Κεφάλαιο 45

719 120 0
                                    

Μόλις μπήκαν στην αυλή του παλατιού η Νατάσσα κοίταξε γύρω της και οι αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας την πλημμύρισαν. Ο χώρος ήταν όπως τον θυμόταν. Πριν από δώδεκα χρόνια όταν έφευγε από το παλάτι έτσι υπήρχαν φωτιές παντού γύρω.

Η αναστάτωσή της ήταν μεγάλη καθώς πλησίαζε την είσοδο. Περίμενε να δει τον πατέρα και τη μητέρα της στην κορυφή της σκάλας, να τους περιμένουν. Κοίταξε ψηλά το σκοτεινό παράθυρο του δωματίου τους. Τα μάτια της είχαν γεμίσει με δάκρυα, που κυλούσαν στα μάγουλα της και έβρεχαν τη μπλούζα της. Ο Νικόλαος την κοίταξε και εκείνος με τα μάτια βουρκωμένα. Καταλάβαινε την αδερφή του, άλλωστε και για τον ίδιο η πρώτη φορά που μπήκε στο παλάτι, ήταν πολύ φορτισμένη συναισθηματικά.

Κατέβηκε από το άλογο και άπλωσε τα χέρια του για να βοηθήσει τη Νατάσσα. Το χρώμα είχε φύγει από τα μάγουλα της και φερόταν σαν υπνωτισμένη. Προχωρούσε σιγά σιγά ρουφώντας εικόνες και ανοίγοντας τις πόρτες από τις μνήμες της μία μία. Κάθε τι που έβλεπε, ξεκλείδωνε μια ανάμνηση και τη γύριζε πίσω στο χρόνο.

Στο μεγάλο χολ που βρισκόταν στην είσοδο, ο Νικόλαος είχε κρεμάσει έναν μεγάλο ολόσωμο πίνακα του πατέρα και της μητέρας τους, που χαμογελαστοί, μες στις επίσημες στολές τους, φαινόταν σα να υποδέχονταν όποιον περνούσε την πόρτα του παλατιού. Η Νατάσσα έμεινε να τους κοιτάζει για πολύ ώρα και έμοιαζε σα να περίμενε να της μιλήσουν .

"Ελα πάμε" της ψιθύρισε απαλά ο Νικόλαος, πιάνοντας το χέρι της και τραβώντας την προς την μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στα δωμάτια τους: "Το δωμάτιο σου είναι έτοιμο εδώ και δύο χρόνια. Ελπίζω να σου αρέσει. Ο Ωρίωνας το είχε αλλάξει, αλλά μπόρεσα να βρώ αρκετά από τα πράγματα σου, στις αποθήκες και τα έβαλα στη θέση τους με τη βοήθεια της Κατερίνας."

Είχαν φτάσει μπροστά στο δωμάτιο της και ο Νικόλαος άνοιξε την πόρτα. Η Νατάσσα τον ακολούθησε μέσα στο δωμάτιο των παιδικών της χρόνων. Πολλά από τα πράγματα που είχε όταν ήταν παιδί, βρισκόταν τακτοποιημένα σε μία άκρη, αλλά το δωμάτιο πλέον δεν είχε τον παιδικό χαρακτήρα που θυμόταν. Παρόλα αυτά αισθανόταν οτι είχε επιστρέψει στο σπίτι της.

Αργότερα δείπνησαν οι δυο τους, συζητώντας σε ένα μελαγχολικό κλίμα, αφού η μνήμη των γονιών τους ζωντάνευε σε κάθε τους κουβέντα. Οι υπόλοιποι αποσύρθηκαν διακριτικά για να αφήσουν τα αδέρφια να αναπληρώσουν όσο σπό τον χαμένο χρόνο μπορούσαν.

ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΝΕΜΕΣΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα