Κεφάλαιο 21

702 135 7
                                    


Το πρωί της επόμενης μέρας ξεκίνησαν για το τελευταίο μέρος του ταξιδιού τους. Η Νατάσσα μαζί με την Κατερίνα θα πήγαιναν με την άμαξα. Τώρα θα απολάμβανε και αυτή τις ανέσεις μιας γυναίκας.

Ο Δημήτρης τις περίμενε στην πόρτα της άμαξας, για να τις βοηθήσει. Άπλωσε το χέρι του και βοήθησε την Κατερίνα. Μετά ήταν η σειρά της Νατάσσας. Εκείνη άπλωσε το χέρι της με χάρη και έπιασε απαλά το δικό του. Ο Δημήτρης χωρίς να το θέλει έσφιξε το χέριτης και εκείνη πίεσε ανεπαίσθητα το δικό του. Όταν ανέβηκε στην άμαξα γύρισε, τον κοίταξε και  του χαμογέλασε γλυκά. Μόλις μπήκαν μέσα η Κατερίνα έκλεισε την πόρτα και ο Δημήτρης απόμεινε να κοιτάζει την κλειστή πόρτα, προσπαθώντας να ηρεμήσει από την αναστάτωση που του προκάλεσε το χαμόγελό της, μέχρι που είδε την άμαξα να απομακρύνεται.

Είχαν αποφασίσει οτι το υπόλοιπο ταξίδι θα έπρεπε να γίνει χωρίς στάσεις, εκτός των απολύτως αναγκαίων, για λόγους ασφαλείας. Σε όλο το δρόμο τη σκέψη της Νατάσσας απασχολούσαν αυτά που έμαθε. Ο αδερφός της ήταν ζωντανός και θα τον ξαναέβλεπε.

Το μεσημέρι πέρασαν τα σύνορα του βασιλείου της γης, χωρίς να συναντήσουν προβλήματα στην διαδρομή. Ο σφετεριστής προφανώς είχε πειστεί ότι είχε απαλλαγεί από τον διάδοχο. Αμέσως μετά τα σύνορα, τους περίμενε μεγάλος αριθμός στρατιωτών που είχε στείλει ο Όρος για να τους συνοδεύσει στο υπόλοιπο ταξίδι τους.

Η Νατάσσα είχε νυστάξει από το μονότονο κούνημα της άμαξας και απορούσε με την Κατερίνα που σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ήταν έτσι κλεισμένη. Πρέπει να είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άκουσε τον Δημήτρη να φωνάζει για να σταματήσουν για να ξεκουράσουν τα άλογα. Αφού σταμάτησε η άμαξα, η Νατάσσα πήδηξε έξω, χωρίς να περιμένει κανέναν να της κρατήσει την πόρτα και να της βάλει το σκαλοπάτι. Μόλις πάτησε τα πόδια της στη γη άρχισε να κάνει ασκήσεις για να ξεμουδιάσει , ξεχνώντας ότι θα έπρεπε πια να φέρεται σαν καθωσπρέπει κορίτσι. Η Κατερίνα πήγε δίπλα της και την τσίμπησε δυνατά στο μπράτσο κοιτώντας με νόημα γύρω της.

«Αουτς», φώναξε εκείνη αγριοκοιτάζοντας την, «αυτό πόνεσε» είπε με παράπονο και έτριψε το χέρι της με δύναμη.

«Σε κοιτάζουν όλοι και συ φέρεσαι σαν άντρας. Από εδώ και πέρα ξέχνα τους αγορίστικους τρόπους» είπε αγριεμένη η Κατερίνα.

Λίγο παραπέρα ο Δημήτρης και ο Έκτορας παρακολουθούσαν διασκεδάζοντας τη σκηνή με τις δύο γυναίκες. Η Νατάσσα τους πλησίασε και όταν ο Δημήτρης απομακρύνθηκε ρώτησε τον Έκτορα

«Τι είδους άνθρωπος είναι αυτός ο βασιλιάς, ο Όρος και τι σχέσεις είχε με τον πατέρα μου;»

«Ο Όρος ήταν πολύ καλός φίλος με τον πατέρα σου. Πολλές φορές στην ανάγκη βοήθησε ο ένας τον άλλο. Είναι καλός άνθρωπος. Η γυναίκα του έχει πεθάνει, αλλά απ'οτι ξέρω έχει δύο παιδιά. Επειδή όμως ποτέ δεν μπορεί κανείς να ξέρει τι κρύβει η ψυχή του κάθε ανθρώπου, να είσαι επιφυλακτική. Δεν ξέρω αν ο Όρος συνεχίζει να είναι φίλος ή συνεργάζεται με τον Ωρίωνα. »

« Οπότε δε θα πρέπει να αποκαλυφθεί η ταυτότητά μου, τουλάχιστον ώσπου ο Νικόλαος να κάνει την επίθεση του στον σφετεριστή. Μέχρι τότε, θα πρέπει να συνεχίσω να είμαι η ανηψιά σας. Τίποτα δεν πρέπει να θέσει σε κίνδυνο τα σχέδια του Νικόλαου. Ο Ωρίωνας μέχρι την τελευταία στιγμή πρέπει να πιστεύει ότι τον σκότωσε.»

Ο ήλιος είχε χαθεί πίσω από τον ορίζοντα και το σούρουπο έριχνε τις σκιές του, όταν πέρασαν τις πύλες του παλατιού. Οι φωτιές που άναβαν γύρω από το παλάτι αλλά και μέσα στην αυλή, έφεραν στη Νατάσσα αναμνήσεις μιας άλλης νύχτας, σε ένα άλλο παλάτι, με τη διαφορά ότι τότε έφευγε.

Αφού μπήκε όλη η πομπή μέσα στην αυλή, οι στρατιώτες παρατάχθηκαν μπροστά στην είσοδο. Μόλις σταμάτησε η άμαξα στη βάση της σκάλας, ο Δημήτρης πήγε να βοηθήσει τις δύο γυναίκες.

Η Νατάσσα έπιασε απαλά το χέρι του Δημήτρη, κατέβηκε το σκαλοπάτι και στάθηκε δίπλα στην Κατερίνα που είχε βγει πρώτη. Ξαφνικά όλοι γύρω της έσκυψαν σε υπόκλιση μόλις στην κορυφή της σκάλας εμφανίστηκε ένα πλήθος κόσμου. Ανάμεσα τους ξεχώριζε μια επιβλητική μορφή. Ένας ψηλός άνδρας μεγάλης ηλικίας, με άσπρα μαλλιά και γενειάδα. Από τον τρόπο που στεκόταν, το ύφος αλλά και τη στάση των άλλων απέναντί του, η Νατάσσα κατάλαβε ότι κοιτούσε το βασιλιά Όρο. Αμέσως έσκυψε το κεφάλι με τον τρόπο υπόκλισης που χρησιμοποιούσαν οι βασιλικές οικογένειες μεταξύ τους, σύμφωνα με το πρωτόκολλο. Το ελαφρύ σπρώξιμο της Κατερίνας, της θύμισε το ρόλο της και αμέσως έσκυψε σε βαθιά υπόκλιση.

Δεν είχε παρατηρήσει ότι και  ο Δημήτρης, δεν είχε σκύψει σε βαθιά υπόκλιση, όπως και το ότι τα μάτια του βασιλιά είχαν σταματήσει επάνω της και την παρατηρούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον. Ο Όρος πλησίασε τον Έκτορα χαμογελώντας πλατιά:

«Πόσα χρόνια πέρασαν από την τελευταία φορά που σε είδα, φίλε! Άσπρισες.»

«Βασιλιά μου χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Να σου συστήσω τη γυναίκα μου Κατερίνα και την ανηψιά μου Νατάσσα». Στο άκουσμα του ονόματος τα έξυπνα μάτια του βασιλιά άστραψαν και η προσοχή του στράφηκε αποκλειστικά στη Νατάσσα.

«Όμορφη ανηψιά  έχεις Έκτορα! Πήρε μάλλον από τη γυναίκα σου» είπε πειρακτικά. «Μην σας κρατάω άλλο εδώ. Ας περάσουμε μέσα»

Η Νατάσσα αισθάνθηκε  αναστάτωση. Της φάνηκε οτι ο βασιλιάς υποπτευόταν κάτι για την ταυτότητά της.

ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΝΕΜΕΣΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα