Chapter 7

384 26 2
                                    



Κάνοντας μερικά βήματα προς το εσωτερικό του εστιατορίου κατευθείαν μπορούσες να διακρίνεις ότι ο χώρος φώναζε απ' έξω και από μέσα χλιδή... πλησίασα προς την υποδοχή και άφησα το παλτό μου ενω αποφάσισα να πάρω την τσάντα μου μαζί μου... με το που προχώρησα λιγο έφτασα μπροστά απο μια τεράστια σάλα... ο χώρος ήταν τεράστιος... είχε μέχρι και ζωντανή ορχήστρα... για λίγο θαύμαζα την διακόσμηση... έμοιαζε σα να βγήκε από πίνακα της βικτωριανής εποχής... μαρμάρινο πάτωμα... μαρμάρινοι κίονες... διαφορά αγάλματα από εδώ και από κει... πραγματικά μαγευτικό... δεν είχε ξανά τύχει να βρεθώ σε ένα τέτοιο μέρος... τι κρίμα που η βραδιά μου θα πάει στράφι ... σκέφτομαι καθώς πλησιάζω έναν κύριο που στεκόταν στην υποδοχή... του λέω το όνομα στο οποίο ήταν η κράτηση και για λίγο φαίνεται να παγώνει...
'Π-παρακαλώ περάστε  από δω'... ο τόνος του αμήχανος... παίρνω μια κόφτη και τελευταία ανάσα και τον ακολουθώ... όσο πλησιάζαμε προς  το τραπέζι τόσο ένιωθα το οξυγόνο μου να λιγοστεύει... δεν μπορούσα παρα να σκέφτομαι τι μπορεί να ακούσω και πως να διαχειριστώ την όλη κατάσταση... ξαφνικά ο σερβιτόρος μπροστά μου σταματάει όποτε σταματάω και γώ λίγα μέτρα πιο πίσω του... νιώθω το σώμα μου να σφίγγεται... οι παλάμες μου αρχίζουν να ιδρώνουν... δευτερόλεπτα αργότερα εκείνος εξαφανίζεται και μπροστά μου αντικρίζω όλη την οικογένεια... τα βλέμματα τους αδιάφορα... φαινόταν σα να μην έδιναν καμία σημασία στο ότι στεκόμουν ακριβώς στην άκρη του τραπεζιού ... μιλούν μεταξύ τους σαν να μην υπάρχω για άλλη μια φορά...

Α:Άργησες... απότομα το αίμα στις φλέβες μου παγώνει στο άκουσμα και μόνο της φωνής του... ξάφνου νιώθω τέσσερα ζευγάρια μάτια επάνω μου... τα βλέμματα τους μου προκαλούσαν αποπνιξια... αλλά πιο πολύ απ όλα αυτό που με έκανε να νιώθω πιο παράξενα απ όλα ήταν το δικό του... τόσο έντονο... τόσο άβολο... τόσο περίεργο... ένιωθα να με καίει...

Ο:Χα· προφανώς και θα αργούσε αφού δεν έχει τρόπους... η έντονη φωνή της μητέρας του έσπασε αυτήν την περίεργη ατμόσφαιρα.... Το βλέμμα της έντονο... άγριο... ήταν ολοφάνερο πως η παρουσία μου χάλασε αυτό το αρμονικό τους κλίμα...

F:Είχε αρκετή κίνηση στους δρόμους... λέω καθώς κατευθύνομαι στην μόνη καρέκλα που ήταν ελεύθερη...

Ο: Χα· κοιτά θράσος! Τολμάει να μου αντιμιλάει και ολας!.... Λέει υψώνοντας τον τόνο της φωνής της

L:γλυκιά μου ηρέμησε... καθώς καθομαι στην καρέκλα μου το βλέμμα μου πέφτει επάνω τους... μια φανερά συγχυσμένη γυναίκα και από διπλα της ένας στοργικός άντρας να προσπαθεί να την ηρεμίσει.... Olivia και Luther Castello... οι γονείς του Alexander... ρίχνω το βλέμμα μου στο τραπέζι μπροστά μου... το κλίμα δεν άργησε να επανέλθει... όλοι τους φερόντουσαν φυσιολογικά σα να μην είμαι εκεί... το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να πίνω... δεν μπορούσε να πάει μπουκιά κάτω για άλλη μια φορά... που και που κοιτούσα το χώρο γύρω μου... για πρώτη φορά είχα και κάπου άλλου να στρέψω την προσοχή μου... ο χώρος ήταν τόσο ωραία διακοσμημένος... είχε ευτυχώς πολλές και διάφορες μεριές να κοιτάξεις... απότομα νιώθω μια καυτη ανάσα να χτυπάει το αφτί καθώς και το λαιμό μου...

Between yearning and obsession Where stories live. Discover now