Κεφάλαιο 52ο

721 116 9
                                    

Μαξ

Μουτζούρωνα βαριεστημένα στο χαρτί που είχα μπροστά μου καθώς ο Δούκας του Σαχ είχε πάρει τον λόγο και μιλούσε απερίσκεπτα για επιστροφή της εξουσίας στα χέρια τους. Με κοίταξε συνεχίζοντας να περιγράφει τον τρόπο που λειτουργούσαν τόσο χρόνια τα πράγματα και ο Φίλιππος μου έριξε πριν ματιά πριν πάρει το λόγο. Ήξερα τι θα έλεγε. Ήξερα τι θα πρότεινε. Γάμο. Με την αδερφή του, την Πριγκίπισσα. Έτσι θα γινόμουν μέρος της κοινωνίας των Γαλαζοαίματων και εκείνοι θα συνέχιζαν ανενόχλητοι το έργο τους κατά των κοινών εκμεταλλευόμενοι την άγνοια και την αδυναμία μας να αντιδράσουμε. Η ιδέα του Φίλιππου, που όφειλα να παραδεχτώ ότι ήταν αρκετά έξυπνοι, ενθουσίασε το συμβούλιο και ήμουν έτοιμος να αντιδράσω όταν η πόρτα άνοιξε χωρίς να χτυπήσει. Όλοι κοιτάξαμε έκπληκτοι τον εισβολέα αφού απαγορευόταν ρητά να εισχωρήσει κάποιος μέσα στην αίθουσα κατά την διάρκεια της συνέλευσης. Ο Μανώλης στεκόταν ταραγμένος ενώπιον όλων μας.

«Η Βασίλισσα αγνοείται» φώναξε και μερικοί σηκώθηκαν όρθιοι ενώ άλλοι έβγαλαν μια κραυγή απελπισίας σκεφτόμενοι ότι η Επανάσταση θα επέστρεφε. Ο Φίλιππος διένυσε την απόσταση που τους χώριζε ταχύτατα και στάθηκε μπροστά του.

«Τι συνέβη;» τον τράνταξε τοποθετώντας τα χέρια του στους ώμους του φίλου μου.

«Πήγε να επιθεωρήσει το σχολείο όπως κάθε Τετάρτη. Μπήκε στο κτίριο και έπειτα κανείς δεν μπορεί να την βρει...» είπε προσπαθώντας να δείχνει αυτοπεποίθηση. Σηκώθηκα όρθιος και πλησίασα με την σειρά μου τον Μανώλη. Ο Κρίστοφερ και ο παππούς της με μιμήθηκαν.

«Ψάξατε το κτίριο καλά;» ρώτησε ο παππούς της ατάραχος. Ακόμη και με τα νέα αυτά είχε καταφέρει να διατηρήσει την ηρεμία του.

«Ναι»

«Οι Επαναστάτες» είπε ο Φίλιππος και γύρισε προς το μέρος μου εξοργισμένος. Με έπιασε από το πουκάμισο και με έσπρωξε.

«Τι άλλο θέλετε από εμάς;» σήκωσε την γροθιά του και ήταν έτοιμος να την φέρει στο πρόσωπο μου. Την απέφυγα εύκολα. Τον κοίταξα γεμάτος μίσος.

«Πως είσαι τόσο σίγουρος ότι το έκανε κάποιος κοινός και όχι κάποιος Γαλαζοαίματος;» η φωνή μου έσταζε μίσος. Και ορκιζόμουν ότι μόλις έβρισκα εκείνον που την πλήγωσε θα τον σκότωνα. Τα μάτια του Φίλιππου γούρλωσαν.

«Μη λες βλακείες» είπε μόνο ο αδερφός της.

«Δεν είναι βλακείες» απάντησα κοιτάζοντας τον με βλέμμα που ήξερα ότι αν είχε την ικανότητα να σκοτώνει όλοι τους θα βρίσκονταν αιμόφυρτοι στο πάτωμα.

Φυλακισμένες ΨυχέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα