Κεφάλαιο 57

605 130 2
                                    

Η Νιφάδα κάλπαζε ανάμεσα από τα δέντρα. Η μέρα ήταν κρύα αλλά η Νατάσσα δεν μπορούσε να αισθανθεί τίποτα. Ακόμη μια φορά φορούσε την αντρική της στολή. Αισθανόταν όλο της το σώμα μουδιασμένο.

Πριν αφήσει το παλάτι είχε πάει στο δωμάτιο που είχαν το σώμα του Έκτορα. Το γεροδεμένο του κορμί ήταν ξαπλωμένο σε ένα τραπέζι. Τα μαλλιά του τα είχε χτενίσει με μεγάλη φροντίδα η Κατερίνα. Φορούσε την επίσημη στολή, του αρχηγού στρατού του βασιλείου του νερού. Η Νατάσσα έσκυψε πάνω του με τρυφερότητα και του χάιδεψε τα μαλλιά. Παρά τα πενήντα του χρόνια τα μαλλιά του δεν είχαν ασπρίσει. Εμοιαζε τόσο νέος και ήρεμος. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα: "Αντίο πατέρα. Θα μου λείψεις τόσο πολύ. Σε ευχαριστώ για όλα όσα έκανες για μένα. Θα βρεθούμε και πάλι." Έσκυψε και φίλησε το κρύο μέτωπο και τα δάκρυα της έσταξαν πάνω του. Αφού στάθηκε για λίγο ακόμη, κοιτάζοντας τον βυθισμένη στις σκέψεις της, γύρισε και βγήκε από την πόρτα αποφασιστικά.

Είχε συναντήσει την Κατερίνα λίγο πριν φύγει και της μίλησε προσπαθώντας να μάθει όσα εκείνη γνώριζε για τις έρευνες του Έκτορα. Χωρίςεκείνη να υποψιαστεί τα σχέδια της Νατάσσας της είχε μιλήσει για τα λιμάνια, που φόρτωναν τον κλεμμένο πλούτο του βασιλείου, για να τον πουλήσουν αλλού, προς όφελος κάποιων.

"Ο Έκτορας μου είχε πει οτι αυτοί που επωφελούνται, έχουν οργανώσει ομάδες ληστών, που σκοπό έχουν να συγκεντρώσουν τον πλούτο, για να τον πουλήσουν οι επιτήδιοι στο εξωτερικό. Έτσι ο κόσμος του βασιλείου πεινάει, ενώ αυτοί πλουτίζουν όλο και περισσότερο και χρησιμοποιούν τη δύναμη αυτή, για να κλονίσουν την εξουσία του βασιλιά και να τον έχουν υποχείριο τους." της είχε πει.

Η Νατάσσα κατευθυνόταν προς την πόλη,  με ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια του βασιλείου, την Υδρία . Η πόλη ονομάστηκε έτσι από το σχήμα του φυσικού κόλπου που ήταν το λιμάνι. Όταν έφτασε, άφησε τη Νιφάδα στο χάνι του λιμανιού και πήγε προς τις αποθήκες. Έπρεπε να ξεκινήσει βρίσκοντας δουλειά στις αποθήκες και μετά θα έβλεπε πως θα συνέχιζε. Πολλοί από αυτούς που δούλευαν στο λιμάνι, τύλιγαν πανί στο στόμα και τη μύτη τους, επειδή σηκωνόταν πολύ σκόνη. Αυτό βόλευε τη Νατάσσα που δεν ήθελε να δείχνει το πρόσωπο της. Μπήκε μέσα στην αποθήκη και βρήκε τον αρχηγό .

"Αφεντικό" του είπε με αλλοιωμένη φωνή και κακόμοιρο ύφος: "μήπως έχεις καμιά δουλειά να κάνω. Έχω μεγάλη ανάγκη."

Ένας ψηλός άντρας γύρω στα σαράντα, με ταλαιπωρημένο μάλλον από την αλμύρα της θάλασσας πρόσωπο, γύρισε και την κοίταξε εξεταστικά: "Δεν είσαι και πολύ γεροδεμένος .Τι δουλειά θα μπορούσες να κάνεις;"

"Μη με βλέπεις έτσι μικροκαμωμένο αφεντικό, είμαι πολύ ικανός."

"Πήγαινε και βοήθα τους άνδρες εκεί που κουβαλάνε τα κιβώτια και αν κάνεις καλή δουλειά θα έρθεις και αύριο" της είπε.

"Ευχαριστώ αφεντικό, είσαι ο καλύτερος" και πήγε τρέχοντας εκεί που της έδειξε. Όλη τη μέρα φόρτωνε τα κιβώτια στο πλοίο, προσπαθώντας να ακολουθεί τους άνδρες στην απόδοση. Όταν σκοτείνιασε τους φώναξε ο αρχηγός και τους μοίρασε την αμοιβή τους. Όταν έφτασε η σειρά της Νατάσσας την κοίταξε και χαμογελώντας της είπε: " Μπράβο μικρέ σε παρακολουθούσα όλη τη μέρα. Είσαι δουλευταράς. Να έρθεις και αύριο."

Η Νατάσσα έφτασε στο χάνι σέρνοντας με το ζόρι τα πόδια της. Η μέση της πονούσε και τα χέρια της δεν τα αισθανόταν. Έκλεισε ένα δωμάτιο και ζήτησε να κάνει ένα μπάνιο. Όταν της έφεραν την μπανιέρα, βυθίστηκε μέσα στο χλιαρό νερό και απόλαυσε την αίσθηση.

Ο Δημήτρηςέχοντας μάθει πια το χαρακτήρα της Νατάσσας, αφού τη συνάντησε το πρωί, έβαλε έναν άντρα του να την παρακολουθεί. Φοβήθηκε όταν είδε το ύφος της για το τι θα μπορούσε να κάνει. Αυτός ο αντρας τον πληροφόρησε για το που βρισκότανεκείνη και το τι έκανε όλη μέρα.

Αφού ο Δημήτρης βρήκε τον Νικόλαο και του είπε οτι έμαθε, έφυγε από το παλάτι για να πάει να τη βρει. Όλοι οι καλεσμένοι θα έφευγαν την επόμενη μέρα, οπότε δε θα γινόταν αισθητή η απουσία του.

Όταν έφτασε στην Υδρία ήταν μεσάνυχτα. Αφού δωροδόκησε τον ιδιοκτήτη, του έδωσε ένα κλειδί για το δωμάτιο της Νατάσσας. Όταν μπήκε στο δωμάτιο, μύρισε το σαπούνι και είδε την μπανιέρα στο κέντρο.

Εκείνη ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα μαύρα της μαλλιά να απλώνονται γύρω της σα βεντάλια.Φορούσε μόνο μια πουκαμίσα και ένα πολύ στενό παντελόνι. Η πουκαμίσα είχε σηκωθεί ως τη μέση της και ο Δημήτρης μπορούσε να δει τα μακριά της πόδια και τη λευκή κοιλιά της.

Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την έβαλε κάτω από τα σκεπάσματα. Η μυρωδιά του σαπουνιού σε συνδιασμό με το θέαμα του κορμιού της είχαν τρελλάνει τις αισθήσεις του. Πήγε και άνοιξε το παράθυρο ελπίζοντας να τον βοηθήσει ο δροσερός αέρας. Έπρεπε να σκεφτεί τι θα της έλεγε το πρωί.

ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΝΕΜΕΣΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα