Κεφάλαιο 26ο

982 132 27
                                    

Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά. Οι μέρες ωστόσο συνέχιζαν να είναι τόσο καυτές όσο οι καλοκαιρινές. Είχε περάσει 1 μήνας περίπου από τον γάμος της Μαρίνας και εγώ αισθανόμουν περισσότερο μόνη από ποτέ. Τριγύριζα μέσα σε ένα άδειο σπίτι χωρίς να έχω πολλά να κάνω. Περνούσα κάποιο από τον χρόνο μου σε βαρετές κοινωνικές εκδηλώσεις χωρίς να νιώθω το κενό μέσα μου να καλύπτεται. Και κάπως έτσι ένα πρωί αποφάσισα ότι χρειαζόμουν λίγο χρόνο μακριά από την Ποσειδωνία. Πήρα μερικά πράγματα που έκρινα απαραίτητα. Άφησα ένα μήνυμα στον αδερφό μου και τον παππού και έφυγα. Προορισμός: το προσωπικό μου νησάκι, κάπου χαμένο στο ατελείωτο γαλάζιο που περιέβαλε την Ποσειδωνία. Ήμουν ολομόναχη. Ήλιος, θάλασσα και παραλία. Ατελείωτος χρόνος με τις σκέψεις μου. Από την μια παραδέχτηκα ότι ο Μαξ ήταν παρελθόν, ότι τον είχα πληγώσει και αν ένιωσα πραγματικά κάτι για εκείνον έπρεπε από την θέση μου ως γαλαζοαίματη να προσπαθήσω να βοηθήσω τους κοινούς. Από την άλλη συνειδητοποίησα ότι ο Φίλιππος μου ασκούσε κάποια έλξη και ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που ζήλεψα...

«Λαίδη Κασσάνδρα» ακούστηκε η φωνή της υπηρέτριας μου, η οποία με είχε ακολουθήσει από την Ποσειδωνία. Σήκωσα το κεφάλι μου και την είδα να τρέχει προς το μέρος μου.

«Ο παππούς σας στο τηλέφωνο»

«Θα τον πάρω εγώ μετά» απάντησα και συνέχισα να κάνω ηλιοθεραπεία.

«Είπε ότι πρέπει να του μιλήσετε τώρα»

Σηκώθηκα βαριεστημένα και περπάτησα αργά προς το εσωτερικό του σπιτιού που βρισκόταν στην παραλία. Έκανα μερικά βήματα μέσα στο σαλόνι και σήκωσα το ακουστικό.

«Καλημέρα παππού» είπα.

«Πάρε το αεροπλάνο και έλα πίσω» είπε χωρίς περιστροφές.

«Όχι ακόμη...»

«Σε μια εβδομάδα έχει γενέθλια ο πρίγκιπας Αλέξανδρος και θα γίνει χορός στο παλάτι» είπε ο παππούς μου

«Χρόνια του πολλά!!!» απάντησα εξοργίζοντας τον παππού. Πριν προλάβει να φέρει αντιρρήσεις έκλεισα το τηλέφωνο και γύρισα ξανά στην παραλία. Η διάθεση μου όμως για ηλιοθεραπεία και χαλάρωση είχε πετάξει. Ένιωθα μέσα μου μια βαθιά αναταραχή καθώς και το συναίσθημα ότι όσο κόντρα και αν ήθελα να πάω στον παππού μου ήθελα επίσης να δω ξανά τον Φίλιππο...

                                                                                 ~~

«Κάσι» άκουσα μια φωνή το επόμενο πρωί και με μεγάλη προσπάθεια κατάφερα να ανοίξω τα μάτια μου. Ο Κριστοφερ βρισκόταν πάνω από το κεφάλι μου και με κοίταζε με εκείνο το γνώριμο βλέμμα που είχε μόνο όταν είχε κάνει κάποια αταξία και φοβόταν ότι θα εξαγριωνόμουν.

Φυλακισμένες ΨυχέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα