Μια αγκαλιά

1.9K 125 0
                                    

Αρχές Οκτώβρη: οι παιδικές φωνούλες ακουγόντουσαν στα δρομάκια της Κέρκυρας. Η ώρα είχε πάει ήδη δύο και τέταρτο και τα παιδιά σχόλαγαν από το σχολείο τους. Η Εύα μόλις είχε έρθει από την δουλειά και στεκόταν μπροστά από το παράθυρο να δει πότε θα έρθει η αγαπημένη της.
Η Εύα αν και τελικά δε κατάφερε να τελειώσει το λύκειο είχε βρει δουλειά ως γραμματέας του Μάνου.
Ο Μάνος είχε ανοίξει δικό του ιατρείο σαν ιδιώτης και την είχε προσλάβει ως προσωπική του βοηθό, γραμματέα και φίλη. Είχαν περάσει εφτά ολόκληρα χρόνια από τότε που η Εύα είχε εγκατασταθεί στο σπίτι της Χριστίνας στην Κέρκυρα.
Η Χριστίνα είχε μείνει σε πολύ μικρή ηλικία χήρα καθώς ο άντρας της ήταν ναυτικός. Παιδιά δεν κατάφεραν να αποκτήσουν ποτέ και έτσι στην Εύα συμπεριφερόταν σαν να ήταν κόρη της. Ήταν μια πολύ γλυκιά γυναίκα γύρω στα πενήντα πέντε  πράγμα που δεν της φαινόταν καθόλου. Όσο για την σχέση που είχε με τον Μάνο ήταν πολύ ουσιαστική καθώς ήταν εκείνη που τον είχε μεγαλώσει όταν η μητέρα του πέθανε.
Η πόρτα άνοιξε και άκουσε την παιδική φωνούλα της κόρης της. Συνήθως η κορούλα της ήταν από τα πιο χαρούμενα παιδιά αλλά τώρα το προσωπάκι της ήταν λυπημένο.
<Μανούλα μου, μανούλα μου> φώναξε η Ιωάννα και έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας της. Σαν χθες της φαινόταν που την πήρε στην αγκαλιά της. Σαν χθες θυμόταν την ημέρα που έγινε μάνα στο καρπό του έρωτα τους.
Flashback
Ήταν ξημερώματα Πέμπτης όταν η Εύα ξύπνησε από έναν φριχτό πόνο στην κοιλιά. Είχε μπει στον μήνα της να γεννήσει αλλά δεν ήταν έτοιμη για εκείνη την ημέρα. Τουλάχιστον ψυχολογικά και ο Φεβρουάριος δεν βοηθούσε καθόλου. Έτρεξε να πάει στο μπάνιο. Έριξε κρύο νερό στο πρόσωπο της και έπιασε τα μαλλιά της μια ψηλή κοτσίδα. Ένας δυνατός πόνος όμως την έκανε να τρανταχτεί ολόκληρη. Ξαφνικά είδε πως το φόρεμα της είχε γεμίσει αίματα.
<Χριστίνα> φώναξε με όλη της την δύναμη και η γυναίκα έσπευσε να πάει κοντά της.
<Τι έγινε κορίτσι μου τι έπαθες>την ρώτησε εκείνη με μεγάλη αγωνία.
<Νομίζω πως....Νομίζω πως έσπασαν τα νερά>. Η Εύα ήταν τόσο ταραγμένη και το πρόσωπο ήταν   μούσκεμα στον ιδρώτα.
<Αρχικά δε θέλουμε βιαστικές κινήσεις κάτσε και περίμενε να πάρω τον Μάνο>. Σε δέκα λεπτά ο Μάνος είχε φτάσει στο σπίτι με το αυτοκίνητο. Βλέποντας την Εύα στην κατάσταση που βρισκόταν χωρίς δεύτερη σκέψη την πήρε στην αγκαλιά του και την μετέφερε στο αυτοκίνητο. Την έβαλε στα πίσω καθίσματα και έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για το κεντρικό νοσοκομείου. Οι ώρες πέρναγαν βασανιστικά οι πόνοι όλο και δυνάμωναν.
<Πονάω Μάνο, πονάω κάνε κάτι, σε παρακαλώ>
<Ηρέμησε κορίτσι μου ηρέμησε> της φώναζε εκείνος αλλά μάταια. Όταν έφτασαν στο νοσοκομείο οι γιατροί την έβαλαν κατευθείαν στο θάλαμο τοκετού. Μαζί της ήταν μόνο η Χριστίνα και της κρατούσε το χέρι.
<Πάρε βαθιές ανάσες κοριτσάκι μου και σπρώξε. Σε παρακαλώ>. Τα ουρλιαχτά της Εύας την διευκόλυναν ακόμα πιο πολύ. Ξαφνικά ένιωσε κάτι να βγαίνει από μέσα της και σε κλάματα δευτερολέπτου άκουσε το πρώτο κλάμα του παιδιού της.
<Να σας ζήσει η κόρη κυρία Κρητικού> της είπε ο γιατρός και της την έδωσε στην αγκαλιά της τυλιγμένη με μια ροζ κουβερτούλα. Εκείνη η στιγμή ήταν μαγική που αν μπορούσε θα την ξανά ζούσε χίλιες φορές ακόμα. Ήταν ένα τόσο δα πλασματάκι,με μαύρα μαλλιά  και κάτι μάτια σαν....σαν τα δικά του.
Α ρε Γιάννη που είσαι. Που είσαι να δεις την κορούλα μας....
Τέλος flashback
Η φωνή της μικρής Ιωάννας έβγαλε βίαια την Εύα από τις όμορφες σκέψεις της.
<Μωρό μου. Μικρή μου πριγκίπισσα. Πως πήγε το σχολείο σήμερα;> ρώτησε η Εύα ανυποψίαστα. Το λυπημένο προσωπάκι της μικρής  της της έκοψε την χαρά.
<Ιωάννα μου τι έχεις έγινε κάτι στο σχολείο;> ξανά ρώτησε χωρίς όμως να λαμβάνει απάντηση στα ερωτήματά της.
<Χριστίνα τι έγινε και είναι η μικρή μου σε αυτή τη κατάσταση;> ρώτησε τώρα την μεγάλη γυναίκα και πολύ καλή της φίλη που βρισκόταν πίσω από το παιδί της.
<Εύα μου κοίταξε να δεις σήμερα στο σχολείο η μικρή......>. Ξαφνικά την διέκοψε η μικρή με δάκρυα στα μάτια.
<Τα παιδιά στο σχολείο είπαν ότι είμαι μπάσταρδο και πως ο μπαμπάς μου δεν έχει πεθάνει>. Είπε η μικρή σχεδόν κλαίγοντας και έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας της.
Η Εύα είχε παγώσει στη θέση της λίγο ήθελε και εκείνη να μην κλάψει. Ποιός είχε τολμήσει να πει στο παιδί της κάτι τόσο φριχτό, γιατί ποτέ δε μπορούσαν να ηρεμήσουν μάνα και κόρη. Πήρε όσο θάρρος είχε και χαϊδεύοντας τα μαλλιά της γλυκιάς της της απάντησε.
<Ω ψυχούλα μου μικρή. Σου χω πει πόσο μα πόσο σκληρός είναι ο κόσμος και πως δεν λογαριάζει κανέναν άλλο παρά μονάχα τον εαυτό του. Επίσης σου χω πει πως ο μπαμπάς σου έχει πεθάνει και για αυτό το λόγο έχεις και το όνομα του>. Η μικρή σήκωσε δειλά δειλά το κεφάλι της από τα γόνατα της μητέρας της.
<Αλήθεια μου λες μανούλα> ρώτησε η Ιωάννα με σπασμένη φωνή.
<Φυσικά κοριτσάκι μου. Ποτέ δε θα σου λεγα τέτοιο ψέμα>.
Μόνο αν υπήρχε μεγάλη ανάγκη. Το τελευταίο η Εύα το είπε στον εαυτό της.
<Είσαι η καλύτερη μαμά του κόσμου>είπε σχεδόν τσιρίζοντας η μικρή.
Σήκωσε το κεφάλι της και αντίκρισε  την Χριστίνα.
<Λοιπόν ετοιμαστείτε και ελάτε για φαγητό μάνα και κόρη> είπε η Χριστίνα σπάζοντας το βαρύ κλίμα.

Σχεδόν Μαζί ~Ολοκληρωμένη~Where stories live. Discover now