Κεφάλαιο 9ο

1.3K 177 16
                                    

Όταν άφησα την Λένα στο ορφανοτροφείο και ξεκίνησα να κατευθύνομαι προς το σπίτι είχε πια νυχτώσει. Καθώς περπατούσα στα δρομάκια και άνθρωποι απλοί περνούσαν από δίπλα μου γυρίζοντας από τις δουλειές τους ένιωθα ότι μέσα μου κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει. Ένιωθα κάτι σαν ζεστασιά και ευχαρίστηση για το πώς ήταν οι τελευταίες μέρες της ζωής μου με αυτούς τους ανθρώπους που είχα γνωρίσει από την στιγμή που είχα φτάσει εδώ. Τώρα μια γλυκιά προσμονή να γυρίσω στο σπίτι μαζί τους έκανε την εμφάνιση της.

«Κάσι» είπε ο Μανώλης την στιγμή που άνοιγα την πορτούλα του κήπου. Εκείνος έβγαινε από το σπίτι φουριόζος και χωρίς να με αφήσει να του απαντήσω με τράβηξε προς τον δρόμο.

«Που πάμε;»

«Άργησες» ήταν η μόνη απάντηση που πήρα.

«Για ποιο πράγμα;»

«Δεν σου είπε ο Μαξ το πρωί;»

«Όχι, οπότε μήπως σου είναι εύκολο να με ενημερώσεις;»

«Θα δεις όταν φτάσουμε» είπε εκείνος αινιγματικά. Μου την έδιναν οι εκπλήξεις...

«Πάνω που είχα αρχίσει να σε συμπαθώ» προσπάθησα να αστειευτώ μπας και μου έλεγε τι παίζει.

«Και πάλι δεν πρόκειται να σου πω, αλλά και εγώ σε συμπαθώ... όταν δεν γκρινιάζεις»

Εκείνος πήγαινε μπροστά και εγώ ακολουθούσα. Πράγμα δύσκολο γιατί τα δικά του βήματα ήταν τεράστια σε σύγκριση με τα δικά μου. Στρίβαμε πότε αριστερά και πότε δεξιά. Είχα χάσει τον προσανατολισμό μου. Από την αύξηση της φασαρίας και του κόσμου γύρω μας όμως ήμουν πεπεισμένη ότι επιτέλους φτάναμε στον προορισμό μας.

«Φτάσαμε» μου είπε και σταθήκαμε μπροστά από την εκκλησία όπου είχα βρεθεί την πρώτη μου μέρα εδώ. Η πλατεία μπροστά μας ήταν γεμάτη από ανθρώπους. Και όσο περισσότερο κοιτούσα γύρω μου τόσο μεγάλωνε η απορία μου για το τι συνέβαινε.

«Που είστε τόση ώρα;» διαμαρτυρήθηκε από πίσω μας ο Ορφέας. Αν με είχε ενημερώσει κάποιος θα ήμασταν στην ώρα μας πιθανόν, σκέφτηκα αλλά δεν είχα καμία όρεξη να του το πω.

Ο Μανώλης επιτέλους άφησε το χέρι μου και γύρισε να του απαντήσει. Στράφηκα και εγώ με την σειρά μου προς το μέρος του. Κοίταξα γύρω του ψάχνοντας με το βλέμμα μου τον Μαξ. Όμως εκείνος δεν ήταν πουθενά. Ή μάλλον ήταν χωμένος μέσα στο πλήθος και μαζί με τον Αρθούρο μιλούσαν με μερικές κοπέλες. Ήταν κυριολεκτικά χωμένοι ανάμεσα τους. Τι κάνουν αυτοί οι δύο εκεί; Και ποιες είναι αυτές; Και εγώ γιατί είμαι νευριασμένη αν και πέρασα μια καταπληκτική μέρα;

Φυλακισμένες ΨυχέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα