Chapter 1

1.4K 62 1
                                    

Νιώθω το σώμα μου για άλλη μια φορά να είναι πιασμένο... με το χέρι μου τρίβω ελαφρά το λαιμό μου και ξεκουμπωνω το πρώτο κουμπί του πουκάμισου μου... ρίχνω το βλέμμα μου έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου μου... φώτα παντού... κόσμος έξω... όλοι τους είναι με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη... θα ήθελα να είμαι σαν και αυτούς... σαν όλες αυτές τις φιγούρες που μπορούν να χαμογελάσουν ξέγνοιαστα... που δεν τους νοιάζει αν κάποιος θα τους κατακρίνει... που δεν υπάρχει κάποιος να τους φωνάξει επειδή εξωτερικεύουν τα συναισθήματα τους.... Το βλέμμα μου πέφτει στο ρολόι που φορούσα στον αριστερό μου καρπό... η ώρα ήταν περασμένες δέκα...

«Όπου να ναι πλησιάζουμε στο σημείο συνάντησης»... η φωνή του σοφέρ μου με κάνει να σηκώσω το βλέμμα μου προς τον καθρέπτη ανάμεσα στις δυο μπροστινές θέσεις... εκείνος κοιτούσε τον δρόμο μπροστά μας... άλλο ένα μίτινγκ... σκέφτομαι από μέσα μου.... Απλώνω το χέρι μου προς τον χαρτοφύλακα μου για να πιάσω με το χέρι μου κάτι έγγραφα που είχα μπροστά μπροστά ώστε να τους ρίξω μια τελευταία μάτια... η αποψινή συνάντηση είναι αρκετά σημαντική όποτε πρέπει να βάλω τα δυνατά μου... καθώς κοιτάζω για μια τελευταία φορά το περιεχόμενο και τις σημειώσεις μου ο δυνατός ήχος από το κινητό μου ήχησε.... Το βλέμμα μου αυτόματα κοίταξε αυτήν την έντονη οθόνη που αναβόσβηνε... για λίγο το βλέμμα μου έμεινε καρφωμένο να κοιτάζει το όνομα που αναγραφόταν στην θέση του καλούντα... δεν ήθελα να το σηκώσω... δεν ήθελα να του μιλήσω... ήξερα πως ο λόγος που με καλούσε δεν ήταν για καλό...

«Κα. Castello φτάσαμε»... η φωνή του οδηγού μου με έκανε να ξεκόλλησω το βλέμμα μου από το κινητό μου... λίγο μετά εκείνο έπαψε να χτυπάει... Castello ε;... κάθε φορά που ακούω αυτό το επίθετο θέλω να ουρλιάξω... να φωνάξω... να πω σε όλους να μην με ξανά φωνάξουν ποτέ έτσι!... με αυτό το απαίσιο όνομα... δεν θέλω να έχω καμία σχέση με αυτήν την οικογένεια... ούτε με εκείνον.... Σκέφτομαι καθώς παιρνω τα πράγματα μου και βγαίνω από το αυτοκίνητο... αφού λέω στον οδηγό μου να μην με περιμένει εκείνος φεύγει καθώς εγώ ξεκινάω να κατευθύνομαι προς αυτό το πολυτελές εστιατόριο....

[...]

Κοιτάζω το ρολόι μου καθώς κατεβαίνω από το ταξί... η ώρα είχε περάσει τα μεσάνυχτα... για άλλη μια φορά άργησα... δεν περίμενα να κρατήσει τόσο πολύ το αποψινό δείπνο... είμαι τόσο κουρασμένη αλλά δεν έχει σημασία... αυτό που μετράει είναι πως η συνάντηση πήγε καλά!... σκέφτομαι καθώς διασχίζω τον τεράστιο κήπο μέχρι να φτάσω στην τεράστια σιδερένια πόρτα της έπαυλης... ο χώρος είχε αμυδρό φωτισμό όπως πάντα... μέσα από την έπαυλη όλα τα φώτα φαινόντουσαν σβηστά... με το που φτάνω στην πόρτα και πάω να ανοίξω εκείνη ανοίγει απότομα από μόνη της... πίσω από αυτήν ξεπροβάλει η οικονόμος που φρόντιζε την έπαυλη καθώς και όλες τις υπηρέτριες... ο χώρος φωτίστηκε αυτόματα... εκείνη κάνει στην άκρη να περάσω καθώς με υποδέχεται... χωρις να πω τίποτα της δίνω το παλτό που φορούσα... για λίγο κοιτούσα γύρω μου.... μάλλον εκείνος δεν είναι εδώ... καλύτερα... σκέφτομαι καθώς γυρίζω να την κοιτάξω... εκείνη σκύβει το κεφάλι και με χαμηλή φωνή μου λέει

Between yearning and obsession Where stories live. Discover now