Κεφάλαιο 63

605 124 4
                                    


"Σηκωθείτε και ανεβείτε πάνω στο σκαλοπάτι" φώναξε ο αρχηγός της συμμορίας που οργάνωνε το σκλαβοπάζαρο. Η Νατάσσα προσευχόταν να τη βρει γρήγορα ο Δημήτρης γιατί είχε αρχίσει να φοβάται. Από εδώ και πέρα δε θα μπορούσε να μαζέψει άλλα στοιχεία. Έπρεπε να βρει τρόπο να το σκάσει πριν προλάβουν να την πουλήσουν. Κοίταξε γύρω της. Ο κόσμος είχε πυκνώσει πολύ μπροστά τους και ανάμεσα τους βρισκόταν πολλοί στρατιώτες του βασιλείου της φωτιάς.

Έψαξε με το βλέμμα της να βρει μια διέξοδο διαφυγής στη μεγάλη αυλή. Με τόσους στρατιώτες και τα δεσμά της τι θα μπορούσε να κάνει; Τα μάτια της στάθηκαν σε μια παρέα υψηλόβαθμων στρατιωτικών που έμπαιναν εκείνη την ώρα στην αυλή. Ανάμεσα τους με το ύψος του και την επίσημη στολή του ξεχώριζε ο Λέο. Ξαφνιασμένη γύρισε το πρόσωπο της προς τον τοίχο πίσω της και προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από τους υπόλοιπους αιχμάλωτους για να μην τη δει.

"Μπείτε στη σειρά, ένας ένας για να φαίνεστε" γάβγισε ο αρχηγός όμως η Νατάσσα δεν τολμούσε να βγει μπροστά. Ο αρχηγός πήγε πίσω της και την έσπρωξε με δύναμη μπροστά κάνοντας την να χάσει την ισορροπία της και να πέσει στα γόνατα: "Σήκω αμέσως όρθιος" φώναξε αγριεμένος ο αρχηγός και την κλώτσησε δυνατά στο στομάχι κάνοντας την να χάσει την ανάσα της. Τα χέρια του έπιασαν σφιχτά τα μπράτσα της προκαλώντας της επιπλέον πόνο και τη σήκωσαν όρθια.

Η φασαρία είχε τραβήξει την προσοχή του Λέο που τώρα κοιτούσε με ενδιαφέρον προς το μέρος τους. Η Νατάσσα τον είδε να παγώνει τη στιγμή που τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν και αμέσως εκείνη κατέβασε τα μάτια της αλλά μάλλον ήταν αργά, μια και ήδη προχωρούσε βιαστικά προς το μέρος της. Λίγο πριν φτάσει ο Λέο κοντά της ο αρχηγός αγανακτισμένος,που εκείνη ακόμη προσπαθούσε να κρυφτεί, της έδωσε μια δυνατή γροθιά στο στομάχι, κάνοντας την να πέσει πάλι κάτω.

Ο Λέο που την είχε φτάσει, στεκόταν όρθιος από πάνω της, ενώ εκείνη προσπαθούσε να πάρει ανάσα. Λύγισε τα γόνατα του και της έπιασε το πρόσωπο. Μόλις είδε τα μάτια της, τα δικά του μάτια γέμισαν οργή και γυρίζοντας της την πλάτη άρχισε να χτυπάει με μανία τον αρχηγό φωνάζοντας του ταυτόχρονα: "Μην τολμήσεις να ξανααπλώσεις τα χέρια σου πάνω της, θα σου τα κόψω. Βγάλτης αμέσως τις αλυσίδες."

Μόλις ο αρχηγός υπάκουσε , εκείνος τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την πήγε στο άλογό του παρά τις διαμαρτυρίες της. Η Νατάσσα άρχισε να τον σπρώχνει και να του φωνάζει να την αφήσει αλλά εκείνος την έσφιγγε περισσότερο.

"Θα έρθεις μαζί μου" της είπε αποφασιστικά

"Δε θέλω, άφησε με. Θέλω να μείνω εδώ." του είπε αγριεμένη. Αλλά εκείνος την είχε ήδη βάλει στο άλογο και ανέβαινε και ο ίδιος. Γύρισε στον υπαρχηγό του και του είπε χαμηλόφωνα να μην ακούσει η Νατάσσα: "Εγώ δεν ήμουν καθόλου εδώ και κλείσε και τα στόματα των υπολοίπων που με είδαν." κλώτσησε τα πλευρά του αλόγου του και εκείνο άρχισε τον καλπασμό.

"Αφησε με . Δε θέλω να φύγω μαζί σου.» Η Νατάσσα συνέχισε να παλεύει αλλά εκείνος την κρατούσε πολύ δυνατά.


Είχε περάσει το μεσημέρι όταν ο Δημήτρης με τη συνοδεία του έφτασαν στη Μεγαλόπολη, μια πόλη του βασιλείου της φωτιάς που το όνομα της το είχε πάρει μάλλον κατ΄ευφημισμό μια και ήταν λίγο μεγαλύτερη από χωριό. Όλοι όσοι έμεναν εκεί ήταν ανακατεμένοι σε περίεργα και εγκληματικά κυκλώματα ακόμη και τα σκλαβοπάζαρα που είχαν απαγορευτεί στα τέσσερα βασίλεια μετά την ενθρόνιση του Νικόλαου, εδώ ανθούσαν.

Η πόλη ήταν γεμάτη μισογκρεμισμένα σπίτια και στους δρόμους κυκλοφορούσαν μόνο άντρες και πολλοί στρατιώτες του βασιλείου της φωτιάς. Προφανώς οι γυναίκες δε θα μπορούσαν να ζήσουν σε μια τόσο κακόφημη πόλη. Η ομάδα τους έφτασε στο σημείο που θα γινόταν το παζάρι. Ο Δημήτρης έψαξε ανάμεσα στα πρόσωπα των ανδρών που στεκόταν πάνω στο σκαλοπάτι για να βρει τη Νατάσσα αλλά δεν την είδε πουθενά. Αισθάνθηκε φόβο. Πήγε και έπιασε αυτόν που από οτι έβλεπε έπαιζε ρόλο αρχηγού.

"Ενας μικρόσωμος νεαρός με πράσινα μάτια που είναι;" τον ρώτησε.

"Εδώ δεν ήρθεποτέ κάποιος σαν αυτόν που περιγράφεις. Θέλεις να δεις κανέναν άλλο γιατί έχω δουλειά;"

Ο Δημήτρης έσφιξε τα δόντια του για να μη τραβήξει το ξίφος του και ξεκινήσει πόλεμο. Δίπλα του ο Άρης του έσφιξε το χέρι που έσφιγγε τη λαβή του ξίφους και του είπε: "Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, είμαστε μια χούφτα άνθρωποι και κοίτα γύρω σου πόσοι στρατιώτες του βασιλείου της φωτιάς κυκλοφορούν."

Ο Δημήτρης τον κοίταξε με αγωνία: "Που είναι η Νατάσσα; Αυτός ξέρει αλλά δε λέει. Μήπως κατάλαβαν ποια είναι, αλλιώς γιατί την κρύβουν;" Ο Δημήτρης γυρισε πάλι προς το μέρος του αρχηγού αλλά ο Αρης τον κράτησε: "Δε θα σου πει τίποτα. Κάτι φοβάται ή έχει πάρει λεφτά. Περίμενε να φύγουν οι πολλοί στρατιώτες και τον ξαναρωτάμε."

"Ναι, αλλά η ώρα περνάει και δεν ξέρουμε που είναι η Νατάσσα. Αν έχει χτυπήσει ή αν έχει αρρωστήσει; Είδες το παιδί που άφησαν πίσω, μισοπεθαμένο."

Ο Άρης δεν του απάντησε. Τι να του έλεγε άλλωστε; Συμμεριζόταν τις ανησυχίες του Δημήτρη και μάλλον είχαν χάσει τα ίχνη της Νατάσσας.

ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΝΕΜΕΣΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα