Chapter 30

69 8 4
                                    


Η ώρα είχε περάσει χωρίς να το καταλάβω.... Είχε είδη φτάσει μεσημέρι... σήμερα η μέρα την παράξενα φωτεινή... έμοιαζε λες και είχε έρθει απότομα το καλοκαίρι... μια εποχή που έφτασα να μισώ... μια εποχή που κάθε φορά που ερχόταν συνοδευόταν από αναμνήσεις επίπονες... επίπονες και θλιβερές.... Αμέσως κούνησα ελαφρά το κεφάλι μου και ξεκίνησα να περπατάω με προορισμό την έπαυλη....

[...]

Τα βήματα μου , αρκετή ώρα μετά , με έφεραν έξω από την έπαυλη... το σώμα μου δεν ήταν σε θέση να δουλέψει όπως πριν... χρειαζόμουν ξεκούραση... έτσι αποφάσισα δυο μέρες τη βδομάδα να αφήνω τα απογεύματα μου κενά και να δουλεύω από την έπαυλη... όσο και να το μισώ αυτό το μέρος , το δωμάτιο μου ήταν το μόνο μέρος που δεν με ενοχλούσε κανείς... που ένιωθα ηρεμία.... καθώς πλησίαζα την τεράστια εξώπορτα όλο και πιο πολλές φωνές άκουγα να έρχονται από μέσα... τι στο καλό συμβαίνει;... παραξενεύτηκα... συνήθως το μέρος είναι πιο ήσυχο και από κοιμητήριο....  Με γρήγορα και σταθερά βήματα πλησίασα προς την κεντρική είσοδο του σπιτιού... πριν προλάβω να βγάλω τα κλειδιά μου και να ανοίξω παρατήρησα πως η πόρτα ήταν ήδη ανοιχτή... πράγμα που έκανε τους ήχους όπου άκουγα από μέσα πιο ξεκάθαρους...

«Μαντάμ δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό εδώ!»... η φωνή της οικονόμου Ακουγόταν μέχρι έξω.. τι στο καλό-.... Με το χέρι μου έσπρωξα την πόρτα για να ανοίξει.... Όταν πλέον αυτό το κομμάτι που εμπόδιζε την όραση μου έφυγε από μπροστά μου άρχιζα να καταλαβαίνω τι διαδραματιζόταν εκείνη τη στιγμή.... μπροστά μου έβλεπα ένα σαλόνι γεμάτο πράγματα... πράγματα πεταμένα δεξιά και αριστερά... ρούχα... παπούτσια... βιβλία... και όλα αυτά ήταν πράγματα δικά μου.... Και στο κέντρο όλου αυτού του πανικού... βρισκόταν... η μητέρα του Alexander.... Κοιτάζοντας με ένα βλέμμα ικανοποίησης στα μάτια...

Ο: για κόρη 'πλούσιου' λίγα πράγματα δεν έχεις;... το βλέμμα μου για άλλη μια φορά κοιτούσε το χώρο γύρω μου... ακόμα δεν είχα καταλάβει τι συνέβαινε... τα λόγια της με έκανα απλώς να κοιτάξω... να κοιτάξω τις δυο χάρτινες κούτες που περιείχαν τα παπούτσια μου και τα πατσαβουριασμενα ρούχα μου που καλύπτανε τον μισό καναπέ...

F:Τι ακριβώς κάνετε μητέρα;... ο τόνος μου άχρωμος... έκανα δυο βήματα μπαίνοντας επιτέλους μέσα στην έπαυλη... το βλεμμα της αμέσως άλλαξε... έγινε πιο άγριο...

Ο:ΠΩΣ ΤΟΛΜΑΣ ΚΑΙ ΜΕ ΑΠΟΚΑΛΕΙΣ ΕΤΣΙ;... η οργή της ολοφάνερη... ο τόνος της φωνής της αγριεμένος... η στάση της εχθρική... καθόταν μερικά μέτρα μακριά μου με σταυρωμένα τα χέρια κοιτάζοντας με με απέχθεια... «Έχεις και το θράσος να με κοιτάζεις στα μάτια;».... Το ύφος της απειλητικό... για λίγο δεν μιλούσα... μη μου πεις... το τηλεφώνημα του πατέρα μου... καθώς και τα λόγια του άρχισαν να παίζουν ξανά στο μυαλό μου... για να είναι αυτή η γυναίκα εδώ μέσα κάνοντας τέτοιο χαμό και φτάνοντας σε σημείο να πετάξει τα πράγματα μου με αυτό το τρόπο από την έπαυλη πάει να πει πως... όχι.. μη βγάζεις ακόμα βιάστηκα συμπεράσματα... δεν μπορεί το μαρτύριο σου να τελειώσει τόσο εύκολα Freya....

Between yearning and obsession Where stories live. Discover now