Αντίο

1.6K 126 0
                                    

Το φως έμπαινε από τις γρίλες των παραθυρόφυλλων και τον έκαναν να ξυπνήσει. Ανασηκώθηκε για λίγο στο κρεβάτι και είδε το γράμμα. Το γράμμα που του είχε αφήσει η Εύα. Είχε ακόμα το άρωμα της. Άρωμα τριαντάφυλλο, λευκό τριαντάφυλλο. Άρχισε να το διαβάζει.....
Συγγνώμη. Είναι πολύ λίγο για να σου δώσω να καταλάβεις. Να καταλάβεις πώς δυστυχώς έκανα λάθος για μας. Έκανα λάθος για την σχέση μας. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω πίσω τον χρόνο και να μην έμπλεκα μαζί σου. Μακάρι να μπορούσα να σταματήσω αυτό το πόνο που σου προκαλώ. Τον πόνο που σου προκαλεί το γράμμα μου. Δεν γίνεται αλλιώς δε θα βγάλει πουθενά. Σε ευχαριστώ για τις ωραίες στιγμές που μου χάρισες......
Ξαφνικά ένιωσε ένα βαθύ οξύ πόνο. Λες και τον χτυπούσε κεραυνός, λες και πρωταγωνιστούσε σε ένα εφιάλτη. Στον δικό του εφιάλτη. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχιζε να ετοιμάζεται γρήγορα.
Για όλα υπάρχει μια λογική εξήγηση. Και θα μου την δώσεις Εύα. Είπε με αποφασιστικότητα στον εαυτό του και κατέβηκε τις σκάλες.

Καθόντουσαν στο γραφείο της Μαριάννας και διάβαζαν. Τελευταία μαθήματα έπρεπε να κάνουν επανάληψη. Αρχαία και Μαθηματικά.
<Θεέ μου. Ήθελα να ξέρα ποιός βγάζει αυτό το παλιό πρόγραμμα>. Έκανε η Μαριάννα θυμωμένη στην Εύα η οποία ήταν στο κρεβάτι και διάβαζε.
<Καλά τι έχεις εσύ και δε μιλιέσαι από το πρωί;> την ρώτησε από πραγματικό ενδιαφέρον.
<Τίποτα απλά να μωρέ ψιλό πονάω λιγάκι>. Η αλήθεια είναι πως όντως πονούσε αλλά δεν ήταν αυτό το κύριο μέλημα της. Η αντίδραση του Γιάννη την φόβιζε πολύ.
<Λογικό είναι να πονάς ακόμα. Καλά να σου πω την αλήθεια δεν πονάνε όλες οι γυναίκες απλά εσύ είσαι από την κατηγορία γυναικών που πονάνε>. Της έσκασε ένα αχνό χαμόγελο. Που την έβρισκε την όρεξη πρωί πρωί για αστεία και χαχανιτά δε μπορούσε να καταλάβει. Άφησε την Μαριάννα στο δωμάτιο μόνη της και κλείστηκε στο μπάνιο. Τα δάκρυα της κυλούσαν στα μάγουλα της ανεξέλεγκτα καθώς έβλεπε το πρόσωπο της στο καθρέφτη. Πονεμένο με μαύρους κύκλους και στο χρώμα του ασβέστη. Έπλυνε το πρόσωπο της με τα δύο της χέρια με κατά κρύο νερό. Έπρεπε να ξυπνήσει για τα καλά. Έπρεπε δεν ήθελε. Έπιασε τα μαλλιά της σε μια γαλλική πλεξούδα και βγήκε έξω.
<Ο Χριστός και η Παναγία. Καλά κορίτσι μου γιατί έκλαιγες;>. Εκείνη χωρίς να της απαντήσει έκατσε στο άστρωτο κρεβάτι και άρχισε να κλαίει πάλι με λυγμούς.
<Καλά συγνώμη. Λάθος χρόνος. Δεν έκλαιγες κλαίς. Γιατί;;> την ξανά ρώτησε. Ήξερε όμως πως απάντηση δε θα έπαιρνε.
<Λοιπόν παίρνω τηλέφωνο τον Νεκτάριο να βοηθήσει την κατάσταση. Δε γίνεται αλλιώς>
Μετά από πολλούς χτύπους.....
< Καλά πάτε καλά πρωινιάτικα. Στον ύπνο σας με βλέπατε;> την ρώτησε με αυστηρό ύφος.
<Νεκτάριε άσε αυτά που ξέρεις τώρα. Η Εύα δεν είναι καλά. Κλαίει και δε μου λέει τι έχει. Θέλω βοήθεια>. Για λίγο μια παύση και ένας βαρύς αναστεναγμός.
<Καλά καλά έρχονται τα μεγάλα μέσα. Σε λίγο θα μαι στην πλατεία θα σας περιμένω>.
<Οκ>.
Τα κορίτσια άρχισαν να ετοιμάζονται και καθώς ήταν έτοιμες η Μαριάννα τράβηξε την κολλητή της στο μπάνιο.
<Θα σε βάψω λίγο γιατί είσαι σαν πρησμένο κοτόπουλο. Και ο κακομοίρης ο Γιάννης δε φταίει σε τίποτα να σε δει σε αυτά τα χάλια. Αχ αθώα μου Μαριάννα, αχ και να ξερες.

Σχεδόν Μαζί ~Ολοκληρωμένη~Where stories live. Discover now