Κεφάλαιο 65ο

743 104 13
                                    

Αρθούρος

Είχα διαβάσει σε παλιά ξεχασμένα βιβλία ότι μια τεχνική αποδυνάμωσης του αντιπάλου σου ήταν η αναμονή. Και ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι αυτήν εφάρμοζαν τώρα και οι πρωτόγονοι πολεμιστές που μας είχαν αιχμαλωτίσει και μεταφέρει πίσω στο χωριό τους. Είχαν αναφέρει τους Γηραιούς. Εκείνοι θα έκριναν την τύχη μας. Όμως καθώς σκεφτόμουν ξανά και ξανά όλα όσα είχαν συμβεί δεν μπορούσα να καταλάβω ποιοι ήταν και τι ήθελαν. Από δίπλα μου ο Ορφέας έβηξε και γύρισα το βλέμμα μου ανήσυχος να τον κοιτάξω. Τον πλησίασα και ακούμπησα το χέρι μου στο μέτωπο του καθώς κοιμόταν. Η θερμοκρασία του ήταν αρκετά υψηλή και σχεδόν αμέσως συνειδητοποίησα ότι χρειαζόταν βοήθεια. Σηκώθηκα όρθιος και ξεκίνησα να βαράω την πόρτα του μικρού δωματίου όπου βρισκόμασταν. Τη βαρούσα μέχρι το χέρι μου να μην αντέχει πια. Και τότε ξεκίνησα να φωνάζω. Παρακαλούσα για βοήθεια όμως δεν ερχόταν καμία απάντηση. Ο Ορφέας από πίσω μου αγκομάχησε. Έτρεξα αμέσως από πάνω του. Τότε η πόρτα άνοιξε και δύο κοπέλες εμφανίστηκαν.

«Πρέπει να σας ετοιμάσουμε για να συναντήσετε τους Γηραιούς» προχώρησα προς το μέρος τους.

«Ο φίλος μου δεν είναι καλά. Χρειάζεται βοήθεια. Έχει πυρετό» εκείνες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και είπαν κάτι σε μια γλώσσα που δεν μπόρεσα να καταλάβω.

«Θα τον φροντίσω εγώ» είπε η μια από τις δύο. Η άλλη με πρόσταξε να την ακολουθήσω. Βγαίνοντας έξω από εκείνο το μέρος το ξαφνικό φως με χτύπησε άξαφνα στα μάτια και δυσκολεύτηκα να εστιάσω στο χώρο γύρω μου. Περπατήσαμε μια σχετικά μικρή απόσταση δίπλα στο ποτάμι μέχρι που φτάσαμε σε ένα απόμερο σημείο του.

«Εδώ μπορείς να πλυθείς» μου έδειξε το μέρος καθώς ακουμπούσε καθαρά ρούχα όμοια με εκείνα που φορούσαν οι άνδρες του χωριού. Εκείνη έστρεψε την πλάτη της προς το μέρος μου και εγώ ξεντύθηκα απολαμβάνοντας την αίσθηση του καθαρού νερού πάνω μου. Ακόμη και αν αυτό ήταν περισσότερο κρύο από ότι υπολόγιζα.

Όταν ήμουν έτοιμος πια επιστρέψαμε πάλι πίσω στο χωριό μιλώντας ελάχιστα καθ' όλη την διαδρομή.

«Πως σε λένε;» τόλμησα να ρωτήσω και εκείνη έσκυψε ντροπαλά το κεφάλι της πριν μου απαντήσει.

«Μάιρα» άκουσα την γλυκιά φωνή της. Μόνο τότε παρατήρησα την εξωτική ομορφιά της. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και έφταναν μέχρι χαμηλά στην μέση της, τα μάτια της σκούρα καστανά και το δέρμα της είχε το χρώμα της σοκολάτας. Πρέπει να την κοίταζα για αρκετή ώρα όπως συνειδητοποίησα αφού τα μάγουλα της είχαν πάρει μια ελαφριά φούξια απόχρωση.

Φυλακισμένες ΨυχέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα