Chapter_33

4.7K 486 58
                                    

  Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Κάνει κρύο εδώ πάνω. Μα που βρίσκομαι; Πως ήρθα εγώ εδώ πέρα; 
Τι κτήριο είναι αυτό και γιατί βρίσκομαι στην ταράτσα του; 
"Μαμά;" φωνάζω μα απάντηση δεν παίρνω. 
Ο άνεμος δυναμώνει κάνοντας τα μαλλιά μου να μπαίνουν μπροστά στο πρόσωπο μου με αποτέλεσμα να μην βλέπω και πολύ καλά.

"Τζακ;" φωνάζω απεγνωσμένα.

Κοιτάζω τριγύρω για καμία πόρτα που να μπορώ να φύγω αλλά δεν βρίσκω κάτι. Το μέρος είναι περικυκλωμένο από κάγκελα. Πλησιάζω στην άκρη και από κάτω βλέπω μία λεωφόρο και αυτοκίνητα να κορνάρουν σαν τρελά. Τι γίνεται;

Απομακρύνομαι από εκεί, το ύψος είναι μεγάλο και με κάνει να φοβάμαι.
"Είναι κανείς εδώ;" φωνάζω και νιώθω τα μάτια μου να βουρκώνουν. 
Μα δεν απάντησε κανείς.

"Σας παρακαλώ! Τζακ!" ουρλιάζω σαν τρελή αλλά τίποτα. 

"Ηρέμησε" ακούω μία φωνή από πίσω μου.

"ΚΑΠΗ;" λέω και κοκαλώνω στην θέση μου. Δεν μπορεί είναι νεκρός!
Πως βρέθηκε εδώ;

"Σύντομα όλα θα τελειώσουν, κάνε υπομονή" λέει και με προσπερνάει.

"Μα πως ζείτε; Είστε καλά;" ρωτάω μα εκείνος με αγνοεί και προχωράει προς τα κάγκελα με την άσπρη νυχτικιά του να ανεμίζει από τον άνεμο.

"Κ. Γουίλιαμς" φωνάζω μα δεν με ακούει. 

Φτάνει στα κάγκελα και σταματάει. Ανεβάζει το ένα του πόδι πάνω στα κάγκελα και τότε καταλαβαίνω τι θέλει να κάνει. Θέλει να πηδήξει, να αυτοκτονήσει!

"Όχι Κ.Γουίλιαμς!" φωνάζω και τρέχω προς το μέρος του μα σκοντάφτω.

Γρήγορα σηκώνομαι και τρέχω κοντά του. Τα μάγουλα μου είναι υγρά από τα δάκρυα μου και νιώθω το αίμα να κυλάει από το γόνατο μου.

"Έλα μαζί μου Ντάρσυ, έλα" λέει ενώ έχει περάσει από την άλλη μεριά , άμα αφήσει τα κάγκελα πάει.

"Έλα" λέει και μου δίνει το χέρι του.

"Κ.Γουίλιαμς σας παρακαλώ" λέω μέσα από τους λυγμούς μου. 

Του δίνω δειλά το χέρι μου και τότε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αλλάζουν. Ένα πονηρό και ταυτόχρονα διαβολικό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλι του και τα μάτια του αλλάζουν χρώμα. 

"Κρίμα" είναι το μόνο που λέει και με τραβάει μαζί του κάτω χωρίς τα κάγκελα να σταθούν εμπόδιο.

"Όχιιι! Μαμά! Τζακ!" ουρλιάζω και προσπαθώ να ξεφύγω, μα μάταια.

Χάνομαι στο κενό μαζί του.


___

"Ντάρσυ ξύπνα αγάπη μου" ακούω την μαμά μου να λέει και να κουνάει ελαφρά τον ώμο μου. Τα μάτια μου ανοίγουν αλλά τα πάντα είναι θολά μιας και έκλαιγα.

"Μαμά" κλαψουρίζω και πέφτω στην αγκαλιά της.

"Σςς ήταν ένας εφιάλτης, ηρέμησε" λέει και ξεσπάω σε κλάματα.

"Ήταν εκεί μαμά ήταν εκεί, ζωντανός!" λέω μέσα στους λυγμούς.

"Ποιος;" ρωτάει και τραβιέται ώστε να με κοιτάει.

"Ο Κ.Γουίλιαμς"

"Οο Ντάρσυ" λέει και με αγκαλιάζει πιο σφικτά. 


Οι Γείτονες Donde viven las historias. Descúbrelo ahora