Η Νατάσσα κοίταζε την Κατερίνα χωρίς να πιστεύει αυτό που άκουγε.Πως μπορεί να είχε πεθάνει ο Έκτορας; Το χρώμα έφυγε από τα μάγουλά της. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και αισθανόταν να έχει αδειάσει η ψυχή της: "Τι λες, πότε έγινε; Αποκλείεται κάποιο λάθος κάνεις." τα λόγια έβγαιναν από το στόμα της σαν παράκληση.
Τα πόδια της Κατερίνας δεν την κράτησαν άλλο και έπεσε στο πάτωμα κλαίγοντας με λυγμούς. Η Νατάσσα γονάτισε δίπλα της. Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. Ανάμεσα στους θρήνους της η Κατερίνα απάντησε στην ερώτηση της Νατάσσας: "Χθες το βράδυ του είχαν στήσει καρτέρι. Δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα. Από τα λεγόμενα αυτών που τον βρήκαν, ήταν μόνος του και μάλλον επέστρεφε στην Ήλιδα αλλά οι δολοφόνοι το γνώριζαν και του είχαν στήσει καρτέρι." Όλη αυτή την ώρα τα μάτια της Νατάσσας έτρεχαν δάκρυα χωρίς να το καταλαβαίνει .
"Δεν μπορεί Κατερίνα, εγώ τον είδα χθες το βράδυ και μου μίλησε." Η φωνή της όσο μιλούσε διακόπτονταν από λυγμούς.
Τα μάτια της Κατερίνας στράφηκαν επάνω της, άδεια από ψυχή: "Σήμερα το πρωί έφεραν το σώμα του.Τον είδα. Πρέπει να πάω κοντά του να τον ετοιμάσω. Αυτός πάντα έκανε οτι μπορούσε για μας, τώρα πρέπει να τον περιποιηθώ όσο καλύτερα μπορώ, για να φύγει τόσο όμορφος, όσο όμορφος ήταν όταν έζησε." Σαν υπνωτισμένη έβαλε τα χέρια της κάτω για να στηριχτεί και σηκώθηκε.
Η Νατάσσα την κοίταζε παραλυμένη από τον πόνο που αισθανόταν. Είχε μουδιάσει ολόκληρη. Δεν μπορεί να συνέβαινε πάλι. Ξανά της έκλεβαν τους ανθρώπους που αγαπούσε. Κοίταξε την Κατερίνα που απομακρυνόταν σκυφτή σα να είχε γεράσει μονομιάς.
Σηκώθηκε με δυσκολία από το πάτωμα όταν άκουσε γρήγορα βήματα να την πλησιάζουν. Γύρισε και είδε τον Δημήτρηνα την κοιτάζει με ανήσυχο βλέμμα. Όταν έφτασε δίπλα της την έπιασε από τους ώμους, αλλά δεν της είπε τίποτα μόνο την κοίταξε. Εκείνη σκούπισε τα μάτια της και του είπε με σιγανή φωνή: "Για να βρίσκεσαι εδώ τέτοια ώρα φαντάζομαι οτι γνωρίζεις τι συνέβη."
Εκείνος της απάντησε: "Ναι, το έμαθα.Πως είσαι;"
"Όταν χάθηκαν οι γονείς μου, ο Έκτορας πήρε τη θέση τους και ήταν πάντα δίπλα μου.Τα πιο πολλά χρόνια τα έζησα μαζί του. Ήταν ο δάσκαλος μου ,ο προστάτης μου, φίλος μου και έγινε ο δεύτερος μου πατέρας. Αυτοί που δολοφόνησαν τους γονείς μου, τώρα δολοφόνησαν και το δεύτερο μου πατέρα. Σήμερα δολοφόνησαν την ψυχή μου." Ο Δημήτρης είδε το βλέμμα της να σκληραίνει.Τα δάκρυα σταμάτησαν να τρέχουν στα μάγουλά της. Αισθάνθηκε το φόβο να γραπώνει την καρδιά του. Ήταν σα να είχε ακούσει τον ήχο της καρδιάς της που ράγιζε. Τα μάτια της τον κοίταζαν αλλά δεν τον έβλεπαν: "Πρέπει να βοηθήσω την Κατερίνα με τις ετοιμασίες" του είπε και γύρισε στο δωμάτιο της για να ετοιμαστεί.
Ο Δημήτρης αφού στάθηκε για λίγο να κοιτάζει την κλειστή πόρτα, ξεκίνησε για να βρει το Νικόλαο .
Ο βασιλιάς ήταν στο γραφείο του και κοίταζε τα χαρτιά μπροστά του χωρίς να τα βλέπει. Μπορούσε να φανταστεί σε τι κατάσταση θα ήταν τώρα η Νατάσσα. Ώσπου να εξαφανίσουν την πηγή των κακών, οι εχθροί τους θα συνέχιζαν να τους καταδιώκουν προκαλώντας τους πόνο. Ήθελε να πάει κοντά στην αδερφή του, να την αγκαλιάσει και να την παρηγορήσει, αλλά αισθανόταν υπεύθυνος για αυτά που συνέβαιναν. Ένοχος που δεν είχε τη δύναμη να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο αυτούς που τους είχαν κάνει τόσο κακό. Μπορεί να λεγόταν βασιλιάς, αλλά η εξουσία του ήταν περιορισμένη. Άλλοι ήταν αυτοί που κινούσαν τα νήματα. Η μόνη λύση θα ήταν να βρει τις αποδείξεις που χρειαζόταν για να τους πάρει πίσω αυτή τη δύναμη.
Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και μπήκε μέσα ο Δημήτρης . Ο Νικόλαος τον ρώτησε:"Την είδες; Πως είναι;" η αγωνία χρωμάτιζε τη φωνή του.
"Φοβάμαι για τη Νατάσσα. Δεν μπορώ να καταλάβω τι σκέφτεται και είναι πάρα πολύ πληγωμένη. Ίσως θα πρέπει να πας να τη δεις." Ο Δημήτρης δεν μπορούσε να του περιγράψει με λόγια τον πόνο που κατάλαβε οτι αισθανόταν η Νατάσσα.
"Δεν αντέχω να δω τον πόνο της, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα γιαυτόν. Δεν ξέρω πως πρέπει να την παρηγορήσω την στιγμή που αισθάνομαι ένοχος για αυτό που συνέβη.»
Ο Δημήτρης συγκινήθηκε βλέποντας τη βαθιά αγάπη του Νικόλαου για την αδερφή του. Πριν προλάβει να του μιλήσει όμως, ακούστηκε ένα βιαστικό χτύπημα στην πόρτα και η Μαίρη μπήκεκε μέσα τρέμοντας και κρατούσε ένα γράμμα στο χέρι της.
"Συγνώμη που σας διακόπτω αλλά νομίζω οτι πρέπει να δείτε αυτό." Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα και με δυσκολία οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα της.
Ο Δημήτρης άρπαξε το γράμμα και η καρδιά του βούλιαξε όταν κατάλαβε από ποιον ήταν. Ο Νικόλαος άπλωσε το χέρι του και το χρώμα έφυγε από τα μαγουλά του όταν κατάλαβε. Οι δυο τους στάθηκαν δίπλα και διάβαζαν
'Αγαπημένε μου αδερφέ
Σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις . Δε μου αρέσει που σε αφήνω πάλι μόνο σου, αλλά αυτό είναι κάτι που πρέπει να κάνω. Να είσαι δυνατός και να έχεις δίπλα σου μόνο ανθρώπους που σου έχουν αποδείξει οτι σου είναι πιστοί και όχι αυτούς που λένε οτι είναι πιστοί.
Αυτή ήταν και η τελευταία συμβουλή του αγαπημένου μου Εκτορα σε μένα . Μην με ψάξεις . Όταν τελειώσω αυτό που πρέπει να κάνω, θα γυρίσω να σε βρω. Το μόνο που θα σε παρακαλέσω, είναι να μην αφήσεις κανένα να καταλάβει οτι έχω φύγει .
Υπόσχομαι οτι θα κάνω οτι μπορώ για να σε απαλλάξω από τα παράσιτα του βασιλείου, ώστε να μπορέσεις να κυβερνήσεις, όπως ήθελε πάντα ο πατέρας, με δικαιοσύνη. Με τη σκέψη μου θα είμαι πάντα δίπλα σου .
Νατάσσα'
"Πάω να την βρω." είπε αποφασιστικά ο Δημήτρης. Για ακόμη μια φορά έφευγε μακριά του.
Η Μαίρη του έπιασε το μπράτσο και του έδωσε ένα δεύτερο γράμμα που ήταν σφραγγισμένο και όχι ανοιχτό σαν το προηγούμενο.
'Αγαπημένε μου Δημήτρη
Μην ετοιμάζεσαι να με ψάξεις. Αυτή τη φορά δε θα τα καταφέρεις, γιατί εγώ είμαι που θέλω να κρυφτώ. Σου είχα πει για τις προτεραιότητες μου. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να κάνω.
Ο θάνατος του Έκτορα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ήθελα να διώξω την ιδέα της εκδίκησης από το μυαλό μου εξαιτίας σου, αλλά δεν με άφησαν. Μου πήραν άλλον ένα αγαπημένο μου άνθρωπο. Δεν θα τους επιτρέψω να το ξανακάνουν.
Συγχώρεσέ με και συνέχισε τη ζωή σου. Μην με περιμένεις. Λυπάμαι που δεν μπορώ να σου υποσχεθώ κάτι για το μέλλον.
Νατάσσα'
Ο Δημήτρης ήξερε οτι το δικό του ήταν γράμμα αποχαιρετισμού. Τον αποδέσμευε, γιατί δεν ήξερε αν θα επέστρεφε ενώ στον αδερφό της, είχε γράψει γράμμα παρηγοριάς. Δεν ήθελε να τον αφήσει να καταλάβει, οτι με αυτό που θα έκανε θα έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή της. Πάντα ήταν πιστή στους ανθρώπους που αγαπούσε. Γι αυτό όποιος τη γνώριζε την ήθελε δίπλα του.
Ο Νικόλαος τον κοίταζε με αγωνία : "Τι σου λέει; Σου λέει που πηγαίνει;"
Ο Δημήτρηςκούνησε αρνητικά το κεφάλι του αλλά ήθελε να τον παρηγορήσει: "Όχι, το μόνο που λέει είναι οτι θα επιστρέψει" είπε ψέμματα και συνέχισε: "Νομίζω οτι πρέπει να την ψάξουμε. Αν όμως ακουστεί οτι έφυγε, θα βρίσκεται σε κίνδυνο γιαυτό θα πρέπει να το κάνουμε διακριτικά. Πηγαίνω να το οργανώσω" Είπε και βγήκε από το δωμάτιο.
Μόλις βρέθηκε στο διάδρομο ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο και προσπάθησε να οργανώσει τις σκέψεις του. Πως θα έπρεπε να κινηθεί; Το μυαλό του ήταν σε χάος. Αυτό το κορίτσι δε φοβόταν τίποτα. Τώρα πως θα μπορούσε να την προστατεύσει;