Παρελθόν κ' Μέλλον Ένα

1.4K 106 1
                                    

Ένα απότομο φρενάρισμα έκανε όλους να μετακινηθούν από τις θέσεις τους.
<Φτάσαμε>φώναξε ο Γιάννης και είχαν γυρίσει όλοι να τον κοιτάζουν. Η Ιωάννα άρχισε να γελάει.
<Καλέ μου άνθρωπε πας καλά. Πάθαμε από συγκοπή>του τόνισε η Εύα και τον σκούντηξε στον ώμο.
<Άστον Ευάκι μου. Ο καλός σου θέλει να μας το παίξει τζόβενος. Ακόμα δεν προλάβαμε να φτάσουμε Αθήνα>. Πετάχτηκε ο Άγγελος και ο Παύλος του χτύπησε την πλάτη.
<Ας κάνει κανένα αστείο και σου λέω εγώ μετά αν θα είναι παντρεμένος ή όχι>απάντησε η Εύα και άφησε ένα αχνό ειρωνικό γελάκι.
<Μην τους ακούς αγάπη μου είναι που ζηλεύουν την αγάπη μας. Εγώ έχω ματιά μόνο για σένα>της είπε και της έκλεισε το μάτι.
<Αυτά αλλού όχι σε μένα κύριε Παπαδόπουλε>
<Εντάξει κυρία Παπαδοπούλου. Η επιθυμία σας διαταγή>.
<Ορίστε αυτά μου κάνεις και δεν μπορώ να σου κρατήσω κακία>. Ετοιμάστηκε να κατέβει από το αυτοκίνητο. Τόση ώρα συζήταγαν μπροστά από το πατρικό της. Η διαδρομή τους με το καράβι ήταν ήρεμη και δεν ζάλισε κανένα τους. Όσο για το αίσθημα της όταν κατέβηκαν από το πλοίο ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Είχε γυρίσει ξανά σπίτι της ξανά στο μέρος της στο τόπο του εγκλήματος. Στο μέρος όπου γνώρισε τον Γιάννη της, το άλλο της μισό.
<Μαμά τι σημαίνει τζόβενος;>ρώτησε η μικρή Ιωάννα η οποία βρισκόταν στα πίσω καθίσματα στην αγκαλιά του Στέφανου. Η Εύα βγήκε από τις σκέψεις της και κοιτάζοντας τον Γιάννη μέσα από το καθρεφτάκι απάντησε.
<Τζόβενος αγάπη μου σημαίνει ότι είσαι πολύ όμορφος>τα αγόρια την κοίταξαν.
<Τι; Στα αλήθεια αυτό σημαίνει κοριτσάκι μου>πήρε την μικρή της από το χέρι και ετοιμάστηκε να κατέβει.
<Μωρό μου σίγουρα δεν θέλετε να έρθω και εγώ μαζί σας;>ρώτησε ο Γιάννης την Εύα.
<Όχι καρδιά μου. Εξάλλου εσύ έχεις να κάνεις κάτι άλλο>του είπε με νόημα και κατέβηκε έχοντας στο ένα χέρι της την Ιωάννα και στο άλλο το καλάθι με το μικρό της φτερωτό άγγελο. Τον μικρό της Φώτη.

Βρισκόντουσαν μπροστά από το σπίτι του.
<Ρε παιδιά δεν μπορώ σας λεω>τους δήλωσε αγχωμένα.
<Σταμάτα τα δεν μπορώ και ανέβα πάνω. Πρέπει να την δεις μάνα σου είναι. Θα έχει χάσει εκατό χρόνια από την ζωή της>του απάντησε ο Παύλος και οι άλλοι συμφώνησαν. Ο Στέφανος τον σπρώξε για να χτυπήσει το κουδούνι καθώς στέκονταν πάνω στο αυτοκίνητο.
<Σιγά ρε ηλίθιε θα με σκοτώσεις>του φώναξε ήρεμα.
<Αντε όμως τελείωνε. Δε θα σε περιμένουμε εκατό ζωές>συνέχισε ο Άγγελος. Ο Γιάννης έκανε μια κίνηση μπροστά στην πολυκατοικία και έχοντας σταθεί κάτω από το υπόστεγο σήκωσε το χέρι του και χτύπησε το κουδούνι. Ξαφνικά ένα κινητό χτύπησε. Ήταν του Παύλου. Τον καλούσε η Εύα αλλά δεν το είπε στους άλλους.
<Παυλάκο άσε τα τηλέφωνα και πάμε πάνω>του είπε ο Γιάννης και εκείνος γούρλωσε τα μάτια του.
<Τι εννοείς; Μόνος σου θα πας πάνω. Δε θα έρθουμε>τόνισε εκείνος και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του.
<Όπα δε το έπιασα. Εννοείς αυτό που κατάλαβα;>ρώτησε με αγωνία.
<Αυτό που κατάλαβες εννοεί. Είναι δικό σου ζήτημα Γιάννη κανενός άλλου>πετάχτηκε ο Άγγελος και έσπασε το κλίμα.
<Εγώ φεύγω προέκυψε μια σημαντική δουλειά>συμπληρώσε ο Παύλος και χωρίς να περιμένει έφυγε προς το αυτοκίνητο του. Ο Στέφανος με τον Άγγελο από την άλλη τον χαιρέτησαν χτυπώντας τον ελαφρά στην πλάτη και έφυγαν.
Ο Γιάννης στεκόταν μπροστά από την πόρτα της εισόδου αλλά κανείς δεν του άνοιγε. Ξανά χτύπησε και αμέσως κάποιος του άνοιξε. Ανέβηκε μέχρι τον τρίτο όροφο όπου ήταν το σπίτι του αλλά με τα πόδια. Καθόλου δεν κουράστηκε αφού η αμηχανία του ήταν έντονη . Βρέθηκε να κοιτάζει το σκούρο καφέ ξύλο. Το σώμα του είχε παγώσει, είχε παραλύσει. Έκανε να σηκώσει το χέρι του για να χτυπήσει την πόρτα αλλά δεν τα κατάφερε. Η εντολή που πήγαινε στον εγκέφαλο είχε σταματήσει. Ώσπου....ώσπου άνοιξε από μόνη της. Μια γυναικεία φιγούρα έκανε την εμφάνιση της. Ήταν στα αλήθεια αυτή η μητέρα του; Του φαινόταν ακόμα ψηλή και τα μακρυά μαλλιά της ήταν πιασμένα σε ένα κολακευτικό κότσο αλλά.....αλλά το πρόσωπο της; Το πρόσωπο της ήταν γεμάτο ρυτίδες και το χαμόγελο της είχε κρυφτεί πίσω από το δέρμα της. Μόλις όμως τον αντίκρισε φάνηκε το πραγματικό της χαμόγελο. Αχ. Πόσο ωραίο ήταν,του θύμιζε της Εύας του.
Τι έκανα θεέ μου; Τι της έκανα; Σκέφτηκε μα η αντίδραση της τον ξύπνησε.
<Γιάννη μου;>φώναξε και άνοιξε τα χέρια της για να το κλείσει στην αγκαλιά της.
<Μητέρα;>ψέλλισε εκείνος σαστησμένος και έπεσε στην αγκαλιά της.

Σχεδόν Μαζί ~Ολοκληρωμένη~Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα