Κεφάλαιο 40ο

944 120 12
                                    

Αίματα. Υπήρχαν παντού γύρω μου αίματα. Τα χέρια μου, τα ρούχα μου ήταν βαμμένα με το βαθύ κόκκινο χρώμα. Ακόμη και στο πρόσωπο μου υπήρχαν σταγόνες. Τινάχτηκα ελαφρά στον ύπνο μου όμως ο εφιάλτης συνέχιζε. Ένας από τους εντυπωσιακούς διαδρόμους του παλατιού ήταν γεμάτος με σώματα. Προχώρησα ενδιάμεσα τους μόνο και μόνο για να διαπιστώσω ότι στα πόδια μου κείτονταν όλα τα αγαπημένα μου άτομα. Το πρόσωπο του Μαξ παγωμένο ήταν στραμμένο προς το μέρος μου. Τα μάτια του κοκαλωμένα σε μια νεκρική ηρεμία με έκαναν να πέσω δίπλα του στο έδαφος καθώς ένας σπαρακτικός λυγμός βγήκε από μέσα μου. Ένιωσα να τραντάζομαι.

«Κάσι» η φωνή του Μαξ προσπαθούσε να με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Άνοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Με τράβηξε πάνω του έτσι ώστε το γυμνό μου σώμα να απορροφήσει την θερμότητα του. Τα χέρια μου πέρασαν γύρω του και τα δάχτυλα μου ακούμπησαν πάνω στα αναθεματισμένα σημάδια που θα τον ακολουθούσαν μια ζωή ως υπενθύμιση του μαστιγώματος του.

«Ήταν απλά ένα όνειρο» ψιθύρισε πάνω στα μαλλιά μου. Τραβήχτηκα ελαφρά από το στέρνο του ώστε να τον κοιτάξω.

«Όχι Μαξ. Δεν ήταν απλά ένα όνειρο. Οι Γαλαζοαίματοι θα απαντήσουν στην απόδραση σου. Και φοβάμαι ότι θα κλιμακωθούν οι δικές τους αλλά και οι δικές μας πράξεις. Και τελικά αυτοί θα νικήσουν και εγώ θα σε χάσω...»

«Δεν θα με χάσεις. Ακόμη και αν γίνει αυτό θα επιστρέψω και θα σε στοιχειώσω. Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω μόνη σου» γέλασα με τα λόγια του. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά μου και χάιδεψε την πλάτη μου στέλνοντας ρίγη στο υπόλοιπο σώμα μου. Κοίταξα τα χείλη του καθώς κατευθύνονταν προς τα δικά μου. Όταν ενώθηκαν σε ένα βαθύ φιλί τον έσφιξα πάνω μου με όση περισσότερη δύναμη διέθετα. Εκείνος με το ελεύθερο χέρι του άνοιξε τα πόδια μου και με μια κίνηση χώθηκε ανάμεσα τους.

«Κάσι, Μαξ» ακούστηκε η φωνή του Αρθούρου από το σαλόνι. Ο Μαξ με κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο.

«Μπορούμε να τον αγνοήσουμε» ψιθύρισε.

«Μπορούμε» απάντησα όμως ήξερα ότι κάτι είχε συμβεί. Κάτι σοβαρό.

Σηκωθήκαμε και οι δύο από το κρεβάτι του Μαξ και φορέσαμε τα ρούχα μας που βρισκόντουσαν πεταμένα δεξιά και αριστερά στο πάτωμα. Λίγο πριν βγούμε από το δωμάτιο του εκείνος με κόλλησε στον τοίχο και μου έδωσε ένα φιλί, το οποίο άνετα θα μπορούσε να με στείλει στην Κόλαση. Έπειτα πήραμε το συνηθισμένο ύφος μας και παρουσιαστήκαμε στο σαλόνι. Η Λένα είχε φύγει από ώρα αφού έξω είχε νυχτώσει πλέον, η Νίνα είχε επιστρέψει στην αδερφή της και έτσι στο σπίτι είχαμε ξεμείνει πλέον ο Αρθούρος, ο Ορφέας και ο Μανώλης, ο οποίος από την στιγμή που έμαθε για την σύλληψη του Μαξ επέστρεψε στο σπίτι. Αυτό ήταν το θετικό της κατάστασης. Το αρνητικό φυσικά ήταν ότι δεν μου μιλούσε. Αναστέναξα και χώθηκα στον καναπέ ανάμεσα στον Ορφέα και τον Αρθούρο.

Φυλακισμένες ΨυχέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα