Κεφάλαιο 34ο

877 132 8
                                    

Νίνα

Το κεφάλι μου πονούσε υπερβολικά πολύ όταν άνοιξα τα μάτια μου. Το χθεσινό μεθύσι έδειχνε σήμερα το άσχημο πρόσωπο του. Σηκώθηκα με δυσκολία και περπάτησα μέχρι το κοινόχρηστο μπάνιο του σπιτιού. Η αδερφή μου είχε σηκωθεί από νωρίς και είχε φύγει για την δουλειά της σε ένα από τα εργοστάσια Λουιζίδη. Ετοιμάστηκα γρήγορα νιώθοντας το σώμα μου να πονάει εφιαλτικά πολύ. Πριν προλάβω να πάρω το πρωινό μου περπάτησα τα λιγοστά μέτρα που μας χώριζαν με το σπίτι του Μαξ και των υπολοίπων. Έπρεπε να μαγειρέψω και να προσέχω την Κάσι πριν επιστρέψει ο Αρθούρος σπίτι. Έπειτα θα έτρεχα μέχρι το καταφύγιο για να βοηθήσω την κατάσταση που επιδεινωνόταν καθώς οι μέρες περνούσαν. Ο χειμώνας άλλωστε ερχόταν και οι μέρες μετατρέπονταν ολοένα σε πιο σκοτεινές και κρύες.

Μπαίνοντας στο σπίτι επικρατούσε ησυχία. Ήταν κάπως τρομακτικό αφού συνήθως η Κάσι θα παρακολουθούσε τηλεόραση ή θα περιφερόταν στους διάφορους χώρους του σπιτιού με την Λένα μιλώντας δυνατά και γελώντας. Η αλήθεια ήταν ότι ανεξαρτήτως του τρόπου που της φερόμουν την σεβόμουν για την σχέση που είχε αναπτύξει με την Λένα μετά το ατύχημα της. Και ήξερα ότι αν ήθελε θα μπορούσε να βοηθήσει την μικρούλα με τρόπους που κανένας από εμάς δεν θα μπορούσε να το κάνει. Τουλάχιστον προς το παρόν, διότι πίστευα στην Επανάσταση περισσότερο από ότι παραδεχόμουν. Ίσως έφταιγε η επιθυμία για αλλαγή ή η ελπίδα που είχε γεννηθεί μέσα μας.

Στρίβοντας προς την κουζίνα όμως βρήκα την Κάσι να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Καθόταν σε ένα σκαμπό ακίνητη έχοντας μια κούπα καφέ μπροστά της. Χαμένη στις σκέψεις της...

«Καλημέρα» της είπα για πρώτη φορά με χροιά που θύμιζε τις παλιές καλές εποχές μαζί της.

Εκείνη με κοίταξε με τα μεγάλα γκρίζα μάτια της τραβώντας αμήχανα μια τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της.

«Καλημέρα» είπε δειλά.

«Τι έχεις;» την ρώτησα αισθανόμενη μερικές τύψεις για τον τρόπο που την είχαμε απομονώσει ο Μαξ και εγώ. Μόνο ο Ορφέας έμοιαζε να προσπαθεί να την κάνει να νιώσει καλύτερα σε όλο αυτό το θέμα της απαγωγής.

«Τότε που με πήγες σε εκείνο το σπίτι...» άφησε την πρόταση της μετέωρη. Ωστόσο περίμενα να συνεχίσει να μιλάει μόνη της.

«Μπορώ να έρθω ξανά; Να σε βοηθήσω;»

«Τόσο πολύ έχεις βαρεθεί εδώ μέσα;» προσπάθησα να την κάνω να χαμογελάσει. Και τα κατάφερα.

«Λιγάκι ναι» παραδέχτηκε.

«Ωραία μόλις τελειώσω με το μαγείρεμα μπορείς να έρθεις. Και αν θέλεις μπορώ να κανονίσω να μείνεις μαζί μου και στο μαγαζί το βράδυ που έχω βάρδια»

Εκείνη σηκώθηκε από την καρέκλα της και ήρθε προς το μέρος μου. Και κάπως απρόσμενα με πήρε αγκαλιά.

«Ευχαριστώ πολύ» είπε και έτρεξε προς το δωμάτιο της για να ετοιμαστεί. Άθελα μου χαμογέλασα. Αμέσως όμως αντιλαμβανόμενη το γεγονός ότι με είχε ρίξει ακόμη μια φορά επέστρεψα στον παλιό καλό σοβαρό εαυτό μου. Σήκωσα τις άμυνες μου και ξεκίνησα να μαγειρεύω. Η Λένα εμφανίστηκε πριν η Κάσι επιστρέψει έτοιμη για να φύγουμε και μάλιστα επέμεινε να μας ακολουθήσει.

Στο σπίτι αρχικά η Κάσι φαινόταν μαγκωμένη και η δυσαρέσκεια ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της. Όμως καθώς τα λεπτά περνούσαν έδειξε να το συνηθίζει. Που και που την κοιτούσα να προσπαθεί να κάνει τα παιδάκια να γελάσουν και να προσφέρει όσο το δυνατόν μια ενθάρρυνση στους μεγαλύτερους. Όφειλα να παραδεχτώ ότι το βλέμμα μερικών φώτισε με την παρουσία της. Τους προσέδιδε κάτι που ούτε εγώ δεν μπορούσα. Μια ελαφρότητα. Μια διαφορετικότητα, πράγμα λογικό αφού δεν είχε καμία σχέση με εμάς. Είχε μεγαλώσει μέσα στα πλούτη και τις ανέσεις. Και όμως παρόλο που την είχαμε φέρει εδώ με την βία και κάποιες φορές έδειχνε αρκετά υποτονική δεν είχε προσπαθήσει να ξεφύγει. Αυτό από μόνο του μου φαινόταν αρκετά παράξενο αν και βολικό. Όταν φύγαμε από το καταφύγιο αφήσαμε την Λένα στο ορφανοτροφείο και κατευθυνθήκαμε προς το μαγαζί που δούλευα. Περπατώντας δίπλα δίπλα δεν άντεξα και την ρώτησα.

«Γιατί παντρεύεσαι τον Πρίγκιπα;»

Εκείνη με κοίταξε έκπληκτη.

«Ξέρεις είσαι η πρώτη που με ρωτάει. Ακόμη και ο Μαξ δεν με αφήνει να του εξηγήσω...»

Γιατί συγκεκριμένα ο Μαξ; Ωστόσο δεν επέμεινα σε αυτό.

«Τον αγαπάς;» ρώτησα ξανά τώρα.

«Η αγάπη είναι πολύ δυνατή λέξη» είπε εκείνη μονάχα«εννοώ είναι ωραίος και νιώθω καταπληκτικά μαζί του. Έχω αισθήματα για τονΦίλιππο όσο και αν αντιδρούσα στον παππού μου αρχικά μισώντας την ιδέα να τονπαντρευτώ. Αλλά μετά συνειδητοποίησα ότι αυτός ήταν ο ρόλος μου. Και αν τονέκανα σωστά θα είχα την δύναμη ως μελλοντική Βασίλισσα να βοηθήσω και εσάς.Γιατί το μυαλό μου δεν σταμάτησε λεπτό να σκέφτεται τον ένα μήνα που πέρασαεδώ...» επεξήγησε και όταν το έκανε αυτό δεν μπόρεσα παρά να νιώσω κάποιασυμπάθεια προς εκείνη. Είχε καλοσύνη μέσα της και το γεγονός ότι ήτανΓαλαζοαίματη δεν έπρεπε να με κάνει τόσο κακιά απέναντι της. Της χρωστούσα μιαδεύτερη ευκαιρία...

Φυλακισμένες ΨυχέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα