Κεφάλαιο 9

776 154 2
                                    


Αφού συζήτησαν για λίγη ώρα, οι στρατιώτες ξάπλωσαν πάνω στα σακίδια τους και τους πήρε ο ύπνος. Ο Δημήτρης, όμως, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί, σηκώθηκε και άρχισε να κάνει βόλτες.

Το μυαλό του το ταλαιπωρούσαν σκέψεις σχετικές με την αποστολή του. Γιατί ο Έκτορας είχε κρύψει για τόσα χρόνια την ταυτότητα του; Ο πατέρας του ο βασιλιάς Όρος γιατί τον ήθελε οπωσδήποτε να πάει στο παλάτι, τάζοντας του πράγματα που κανένας δε θα μπορούσε να αρνηθεί.  Και γιατί είχε στείλει τόσο μεγάλη αποστολή, για τη συνοδεία αυτών των τριών  απλών ανθρώπων;

Εκτός  από τους δεκαπέντε ανθρώπους που τον συνόδευαν, υπήρχαν άλλοι δεκαπέντε στρατιώτες που περίμεναν στην πόλη Πέτρα, που θα συναντούσαν μόλις θα περνούσαν τα σύνορα του βασιλείου.

Ασυναίσθητα τα βήματά του τον οδήγησαν κοντά στον καταρράκτη. Κάθισε σε έναν μεγάλο βράχο και κοίταξε τη γαλήνια ομορφιά του τοπίου, με τη συνοδεία της  υπόκωφης βοής  του καταρράκτη. Το φεγγάρι ήταν πίσω του και έτσι το φως έλουζε όλο το τοπίο μπροστά του.

Ξαφνικά την προσοχή του τράβηξε ένα ασπροντυμένο ον, που κινούνταν γρήγορα ανάμεσα στους βράχους της όχθης. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει αν ήταν άντρας ή γυναίκα. Είχε ακούσει πολλές ιστορίες για νεράιδες και ξωτικά που κυκλοφορούσαν στα δάση τα βράδια αλλά ποτέ δεν τις πίστεψε, όμως αυτή η ύπαρξη είχε κάτι το αέρινο πάνω της.

Η απροντυμένη μορφή στάθηκε πάνω στο βράχο και το αεράκι έπαιξε με τα μαλλιά της. Του θύμισε τις νεράιδες στις ζωγραφιές των παιδικών βιβλίων. Το πλάσμα αυτό, έκανε μια θεαματική βουτιά μέσα στα νερά της ασημένιας λίμνης και βγήκε λίγα μέτρα πιο πέρα. Μετά άρχισε ένα παιχνίδι με το νερό, που ο Δημήτρης έμεινε να κοιτάζει μαγεμένος.  Από τις κινήσεις καταλάβαινε οτι δεν ήταν αρσενικό, όταν όμως το  μυστηριώδες ον έφτασε στην άκρη της λίμνης και έβγαλε τη βρεμμένη πουκαμίσα αφήνοντας το κορμί του ολόγυμνο, ο Δημήτρης έμεινε άναυδος. Οι υποψίες του για το φύλλο του άγνωστου πλάσματος επιβεβαιώθηκαν.

Ένα καλλίγραμμο, λευκό γυναικείο κορμί με απαλές καμπύλες αποκαλύφθηκε καθώς εκείνη πάτησε στα πόδια της και βάδισε προς την άκρη της λίμνης. Τα μαλλιά της, μακριά μέχρι τη μέση της, ήταν κολλημένα από το νερό στην πλάτη και τους ώμους της. Τώρα δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της αν και θα έπρεπε. Αυτό που έκανε το ήξερε οτι δεν ήταν σωστό.

Θέλησε να δικαιολογήσει τον εαυτό του λέγοντας οτι το μόνο που ήθελε, ήταν να δει ποια ήταν αυτή η οπτασία, να δει το πρόσωπο της. Η γυναίκα βγήκε από το νερό με αργά βήματα, χαιδεύοντας την επιφάνεια του με τα ακροδάχτυλά της. Στάθηκε δίπλα στον βράχο που πριν είχε ακουμπήσει τα ρούχα της και άρχισε να σκουπίζεται και να ντύνεται. Όταν μισοντύθηκε μάζεψε τα μαλλιά της σε ανδρικό χτένισμα, έτσι ώστε να μη φαίνεται το μάκρος τους. Ο Δημήτρης σηκώθηκε και ασυναίσθητα έκανε ένα βήμα μπροστά, για να μπορέσει να διακρίνει το πρόσωπο της, αλλά μια μεγάλη πέτρα έφυγεκάτω από το πόδι του , άρχισε να κατρακυλάει τη πλαγιά και έπεσε στο νερό, λίγο πιο πέρα από εκεί που στεκόταν η γυναίκα. Αυτή μόλις είδε την πέτρα, έστρεψε το βλέμμα της προς τα εκεί που ήταν ο Δημήτρης, αλλά το φως του φεγγαριού δεν την άφησε να δει τίποτε άλλο, εκτός από μια σκιά πάνω στον βράχο. Άρπαξε  βιαστικά όσα ρούχα δεν είχε προλάβει να φορέσει, πήρε το σπαθί της και εξαφανίστηκε στο μονοπάτι, τρέχοντας με όλη της τη δύναμη.

Πάνω στο βράχο ο Δημήτρης είχε μείνει ακίνητος σαν άγαλμα απο το ξάφνιασμα. Η οπτασία που παρακολουθούσε, ήταν ο Νικ ο γιος του Έκτορα. Ο γιος του Έκτορα δεν ήταν γιος, αλλά κόρη και μάλιστα πανέμορφη. Τώρα άλλο ένα καινούριο ερώτημα προστέθηκε σε όλα τα προηγούμενα που απασχολούσαν το μυαλό του. Γιατί ο Εκτορας έλεγε ότι είχε γιο και όχι κόρη; Το σίγουρο ήταν, ότι ο ίδιος δε θα έπρεπε να αποκαλύψει ότι ήξερε. Αν ο Έκτορας έκρυβε κάτι τέτοιο εις βάρος της ζωής της ίδιας του της κόρης, αυτό σήμαινε ότι είχε πολύ σημαντικό λόγο. Αν ο Δημήτρης του έλεγε ότι γνώριζε το μυστικό του, το πιθανότερο θα ήταν να εξαφανιστεί με την γυναίκα του και την κόρη του ή στην καλύτερη περίπτωση να μην ήθελε να τον ακολουθήσει. Αυτό που θα έπρεπε να κάνει για την επιτυχία της αποστολής του, ήταν να κάνει ότι δεν ήξερε τίποτα. Σίγουρα το κορίτσι δε μπόρεσε να διακρίνει ποιος στεκόταν στο βράχο, μια και το φως ήταν στην πλάτη του, άλλωστε εκείνη δεν κάθισε να κοιτάξει. Από τον φόβο της, έφυγε αμέσως μόλις κατάλαβε την παρουσία του.

Η Νατάσσα έφτασε στο σπίτι κοιτάζοντας συνεχώς πίσω της, έχοντας στο μυαλό της μην την ακολουθεί κανείς. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο της, άρχισε να σκέφτεται τι είχε συμβεί. Πρώτη φορά έτυχε να είναι κάποιος εκεί αυτή την ώρα. Οι κυνηγοί έρχονταν στο βουνό νωρίς το πρωί αλλά και πάλι σπάνια έφταναν μέχρι τον καταρράκτη. Ποιος άραγε να ήταν αυτός που την είδε και τι είχε δει; Είναι βράδυ, καθησύχασε το εαυτό της και ο άγνωστος δε θα μπόρεσε να την δει καλά, όπως και εκείνη δεν μπόρεσε να τον δει καθαρά, άλλωστε την άλλη μέρα θα έφευγαν από εκεί .

ΣΤΗΝ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΝΕΜΕΣΗΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα