Κεφάλαιο 22ο

969 133 12
                                    

Μαξ

Δύο μέρες έλλειπε από το σπίτι η Κάσι. Δύο ολόκληρες μέρες. Από εκείνο το βράδυ που την άφησα στην πόρτα του δωματίου της μέχρι σήμερα. Φοβόμουν μήπως της είχε συμβεί κάτι. Σήκωσα τα μάτια μου από την ντομάτα που ψιλοέκοβα και κοίταξα προς το σαλόνι. Η Λένα είχε απλωθεί στον καναπέ κρατώντας το τηλεκοντρόλ. Δίπλα της ο Ορφέας τσιμπολογούσε ποπκορν και από την άλλη πλευρά ο Αρθούρος έπινε μια μπίρα. Μα κανείς τους όμως δεν απορούσε που η Κάσι είχε εξαφανιστεί εδώ και δύο μέρες; Και έπειτα αναρωτήθηκα αν έφταιγα εγώ και όλα όσα της είπα εκείνο το βράδυ.

«Ξεκινάει» φώναξε ο Ορφέας από το σαλόνι.

Άλλη δουλειά δεν είχα από το να βλέπω τις ηλίθιες εκδηλώσεις των Γαλαζοαίματων. Έτσι συνέχισα το μαγείρεμα. Ο καημένος ο Μανώλης έπρεπε να βρίσκεται απόψε στο παλάτι και να οργανώνει την ασφάλεια όλων αυτών.

«Ο Πρίγκιπας Φίλιππος είναι τόσο ωραίος» σχολίασε η Λένα

«Σιγά» ακούστηκε ο Αρθούρος και ξεκίνησαν οι πρώτες διαφωνίες

«Είναι ωραίος γιατί είναι Πρίγκιπας» συνέχισε να της λέει εκείνος.

Ταυτόχρονα με εκείνους ακουγόταν η ρεπόρτερ που σχολίαζε τα ρούχα της κάθε Γαλαζοαίματης που έμπαινε στην αίθουσα του θρόνου. Καθώς και τον συνοδό της όπως και μια σύντομη ιστορία της οικογένειας της καθώς και της σύνδεσης της με το Συμβούλιο. Απορούσα πως κρατούσαν λογαριασμό και δεν χανόντουσαν σε αυτό τον λαβύρινθο του κόσμου των Γαλαζοαίματων.

«Ρε Μαξ έλα εδώ, τι κάνεις εκεί πέρα;» φώναξε ο Ορφέας.

«Σε λίγο» απάντησα και κοίταξα από την θέση μου προς την τηλεόραση. Η πόρτα της εισόδου άνοιξε εκείνη την στιγμή και η Νίνα εμφανίστηκε κρατώντας ένα τεράστιο πιάτο με φαγητό. Με χαιρέτησε από μακριά και μπήκε στο σαλόνι.

«Που είναι αυτή;» ρώτησε.

«Ηρέμησε ρε Νινάκι» της είπε ο Ορφέας «δεν τα είχαν στην πραγματικότητα»

«Ναι αλλά έκανε τον Μανώλη να...»

«Ναι...» είπε ο Αρθούρος περιμένοντας να συνεχίσει την πρόταση της.

«Να την ερωτευτεί. Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν θέλει εμένα πλέον αλλά εκείνη...»

Ο Αρθούρος γέλασε.

«Γίνεσαι τόσο μα τόσο υπερβολική. Ο Μανώλης ήταν ερωτευμένος με εσένα από όταν ήμασταν μωρά. Αποκλείεται. Είναι όλα μέσα στο κεφάλι σου...» συνέχισε να της λέει ο Ορφέας και εκείνη κάθισε σε μια καρέκλα αφήνοντας το πιάτο που κρατούσε στο τραπεζάκι μπροστά της. Και όμως η Νίνα είχε δίκιο. Η σχέση μεταξύ εκείνης και του Μανώλη τελείωσε πριν αρχίσει αφού όταν κατάλαβε η Νίνα ότι τον ήθελε εκείνος ζητούσε από την Κάσι να προσπαθήσουν στα αλήθεια να κάνουν την σχέση τους να δουλέψει. Τους πλησίασα και κάθισα στην παρέα τους.

Αρκετή ώρα αργότερα και αφού είχαμε παρακολουθήσει κάθε Γαλαζοαίματο να μπαίνει στην αίθουσα ξεκίνησαν επιτέλους να μπαίνουν οι τελευταίες και πιο σημαντικές οικογένειες του Συμβουλίου.

«Μμμμ» είπε ο Αρθούρος «ο Λουιζίδης. Αυτό το κάθαρμα μας εκμεταλλεύεται περισσότερο από όλους τους Γαλαζοαίματους μαζί»

«Λένε ότι ελέγχει τις μισές θέσεις στο Συμβούλιο. Είναι πολύ...» συμπλήρωσε η Νίνα.

«Δολοπλόκος είναι η λέξη» πετάχτηκε η Λένα.

«Ακριβώς» είπε η Νίνα.

«Θα κάνετε ησυχία;» ακούστηκε ο Ορφέας

«Γιατί φοβάσαι μη χάσεις την λεπτομερή αναφορά της ρεπόρτερ για το τι φοράνε οι εγγονές του; Και αυτές τα ίδια σκατά με αυτόν θα είναι...» του απάντησε ο Αρθούρος.

«Είναι χάρμα οφθαλμών όμως και οι δύο. Κοίταξε τες...»

Και τις κοιτάξαμε και οι πέντε. Ησυχία. Ο Αρθούρος έτριψε τα μάτια του. Ο Ορφέας άνοιξε το στόμα του. Εμένα τα χέρια μου ξεκίνησαν να τρέμουν. Η Νίνα γέλασε και η Λένα έσπασε την σιωπή.

«Αυτή δεν μοιάζει πολύ με την Κάσι; Αν εξαιρέσεις τα μάτια είναι σαν αδερφές»

«Όχι Λένα» είπε ο Αρθούρος «δεν είναι σαν αδερφές. Αυτή είναι η Κάσι...»

«Κασσάνδρα Ντινάιλ Λουζίδη» είπε ο Ορφέας «Κάσι»

Η Κάσι ήταν...

Η Κάσι μου ήταν...

ΓΑΛΑΖΟΑΙΜΑΤΗ...

Σηκώθηκα όρθιος και πέταξα την τηλεόραση κάτω. Έπειτα πέρασα από πάνω της και χωρίς να ακούω τις φωνές πίσω μου βγήκα έξω από το σπίτι. Μπήκα στο πρώτο μπαρ που βρήκα μπροστά μου. Κάθισα χωρίς να δίνω την παραμικρή προσοχή στην δεξίωση που λάμβανε χώρα πίσω μου. Ήπια μέχρι που δεν ένιωθα πια. Ήπια μέχρι που σιγουρεύτηκα ότι όλα αυτά ήταν ένα άσχημο όνειρο και αύριο που θα ξυπνούσα θα την έβρισκα να μου χαμογελάει στην κουζίνα. Μόνο τότε βγήκα από το μπαρ και προσπάθησα να περπατήσω παραπατώντας μέχρι το σπίτι. Λίγα στενά πριν φτάσω ένα βαν σταμάτησε μπροστά μου. Σίγουρα αυτό ήταν όνειρο. Αμάξια είχαν μόνο οι γαλαζοαίματοι. Δύο άντρες με κουκούλα βγήκαν από μέσα.

«Είσαι ο Μαξ;» ρώτησαν και χωρίς να προλάβω να τους απαντήσω με πέταξαν στο πίσω μέρος.


Φυλακισμένες ΨυχέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα