Κεφάλαιο 24ο

971 140 10
                                    

Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς παρόλο που ήταν καλοκαίρι. Φωνές ακούστηκαν από κάποιο σημείο του σπιτιού το οποίο δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Έκλεισα τα μάτια μου πεισματικά και δεν τα άνοιγα ούτε όταν ο αδερφός μου άρχισε να με σκουντάει.

«Κάσι» είπε και η φωνή του έτρεμε «άνοιξε τα μάτια σου. Οι γονείς...»

Όμως ακόμη και τότε τα κρατούσα κλειστά. Η Μαρίνα μπήκε κλαίγοντας στο δωμάτιο. Δεν άντεξα. Ανασηκώθηκα και τους κοίταξα. Και τότε ήξερα ότι κάτι είχε συμβεί. Το ένιωθα βαθειά μέσα μου. Ήταν ένα σφίξιμο...

Άνοιξα τα μάτια μου. Εκείνη η ανάμνηση πονούσε υπερβολικά πολύ. Βρέθηκα σε μια γεμάτη αίθουσα από κοσμικούς ενώ το μοναδικό πράγμα που ήθελα να κάνω σήμερα ήταν να μείνω ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου και να κοιτάζω το ταβάνι. Δεν είχα όρεξη να μιλήσω σε κανέναν. Αλλά στον Κόσμο μας κάθε χρόνο τιμούμε τους νεκρούς μας διοργανώνοντας μια ακόμη ανούσια γιορτή. Θυμήθηκα τα υψωμένα φαναράκια στον ουρανό για το πολύνεκρο ατύχημα του εργοστασίου τότε που έμενα με τα αγόρια. Ήταν τόσο καθηλωτικό. Και τώρα κοίταξα ξανά γύρω μου. Έπρεπε να χαμογελάω και να κουβεντιάζω σαν να μην πονούσα που τους είχα χάσει τόσο νωρίς; Σαν να μην ένιωθα απέραντη θλίψη και οργή;

«Κάσι» είπε ο αδερφός μου και με αγκάλιασε. Ήταν ο μόνος που θα έπρεπε να με καταλαβαίνει. Άλλωστε ήταν ο δίδυμος μου. Όμως ακόμη και εκείνος έμοιαζε να είναι τόσο απορροφημένος από όλα όσα συνέβαιναν στον κόσμο των Γαλαζοαίματων. Με οδήγησε στις θέσεις μας. Πριν προλάβουμε να πούμε περισσότερα το κονσέρτο ξεκίνησε. Μια παχουλή τραγουδίστρια ανέβηκε στην σκηνή δίπλα από το πιάνο και ξεκίνησε να τραγουδάει. Στο διάλλειμα κατάφερα να ξεφύγω από όλο αυτό. Χώθηκα γρήγορα στο γραφείο που υπήρχε στο ισόγειο και ανήκε κάποτε στον πατέρα μου. Κανείς δεν θα καταλάβαινε την απουσία μου. Δεν μπορούσα να βρίσκομαι σε εκείνη την αίθουσα με τα ψεύτικα χαμόγελα και τα βλέμματα συμπάθειας από όλους εκείνους τους ανθρώπους που έμοιαζαν λιγάκι ειρωνικά στην πραγματικότητα. Στάθηκα όρθια μπροστά από την τεράστια τζαμαρία που είχε θέα προς την πίσω πλευρά της έπαυλης Ντινάιλ. Αυτό που με πονούσε περισσότερο από την σημερινή μέρα ήταν ότι για το υπόλοιπο της ζωής μου θα ένιωθα αυτό το κενό μέσα μου εξαιτίας της απώλειας τους. Γιατί οι αναμνήσεις μου από εκείνους ήταν ελάχιστες και ο παππούς ή οι θείοι μου δεν μιλούσαν για κανέναν από τους δύο. Δεν ήξερα αν οι γονείς μου είχαν αγαπηθεί ποτέ πραγματικά ή ήταν όλα απλώς μια ένωση εξουσίας. Αν ήταν καλοί και συμπονετικοί άνθρωποι ή όπως όλοι οι υπόλοιποι κοσμικοί γύρω μου...

Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια μου και το άφησα να συνεχίσει την πορεία του προς τα κάτω.

«Κασσάνδρα» ο Φίλιππος στεκόταν πίσω μου. Τον κοίταξα μέσα από την αντανάκλαση του παραθύρου.

«Είσαι καλά;» ρώτησε τελικά.

«Όχι» του απάντησα χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω. Εκείνος άπλωσε το χέρι του προς το μέρος μου και ακούμπησε τον ώμο μου. Με προσοχή, σαν να ήμουν κάποιο εύθραυστο πλάσμα με έστρεψε ώστε να τον κοιτάζω κατά πρόσωπο.

«Λυπάμαι» μου είπε «για τους γονείς σου. Ήταν μεγάλη απώλεια για όλους μας»

«Δεν τους θυμάμαι καν» είπα κατεβάζοντας το κεφάλι μου.

Εκείνος με τράβηξε στην αγκαλιά του. Αντιστάθηκα. Τον έσπρωξα μακριά μου. Όχι επειδή είχα στο μυαλό μου όλους αυτούς του ανόητους Κανόνες που έπρεπε να ακολουθούν οι Γαλαζοαίματοι αλλά επειδή θεωρούσα ότι δεν μπορούσε να καταλάβει στην πραγματικότητα τα λόγια μου. Γιατί πίστευα ότι με λυπόταν. Και δεν ήθελα να με λυπάται κανείς. Δεν ήθελα κανείς ποτέ να με πετύχει σε μια αδύναμη στιγμή, όπως αυτή τώρα.

Σκούπισα γρήγορα τα υπολείμματα δακρύων από τα μάτια μου. Χαμογέλασα ψεύτικα.

«Πρέπει να γυρίσω πίσω» του είπα και έφυγα από εκείνο το δωμάτιο. Η στιγμή αδυναμίας μου ήταν πλέον παρελθόν. Η μάσκα βρισκόταν πλέον στην θέση της.

                                                                            ~~

Από εκείνο το βράδυ απέφευγα συστηματικά τον Πρίγκιπα. Επέλεγα να παρευρίσκομαι σε εκδηλώσεις που ήξερα ότι δεν θα αντιπροσώπευε εκείνος την Βασιλική οικογένεια. Δεν ήξερα αν για όλο αυτό έφταιγε ότι είχα εμφανιστεί τόσο ευάλωτη μπροστά του εκείνη τη νύχτα ή το γεγονός ότι έβρισκα τον εαυτό μου αρκετές φορές να σκέφτεται την ημέρα εκείνη στο παλάτι. Πόσο φυσιολογική ήταν η εικόνα του μπροστά από εκείνο το παράθυρο με το βιβλίο στα πόδια του. Όμως ήξερα ότι όσο και αν ήλπιζα να μπορούσα να αποκτήσω αισθήματα για εκείνον ώστε να ακολουθήσω το μονοπάτι που μου είχαν χαράξει οι δικοί μου πριν ακόμη παρουσιαστώ στην Υψηλή κοινωνία των Γαλαζοαίματων ποτέ δεν θα μπορούσα να νιώσω το ίδιο αυτό συναίσθημα που ένιωθα πάντα κοντά στον Μαξ. Όμως το πιο πιθανό ήταν ότι εκείνος όπως και οι υπόλοιποι δεν θα ήθελαν να με δουν ποτέ ξανά στα μάτια τους. Και πιθανότητα δεν θα με έβλεπαν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Ίσως ο κατάλληλος τίτλος για εμένα και εκείνον να ήταν Φυλακισμένες Ψυχές, η καθεμία στον δικό της κόσμο, από τον οποίο δεν υπήρχε δρόμος διαφυγής. 

Φυλακισμένες ΨυχέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα