Η προδοσία φέρνει την αλήθεια

1.5K 131 3
                                    

Γιάννης

Οι μήνες παιρνάγαν αβίαστα. Το καλοκαίρι είχε μόλις φτάσει. Η σχέση του Γιάννη και της Μυριελας κυλούσε ήρεμα και όμορφα. Κάθε νύχτα ο Γιάννης την έκανε δικιά του χωρίς ενδοιασμούς. Της έκανε έρωτα χωρίς τύψεις. Αυτή η γυναίκα τον αγαπούσε πολύ και δεν τον χρησιμοποίησε ούτε μια στιγμή όπως η Εύα. Δε φοβόταν πια ότι θα τον άφηνε μαζί της ονειρευόταν οικογένεια, παιδιά.
Ήταν μεσημέρι Κυριακής όταν επέτρεφε από την δουλειά του. Πλέον έμενε στο σπίτι της και σε λίγο θα μετέφερε και όλα του τα πράγματα. Πήρε το ασανσέρ και ανέβηκε στον τρίτο όροφο όπου έμενε η Μυριελα. Η πόρτα για κακή του τύχη ήταν ανοιχτή, καθώς πήγε να μπει άκουσε μια αντρική φωνή, ήταν του Άρη.
<Δεν πρόκειται να σου δώσω άλλο χρόνο Μυριελα. Μέχρι το βράδυ θα τον έχεις βγάλει απο την μέση. Μέχρι αύριο το πρωί τον θέλω νεκρό>. Της είπε κατηγορηματικά γεμάτος οργή.
<Δε μπορώ Άρη. Σε παρακαλώ μην το πειράξεις τον αγαπώ>η φωνή της ακουγόταν σπασμένη και βουβή από τα κλάματα της.
<Δε πας καθόλου καλά. Αυτός ο άντρας μου κατέστρεψε την ζωή. Μου πήρε την μοναδική γυναίκα που αγάπησα μου πήρε την Εύα. Την Εύα>. Το χέρι του έπεσε πάνω στο τραπέζι με οργή και ταρακούνησε τον Γιάννη που στεκόταν πίσω από την πόρτα.
Ξαφνικά ο Γιάννης ένιωσε ένα σφίξιμο. Ο Άρης ήταν ο....ο πρώην της Εύας και το μόνο που ήθελε ήταν να τον σκοτώσει. Εκείνη την στιγμή αισθάνθηκε να καταστρέφονται τα τείχη του. Αυτή η γυναίκα ήταν από πάνω μέχρι κάτω ψεύτικη. Όσο και να έμοιαζε με την Εύα δεν ήταν εκείνη. Δεν ήταν η Εύα του όσο ίδιες και να ήταν. Έκλεισε τα μάτια του και έκανε βήματα προς τα πίσω ώσπου ακούμπησε στην σκάλα. Άνοιξε τα μάτια του και άρχισε να τρέχει. Έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από εκείνο το σπίτι. Διαλυμένος ψυχικά για άλλη μια φορά. Προδομένος για άλλη μια φορά από γυναίκα και από φίλο. Δεν είχε κανένα δίπλα του, κανέναν φίλο. Είχε χάσει τα πάντα. Έκατσε σε ένα παγκάκι σε μια πλατεία. Μα πού ήταν; Που βρισκόταν; Το θυμόταν καλά αυτό το μέρος ήταν η πλατεία κοντά στο σπίτι του κοντά στο σχολείο. Ήταν το μέρος που είχε δει για τελευταία φορά την Εύα και τον Νεκτάριο. Έκλεισε τα μάτια του και ακουμπώντας το κεφάλι του στο κορμό του δέντρου άφησε τα δάκρυα του να κυλήσουν. Δάκρυα πίκρας, δάκρυα πόνου. Χτύπησε το κινητό του. Ήταν η Μυριελα.
Πόσο θράσος θεέ μου. Το είπε πιο πολύ για να το ακούσει εκείνος. Πήρε το κινητό και το έσπασε με την δύναμη που το πέταξε στο δρόμο.
Μετά από λίγη ώρα είχε βρεθεί μπροστά από την καγκελόπορτα του σχολείου. Τα πόδια του ασυναίσθητα τον είχαν οδηγήσει εκεί. Κάτι ήθελε να μάθει αλλά ούτε Και εκείνος ήξερε. Μπήκε μέσα, και κατευθύνθηκε προς το γραφείο των καθηγητών. Τους χαιρέτησε σχεδόν όλους και κατέβηκε να φύγει ώσπου είδε τον φυσικό.
<Χρόνια και ζαμάνια. Παπαδόπουλε>του είπε και σταμάτησε μπροστά του.
<Κύριε Γιώργο. Δεν το πιστεύω ακόμα εδώ είστε. Αθάνατος>του είπε και άφησε ένα ειρωνικό γελακι.
<Χάθηκες ρε Γιάννη. Χαθήκατε> εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και τον αγριοκοίταξε.
<Γιατί χαθήκαμε. Δεν αξιώθηκε η δεσποινίς να έρθει να σας δει;>ρώτησε τον παλιό αγαπημένο του καθηγητή.
<Δεν μιλάω μόνο για την Εύα Γιάννη. Μιλάω και για τα παιδιά τον Παύλο, τον Άγγελο και τον Στέφανο>. Ο Γιάννης άφησε έναν μικρό αναστεναγμό απογοήτευσης.  Ίσως και να τα είχε μετρήσει λάθος τα πράγματα τότε, ίσως και να είχε κάνει λάθος για τον Παύλο και την Εύα. Κατέστρεψε την παρέα των τόσο χρονών. Μια παρέα που θα τον είχε γλιτώσει από πολλά δεινά.
<Τώρα που το λες όμως ούτε η Εύα εμφανίστηκε ποτέ. Εξαφανίστηκε πριν καν τελειώσει το σχολείο>. Τα λόγια του έκαναν τον Γιάννη να κοκαλώσει, να τα χάσει.
<Τι...τι εννοείτε;>τον ρώτησε δειλά και απορημένα.
<Εννοώ πως η Εύα έφυγε από το σχολείο σαν κυνηγημένη την ίδια χρονιά που τελειώσατε και εσείς>.
<Δεν το ήξερα>του απάντησε χαμένα.
<Αχ ρε Γιάννη είσασταν το πιο ωραίο ζευγάρι δεν έπρεπε να τα σπάσετε. Είσασταν το μοναδικό ζευγάρι που δεν σχολίαζαν οι καθηγητές. Ποτέ δεν σας συζήτησε κανείς. Λες και ξέραμε πως είσασταν ξεχωριστοί>. Ο Γιάννης έβαλε τα χέρια του στην μέση.
<Δεν ήταν στο χέρι μου κύριε Γιώργο αλλά τέλος πάντων. Σας αφήνω τώρα θα τα ξαναπούμε>. Τον χαιρέτησε και με την υπόσχεση πως θα ξανά ειδωθούν τράβηξε ο καθένας τον δρόμο του.
Ο Γιάννης βγήκε στον δρόμο σαν χαμένος. Γιατί η Εύα είχε φύγει την ίδια χρονιά με εκείνον; Γιατί στα αλήθεια είχαν χωρισει; Γιατί είχε φύγει από την ζωή του αφού τον αγαπούσε; Τα ερωτήματα στο κεφάλι του κουβάρι σωστό, κουβάρι που έπρεπε να το ξετυλίξει.

Σχεδόν Μαζί ~Ολοκληρωμένη~Where stories live. Discover now