Κεφάλαιο 46ο

832 120 11
                                    

Μου είπαν ότι έφτασα στο χείλος του θανάτου. Μου είπαν ότι τα κατάφερα. Γιατί όμως μέσα μου ένιωθα σαν να είχα πεθάνει; Είχαν περάσει δύο μήνες από την ημέρα που είδα τον Μαξ. Από την ημέρα που γέννησα δύο μαυρομάλλικα μωράκια που σύντομα θα γινόντουσαν διάδοχοι του θρόνου. Τα μάτια τους, γκριζογάλανα όμοια με του Κρις, ήταν χαρακτηριστικό της οικογένειας μου. Η πόρτα του δωματίου μου στο βάθος έκλεισε, σημάδι ότι ο Φίλιππος είχε ξεκινήσει την μέρα του. Πέταξα τα σκεπάσματα από πάνω μου και περπάτησα ξυπόλητη προς την πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο τους. Την άνοιξα και η καρδιά μου επανήλθε στην θέση της αντιλαμβανόμενη ότι κοιμόντουσαν γαλήνια. Τα πλησίασα και τους χάιδεψα ελαφρά την κοιλίτσα. Αφού τα χάζεψα μερικά λεπτά ακόμη αποφάσισα ότι είχε η ώρα να επιστρέψω. Να σταματήσω να κρύβομαι από όλα εκείνα που φοβόμουν. Τον Μαξ. Τον κίνδυνο που μπορεί να αντιμετώπιζαν οι αθώες αυτές ψυχούλες στο μέλλον εξαιτίας της καταγωγής τους. Γιατί βαθιά μέσα μου γνώριζα ότι η θέση που είχε ανοίξει ο παππούς μου και το υπόλοιπο συμβούλιο για τον Μαξ ήταν μια προσωρινή λύση. Τίποτα μόνιμο. Άλλωστε οι κοινοί είχαν ξυπνήσει πλέον. Θα αναζητούσαν κάποια στιγμή περισσότερες ελευθερίες από εκείνες που τους προσφέραμε, οι οποίες ήταν μηδαμινές. Οι Γαλαζοαίματοι όσο και αν πίστευαν ότι μπορούσαμε να γυρίσουμε στο παρελθόν αναγκάζοντας τους κοινούς να ζουν υποδουλωμένοι βαθιά μέσα μου γνώριζα ότι αυτό δεν ήταν πλέον πραγματοποιήσιμο.

Φόρεσα ένα αρκετά εντυπωσιακό φόρεμα σπάζοντας την μουντάδα του χειμώνα εν αναμονή της άνοιξης και περπάτησα μέχρι την τραπεζαρία. Τα αδέρφια του Φίλιππου και η μητέρα του με κοίταξαν λες και είχε παρουσιαστεί μπροστά τους κάποιο φάντασμα. Τους χαμογέλασα παιχνιδιάρικα και κάθισα στην θέση της Βασίλισσας. Ίσα που πρόλαβα τον Φίλιππο στο γραφείο του πριν ξεκινήσει η συνεδρίαση του συμβουλίου λίγο αργότερα. Εκείνος με κοίταξε χαμογελαστός που έδειχνα επιτέλους να έχω ξεπεράσει την αδυναμία που έδειχνε να με είχε καταβάλει εξαιτίας της γέννας αν και η πραγματικότητα διέφερε εξαιρετικά. Τον πλησίασα και κάθισα στα πόδια του. Εκείνος πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση μου και με φίλησε. Είχα μάθει πλέον τον τρόπο που χρειαζόμουν να χρησιμοποιήσω ώστε να τον πείθω για ότι επιθυμούσα.

«Λοιπόν» είπα κοιτάζοντας τον εξεταστικά «θέλω να συζητήσουμε δύο πράματα»

«Ωχ»

Φυλακισμένες ΨυχέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα