Κεφάλαιο 10

847 144 2
                                    

Το επόμενο πρωί το σπίτι ήταν σε αναστάτωση. Η Κατερίνα και ο Έκτορας προσπαθούσαν να συνεννοηθούν για να αποφασίσουν τι θα έπαιρναν μαζί τους. Η Κατερίνα τα θεωρούσε όλα σημαντικά και τσακωνόταν συνέχεια με τον Έκτορα, που ήθελε να πάρουν τα απολύτως απαραίτητα, στο ταξίδι.

Η Νατάσσα στο δωμάτιο της, έβαζε σε μια τσάντα τα λίγα ρούχα που είχε. Ανάμεσα στα ρούχα της βρήκε το φόρεμα των δέκα της χρόνων που είχε πάρει μαζί της η Κατερίνα, όταν έφυγαν από το παλάτι. Ήταν ένα από τα δύο ενθύμια  της προηγούμενης ζωής της. Το άλλο ήταν το δαχτυλίδι της μητέρας της, που πάντα είχε κρεμασμένο στον λαιμό της.

Κλείνει και αυτό το κεφάλαιο σκέφτηκε μελαγχολικά και κοίταξε ξανά για μια τελευταία φορά το δωμάτιο της, πριν κλείσει πίσω της την πόρτα. Όταν κατέβαινε τις σκάλες, άκουσε βαριές αντρικές φωνές να μιλάνε με τον Εκτορα .

«Ώστε θέλεις να φύγουμε σήμερα;» ακούστηκε απορημένη η φωνή του Δημήτρη.

«Ναι, όλα είναι έτοιμα μπορούμε να φύγουμε ακόμη και τώρα», απάντησε ο Έκτορας. Η Νατάσσα ήξερε οτι ο Έκτορας ήταν αγχωμένος για τους ανθρώπους του Ωρίωνα που τους είχαν πλησιάσει επικίνδυνα και πίστευε οτι πολύ σύντομα θα τους ανακάλυπταν.

Το ξύλινο σκαλοπάτι έτριξε κάτω από το πόδι της και οι άντρες αντιλήφθηκαν την παρουσία της. Όλοι γύρισαν προς το μέρος της και την χαιρέτησαν. Το βλέμμα της όμως τράβηξαν τα μαύρα μάτια του Δημήτρη που την κοίταζαν επίμονα και εξεταστικά.

"Νικ, είπα στον Δημήτρη ότι θα δεχτώ την πρόταση του βασιλιά Όρου και ότι μπορούμε να φύγουμε και τώρα αν είναι δυνατόν" είπε ο Έκτορας, με μια ένταση, που μόνο η Νατάσσα και η Κατερίνα μπορούσαν να καταλάβουν, "άλλωστε" , συνέχισε, "ανυπομονώ να ξανααρχίσω την ενεργό δράση, γιατί τόσα χρόνια σκούριασα" τελείωσε την πρόταση του, χαμογελώντας στον Δημήτρη  με ένα χαμόγελο που δεν έφτανε στα μάτια του. Σίγουρα κάτι έχει συμβεί, σκέφτηκε η Νατάσσα. Μετά από τόσα χρόνια γνώριζε καλά τις αντιδράσεις του Έκτορα.

Λίγο πριν το μεσημέρι της ίδιας μέρας ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Το άλογο της Νατάσσας ήταν μια πανέμορφη λευκή φοράδα που της είχε κάνει δώρο ο Έκτορας, η Νιφάδα. Μόλις την είδε ο Δημήτρης σκέφτηκε ότι ήταν το ιδανικό άλογο για την νεράιδα του νερού που χθες το βράδυ κολυμπούσε στη λίμνη. Με τον Δημήτρη και τους τέσσερις στρατιώτες του, πήγαν μέχρι το χωριό, όπου βρήκαν τους υπόλοιπους στρατιώτες της συνοδείας και την άμαξα στην οποία θα ταξίδευε η Κατερίνα. Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι τους.

ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΝΕΜΕΣΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα