Πριν το χάραμα

1.7K 123 1
                                    

Κρατούσε το χέρι της σφιχτά όταν στάθηκαν μπροστά από ένα σπίτι. Ήταν κεντημένο από πέτρα και περιφραγμένο από ψηλούς θάμνους που ήταν ζωγραφισμένοι με όλα των ειδών τα λουλούδια. Ο Γιάννης άνοιξε την βαριά ξύλινη πόρτα που οδηγούσε στον κήπο και μετά από κει στην είσοδο του σπιτιού.
<Εδώ είμαστε λοιπόν> είπε και έσπασε την αμηχανία που είχε δημιουργήσει η σιωπή ανάμεσα τους.
<Τι είναι εδώ;>τον ρώτησε η Εύα και κλείστηκε για άλλη μια φορά στην αγκαλιά του.
<Εδώ είναι το σπίτι του παππού μου του Γιάννη. Είναι γραμμένο στο όνομα μου. Οπότε πλέον είναι και δικό σου>. Ήθελε να το βάλει στα πόδια, να τρέξει μακριά από μια ζωή γεμάτη όνειρα φτιαγμένη από αγάπη. Όνειρα που αύριο το πρωί θα τα σκότωνε για να σώσει τον αγαπημένο της.
<Έλα πάμε θέλω να μου δείξεις και το υπόλοιπο σπίτι> τον τράβηξε αποφασιστικά από το μπράτσο και εκείνος την τράβηξε από το χέρι.
<Βιάζεσαι μικρή μου πολύ. Βιάζεσαι>.
<Πειράζει που βιάζομαι να ζήσω την ζωή μου δίπλα σου;> τον ρώτησε με το πιο ναζιάρικο ύφος της. Τουλάχιστον αν είναι να κάνουμε κάτι ας το κάνουμε σωστά. Εξάλλου η προθεσμία ήταν μέχρι την Δευτέρα και σήμερα ήταν βράδυ Κυριακής. Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
<Ε τότε πάμε αγάπη μου>.

Μπήκαν στο σπίτι. Αχ θεέ μου. Γιατί να ναι τόσο ωραίο. Γιατί με αποτραβάς από την απόλυτη ευτυχία με τέτοιο τρόπο. Η σκέψη της την είχε πνίξει από την στιγμή που μπροστά της ξεδιπλωνώταν ο ίδιος ο παράδεισος. Η σκάλα ήταν γεμάτη με ροδοπέταλα και κόκκινα τριαντάφυλλα.
<Ξέρεις τι συμβολίζει το κόκκινο χρώμα στα τριαντάφυλλα;> την ρώτησε για μια στιγμή ο Γιάννης όταν ήταν αφηρημένη. Εκείνη δίσταζε μακάρι να μην έφευγε ποτέ από δίπλα του αλλά δυστυχώς δεν αποφάσιζε αυτή.
<Το πάθος μου για σένα. Τον έρωτα μας Εύα. Έναν έρωτα σπάνιο και μοναδικό όπως και εσύ>. Εντάξει ρε φίλε έχουμε και συναισθήματα σκότωσε μας λίγο ακόμα. Τον κοίταξε για λίγο. Αχ αυτά τα μάτια του. Αχ αυτά τα μάτια που δε θα ξανά βλέπε ποτέ της. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Την έσφιξε στην αγκαλιά του με δύναμη.
<Μην κλαις λατρεία μου μη κλαίς. Σαγαπάω όσο δεν αγάπησα καμιά και δε πρόκειται να σε αφησω να φύγεις από κοντά μου>.
<Σαγαπάω Γιάννη,σ αγαπάω και θα σ αγαπάω ότι και να γίνει>.

Τα κρυστάλλινα ποτήρια του κρασιού έκαναν ένα λεπτό ήχο να φύγει στο χώρο καθώς ακούμπησαν το ένα στο άλλο. Ο Γιάννης σέρβιρε ένα ποτήρι στην Εύα και μετά γέμισε και το δικό του.
<Δεν θα ξυπνάμε το πρωί με τόσο κρασί και εσύ μεθαύριο έχεις και τις ενδοσχολικές>. Η φωνή της ακουγόταν σπασμένη καθώς είχε ξαπλώσει σε κάτι μεγάλες μαξιλάρες στη σοφίτα και έβλεπε τα αστέρια.
<Το θέμα σου είναι ότι δεν θα ξυπνάμε ή ότι με τόσο που πίνεις σε λίγο δε θα βλέπεις μπροστά σου;>. Την ρώτησε ο Γιάννης κάπως αγριεμένα κάτι που το έκανε πρώτη φορά.
<Μα εγώ νόμιζα πως.....>
<Πως τι ρε Εύα, ότι σε έφερα εδώ για να σε αποπλανήσω> της είπε και σηκώθηκε όρθιος για να φύγει.
<Περίμενε ρε Γιάννη. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να....> του είπε και κοιτάζοντας τον στα μάτια σταμάτησε.
<Να. Να τι Εύα;> η φωνή του τώρα είχε γίνει πιο βαριά και σταθερή.
<Να γίνει κάτι παραπάνω μεταξύ μας. Αλλά μάλλον δε θέλουμε τα ίδια πράγματα. Και τώρα εσύ μετά από όλα αυτά εσύ θα πιστεύεις πως είμαι καμιά εύκολη>. Μια ανάσα. Με μια ανάσα τα είπε όλα. Συγκεκριμένα όχι όλα όλα γιατί πολύ απλά αυτά που την έπνιγαν τα κουβαλούσε ακόμα μέσα της.
<Αυτό πιστεύεις.Οτι δε θέλω να κάνουμε έρωτα. Πόσο χαζούλα είσαι βρε μωρό μου>. Εντάξει τώρα η Εύα είχε σηκωθεί πάνω και ήταν έτοιμη να φύγει εκείνη.
<Ε που πας τώρα;> την ρώτησε και της έκλεισε το δρόμο.
<Από την στιγμή που με θεωρείς χαζή εγώ δεν έχω δουλειά εδώ>. Της έπιασε το χέρι και την τράβηξε στην αγκαλιά του.
<Δεν καταλαβαίνεις πως άμα γίνει αυτό το παραπάνω μεταξύ μας που θέλουμε και οι δύο μας πολύ δε θέλω να είσαι πιωμένη>.
<Πιωμένη. Επειδή ήπια ένα ποτηράκι ούτε καν ολόκληρο κρασί> τον ρώτησε έντονα αλλά ο τόνος της φωνής της ήταν χαμηλός και γλυκός.
<Θέλω να σαι νηφάλια. Να νιώθεις κάθε κίνηση μου στο κορμί σου. Κάθε άγγιγμα κάθε χάδι>. Σήκωσε το κεφάλι της. Τελικά αυτά τα μάτια ζευγάρωναν μόνο με τα δικά του.
<Γιάννη σε χρειάζομαι όσο τίποτα στην ζωή μου> εκείνος κάτι πήγε να πει αλλά του έκλεισε το στόμα με το δικό της. Αχ αυτό το φιλί τους πόση δύναμη είχε.
Την έριξε μαλακά πάνω στο ψηλό κρεβάτι του που είχε και αυτό όλων των ειδών τα ροδοπέταλα. Ροζ, άσπρα, κόκκινα.

Και μετά ήταν όλα τόσο ονειρικά. Ήταν όλα βγαλμένα από παραμύθι. Σε κάθε του χάδι έτρεμε το κορμί της ολόκληρο. Κάθε μικρός πόνος σκεπαζόταν και από ένα φιλί του. Διψούσαν μέρες ολόκληρες από την στιγμή που συναντήθηκαν. Διψούσαν να ζήσουν το μοναδικό έρωτα. Και τώρα απλά τον ζούσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

Είχε φτάσει κιόλας δύο πάρα τέταρτο την νύχτα και ακόμα εκείνοι ήταν κουλουριασμένοι με τα κόκκινα σατέν σεντόνια του κρεβατιού.
<Από δω και πέρα θα σαι μόνο δικιά μου. Δε θα αφήσω κανέναν άλλο να σε ακουμπήσει αν δεν είμαι εγώ>. Η φωνή του ήταν μελωδική σαν κελαηδησμα πουλιών. Η Εύα βρισκόταν στην γυμνή αγκαλιά του και το χέρι της πάνω στο στήθος του.
<Ποτέ δε πρόκειται να βάλω άλλον στη θέση σου ψυχή μου. Κανέναν και για κανέναν λόγο>. Ωραία τα κανες πάλι κορίτσι μου. Συγχαρητήρια δώσε του και άλλες ελπίδες. Μπράβο. Μπράβο.
<Θέλω να μου υποσχεθείς πριγκίπισσα πως δε θα αφήσεις κανέναν να σε ξανά αγγίξει. Λοιπόν μου το υπόσχεσαι>. Την ρώτησε και περίμενε με ανυπομονησία την απάντηση της. Έτσι και αλλιώς και να μην ήθελε να του το υποσχεθεί δε μπορούσε. Το κορμί της είχε κουμπώσει με μανία πάνω στο δικό του. Λες και αν δε κούμπωνε δεν υπήρχε σωτηρία. Πως θα μπορούσε μετά από μια νύχτα έντονου πάθους να μην του το υποσχόταν.
<Στο υπόσχομαι. Αλλά θέλω να ξέρεις πως είμαι πολύ χαρούμενη που περίμενα χαίρομαι που ήσουν ο πρώτος μου>. Η φωνή του Γιάννη δε ακουγόταν γύρισε το πρόσωπο της για να δει το δικό του.
<Και εγώ χαίρομαι μωρό μου και εγώ> την έσφιξε με μιας στην αγκαλιά του και τους πήρε ο ύπνος γλυκά.

Ένας εφιάλτης ήταν Εύα μου ηρέμησε ένας κακός εφιάλτης και τίποτα άλλο. Προσπαθούσε να καθησυχάσει τον ίδιο της τον εαυτό αλλά μετά από τέτοιο εφιάλτη είχε φτάσει σε σημείο τρέλας. Στον ύπνο της είδε πως σκότωναν τον αγαπημένο της. Πως σκότωναν τον Γιάννη της. Η Εύα έπρεπε να φύγει μακριά του όσο πιο γρήγορα μπορούσε γιατί αλλιώς θα κινδύνευε εξαιτίας της.
Δεν είχε ξημερώσει, πήρε μια άσπρη πετσέτα μπάνιου και μπήκε να κάνει ένα καυτό και χαλαρωτικό. Βγήκε, ντύθηκε και άφησε ένα γράμμα στην πλευρά της για να το δει εκείνος όταν θα ξυπνάγε .
Όχι, όχι με καμιά περίπτωσή μα με καμιά περίπτωση δεν έφευγε. Δεν ήταν εκείνη αλλά κάποια άλλη. Πόσο πολύ ήθελε να ουρλιάξει αλλά δεν γινόταν. Χθες το βράδυ έκαναν όνειρα μακρινά για το μέλλον και τώρα εκείνη έφευγε. Γιατί γαμώτο γιατί. Γιατί δεν τους άφηνε κανείς να ζήσουν τον έρωτα τους. Πήρε μια βαθιά ανάσα τον φίλησε γλυκά και αθόρυβα στα δύο του χείλη για να μην τον ξυπνήσει και τράβηξε την πόρτα.

Έπρεπε να φύγει πριν το χάραμα......

Σχεδόν Μαζί ~Ολοκληρωμένη~Where stories live. Discover now