάθησε να χαμογελάσει, με ένα χαμόγελο που δεν ακούμπησε τα μάτια της αλλά δεν μίλησε καθόλου.

"Ελάτε. Θα θέλετε να φρεσκαριστείτε πριν το δείπνο" είπε εκείνος, ρίχνοντας ένα αυστηρό βλέμμα στην αδερφή του. Όλοι όσοι ήταν στη σκάλα υποχώρησαν στο εσωτερικό του παλατιού και ο Λέο που όλη την ώρα κρατούσε το χέρι της Νατάσσας, την τράβηξε απαλά μαζί του στο εσωτερικό περνώντας μέσα από την τεράστια σκαλιστή πόρτα.

Τα μικρά παιδιά, βλέποντας γύρω τους μεγέθη, πολύ διαφορετικά από το μικρό σπιτάκι που ζούσαν, είχαν κουρνιάσει, το ένα στα πόδια της μαμάς του και το άλλο στης Νατάσσας, που ασυναίσθητα του χάιδευε απαλά το σγουρόμαλλο κεφαλάκι. Για κάποιο λόγο όλα αυτά που έβλεπε, δεν της προκαλούσαν καμία εντύπωση. Ηταν σα να είχε ξαναζήσει έτσι.

ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΝΕΜΕΣΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα