Κεφάλαιο 55ο

759 114 12
                                    

Μεγάλωσα ασφαλής. Οι άνθρωποι που με περιτριγύριζαν με λάτρευαν. Συνήθισα σε εκείνη την αγάπη που με περιέβαλλε θεωρώντας φυσιολογικό οι κοινοί να θεωρούν τους Γαλαζοαίματους ως κάτι ανώτερο. Ζούσα για 19 ολόκληρα χρόνια σε μια ροζ φούσκα αρωματισμένη με τα ψέματα της κοινωνίας των Γαλαζοαίματων. Και έπειτα έμαθα την πραγματικότητα. Οι κοινοί μας μισούσαν. Και γατί όχι άλλωστε αφού τους καταστρέφαμε μέρα με τη μέρα τις ζωές τους; Ως Βασίλισσα προσπάθησα να κάνω ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν ώστε να τους βοηθήσω. Ποτέ όμως δεν περίμενα την πλήρη αποδοχή τους που ήρθε από πολύ νωρίς. Και πάνω από όλα ποτέ δεν περίμενα εκείνο που ακολούθησε.

Υπολόγιζα ότι βρισκόμουν μια ολόκληρη μέρα με τον Μαξ κλεισμένη σε αυτό το κελί. Εκείνος συνέχιζε να ελπίζει και να περιμένει με αμείωτο ενδιαφέρον της διάσωση μας. Και φυσικά, όπως πάντα, εκείνος είχε δίκιο. Πρώτα ακούστηκαν οι φωνές ενός όχλου. Κατόπιν πυροβολισμού και κάποιες εκρήξεις. Τέλος άνοιξε η πόρτα του κελιού μας και ο Αρθούρος εμφανίστηκε στην είσοδο χαμογελώντας. Ένα χαμόγελο που μετριάστηκε όταν αντίκρισε την όψη μου. Με την βοήθεια και των δύο τους διασχίσαμε τους διαδρόμους που οδηγούσαν στην έξοδο του κτιρίου. Στους διαδρόμους τα πτώματα των φρουρών της Μαρίλια βρισκόντουσαν σωριασμένα. Τα μάτια μου συνήθιζαν καθώς τα λεπτά περνούσαν ολοένα και περισσότερο στο φως του ήλιου.

Όταν επιτέλους βρεθήκαμε έξω στάθηκα προσεκτικά απολαμβάνοντας την αίσθηση των αχτίδων πάνω μου. Στην συνέχεια οσφρίστηκα τον καθαρό αέρα και τέλος παρατήρησα τους ανθρώπους που βρισκόντουσαν στην μικρή πλατεία που υπήρχε μπροστά από εκείνο το κτίριο και εκτεινόταν μέχρι τον φαρδύ δρόμο που βρισκόταν κάποτε η αγορά που λάτρευε η Λένα. Εκείνη σαν να κατάλαβε την σκέψη μου ξεπετάχτηκε από τον κόσμο και με πλησίασε. Με αγκάλιασε προσεκτικά και στάθηκε στο πλάι μου. Μπροστά μας, στο κενό που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στους κοινούς που είχε μαζέψει ο Αρθούρος για να μας σώσουν και σε εμάς τους τέσσερις, βρισκόταν γονατιστή η Μαρίλια. Ο Ορφέας στεκόταν δίπλα της κρατώντας ένα μακρύ σπαθί στο λαιμό της. Οι άνθρωποι γύρω ζητωκραύγαζαν.

«Δεν καταλαβαίνω» σχολίασα κοιτάζοντας πότε τον Αρθούρο και πότε τον Μαξ.

«Ο πατέρας της ήταν ένας από εκείνους που αφήσαμε να θυσιαστούν προκειμένου να σωθεί ο Μαξ. Ήταν ένας από τους πενήντα που εκτελέστηκαν. Πήρε την θέση του ως υπεύθυνη κάθε παράνομης συναλλαγής στην Ποσειδωνία. Φέρθηκε ως δεύτερος δυνάστης αν και είναι κοινή όπως εμείς οι υπόλοιποι.»

Φυλακισμένες ΨυχέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα