Chapter_10

5.3K 523 29
                                    

Είμαι ασφαλής...

Ακούω φωνές αλλά νιώθω τόσο αδύναμη ώστε να ανοίξω τα μάτια μου. Τι έγινε;  Δεν θυμάμαι, όλα είναι θολά. Νιώθω έναν έντονο πόνο στο γόνατο μου και το κεφάλι μου βουίζει.
"Μπήκαν στο σπίτι της Λούκας μπορεί να την είχαν σκοτώσει! " Αναγνωρίζω την φωνή του Τζακ, ακούγεται αναστατωμένος.
"Ηρέμησε σε λίγο θα ξυπνήσει!" Λέει η άλλη φωνή που λογικά ανήκει στον Λούκας.
"Την βρήκαν! Ο Σεμπάστιαν θα την σκοτώσει άμα την βρει!"
"Για αυτό πρέπει να την έχουμε από κοντά!Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όλοι μας, μπορεί να είναι οπουδήποτε!"
Προσπαθώ να ανοίξω τα μάτια μου και τα καταφέρνω σιγά σιγά, αλλά νιώθω αδύναμη να τα κρατήσω ανοιχτά. Έτσι βυθίζομαι πάλι στο σκοτάδι, με ένα γνωστό όνομα να τριγυρνάει στο μυαλό μου. 
Σεμπάστιαν.

Τα μάτια μου ανοίγουν σιγά σιγά και έρχομαι αντιμέτωπη με ένα άγνωστο δωμάτιο. Πως βρέθηκα εδώ;  Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να θυμηθώ. Εικόνες από εχθές το βράδυ έρχονται στο μυαλό μου. Θυμάμαι να με κυνηγάνε , θυμάμαι και ένα όνομα τον Σεμπάστιαν. Ποιος είναι αυτός;
Πρέπει να πάω σπίτι! Προσπαθώ να σηκωθώ αλλά το κεφάλι μου πονάει τόσο πολύ που πέφτω πίσω στο πάπλωμα. Εκείνη την στιγμή η πόρτα ανοίγει και μέσα μπαίνει ο Τζακ.
"Επιτέλους! Ξύπνησες. "Λέει και έρχεται κοντά μου μαζί με έναν δίσκο γεμάτο φαγητό. Τον κοιτάζω μπερδεμένη... Φυσικά αυτό αυτό ίνα το δωμάτιο του.
"Πως νιώθεις;" Ρωτάει ενώ κάθεται δίπλα μου.
"Πονάει το κεφάλι μου" Λέω και φέρνω το χέρι μου στο σημείο που πονάω.
"Αουτσς! Τσούζει! "
"Ήρεμα η πληγή δεν έχει κλείσει. " Λέει και φέρνει να βρεγμένο πανί και το ακουμπάει στο κούτελο μου.
"Τι θυμάσαι από εχθές; " Ρωτάει ενώ συνέχιζε να σκουπιζει την πληγή.
"Λίγα.  Θυμάμαι να με κυνηγάνε μέσα στο σπίτι και να με χτυπάνε ενώ πήγα να ανέβω την σκάλα. "Λέω και νιώθω δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλα μου.
"Να πηδάω από ένα παράθυρο. " Συμπληρώνω.
Σκουπίζω τα μάτια μου και κάθομαι στο κρεβάτι. Ο Τζακ έρχεται πιο κοντά μου και με αγκαλιάζει προσπαθώντας να με ηρεμήσει. Ανατριχιάζω και ταυτόχρονα τρομοκρατούμε με αυτή την κίνηση, μιας και δεν έχω συμφιλιωθεί ακόμα με το γεγονός ότι σκότωσε έναν άνθρωπο στο δασάκι του σχολείου.Αλλά μπορεί να μην είναι τόσο κακός όσο φαίνεται, ίσως να μπορώ να τον εμπιστευτώ τελικά.

Μένουμε για λίγο έτσι μέχρι που θυμάμαι ένα όνομα που λέγανε οι τύποι στο σπίτι μου. Σεμπάστιαν. 
"Δουλεύουνε για έναν Σεμπάστιαν." Λέω απότομα και με κοιτάει με γουρλωμένα μάτια, ενώ απομακρύνεται. 
"Που το ξέρεις;" Ρωτάει.
"Τους άκουσα που το λέγανε." Συν ότι άκουσα τον Τζακ και τον Λούκας αλλά αυτό καλύτερα μην το αναφέρω.
 Ποιος είναι αυτός;" Ρωτάω ,αλλά ο Τζακ σηκώνεται και μου φέρνει τον δίσκο με το φαγητό.
"Καλύτερα να φας κάτι πέρασες πολλά εχθές." Προτείνει και αφήνει τον δίσκο δίπλα μου, προσπαθώντας να αγνοήσει την ερώτηση μου.
"Ευχαριστώ." Λέω και αφήνω την συζήτηση για τον Σεμπάστιαν.
Αρχίζω και τρώω γρήγορα μιας και έχω να φάω από εχθές το μεσημέρι στο σχολείο. Σχολείο!
"Τι ώρα είναι;" Ρωτάω πανικόβλητη.
"Έντεκα " Απαντάει χαλαρά ο Τζακ.
"Πρέπει να πάω σχολείο!" Λέω και σηκώνομαι γρήγορα από το κρεβάτι. Δεν προλαβαίνω να κάνω βήμα και σωριάζομαι στο πάτωμα από τον πόνο που νιώθω στο αριστερό μου γόνατο.
"Ήρεμα! Δεν θα πας σχολείο σήμερα μίλησα με την μητέρα σου και της είπα ότι είσαι άρρωστη. Πήρε το σχολείο και ενημέρωσε." Λέει και με σηκώνει από το πάτωμα.
"Και ήρεμα με το πόδι σου." Συμπληρώνει.
Αφού φάω αποφασίζουμε να πάμε στο σπίτι μου, να ελέγξει μήπως αφήσανε τίποτα. Μαζί του πήρε και ένα όπλο ,έμεινα να τον κοιτάζω μέχρι που μου είπε ότι μπορεί να μην είχανε φύγει ακόμα. Αρχικά πήγε αυτός για να ελέγξει και μετά θα ερχόταν να με πάει στο δωμάτιο μου. Έτσι έμεινα μόνη μου στο δωμάτιο του περιμένοντας τον να επιστρέψει.
Μετά από ένα τέταρτο επέστρεψε και με σήκωσε προσεκτικά από το κρεβάτι του. Μέσα σε δέκα λεπτά είχαμε φτάσει στο δωμάτιο μου.
"Πρέπει να τακτοποιήσεις την πόρτα σου." Λέει ενώ είναι έτοιμος να πηδήξει από το παράθυρο πίσω στο δικό του.
"Τα λέμε." Λέει και εξαφανίζεται πίσω στο δωμάτιο του. Κλείνει την κουρτίνα πίσω του και εγώ πέφτω εξουθενωμένη στο κρεβάτι μου. Επιτέλους ησυχία. 

Την υπόλοιπη μέρα την πέρασα στο κρεβάτι μου διαβάζοντας και σκεπτόμενη τι θα κάνω από εδώ και πέρα, τα πράγματα έχουν αρχίσει να ξεφεύγουν. Τι θα γινόταν άμα η μαμά μου δεν ήταν Νέα Υόρκη και την έβρισκαν εδώ; Ούτε που θέλω να φαντάζομαι. Καλύτερα να μην μιλήσω σε κανέναν για αυτά που έγιναν σήμερα, ούτε στην Κέλλυ σε αρκετό κίνδυνο την έχω βάλλει.

Γύρω στις δώδεκα αποφασίζω να κλείσω τα φώτα και να πέσω για ύπνο, ήταν μια δύσκολη μέρα η σημερινή όπως και η χθεσινή. Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου αλλά ο ύπνος δεν με παίρνει συνεχώς  έχω παραισθήσεις ότι ακούω φωνές και διάφορους θορύβους από τον κάτω όροφο. Δεν μπορώ να κοιμηθώ,φοβάμαι.

¤°¤°¤°¤°¤°¤°¤°¤°¤°¤°¤°¤°¤°¤°¤°¤°¤°¤°¤°¤   

Hey everybody!

Ελπίζω το κεφάλαιο να σας άρεσε!
Καλά να περνάτε! Τα λέμε σύντομα!
Σχολίασε και ψηφίστε παρακαλώ★

See ya chicas!★

Οι Γείτονες Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα