Φεύγω

1.6K 126 3
                                    

Τράβηξε την μπλούζα πάνω και ο γιατρός της έστρωσε μια επιφάνεια παγωμένου τζελ στην επίπεδη κοιλιά της. Έσφιξε τις γροθιές της με όλη της την δύναμη, ίσως από το άγχος, από το φόβο. Από το φόβο να ακούσει την αλήθεια. Μια αλήθεια που ήξερε και δεν ήθελε να παραδεχτεί. Ο γιατρός της έδωσε ένα χαρτί για να σκουπιστεί και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του.
<Λοιπόν δεσποινίς κρητικού> σταμάτησε και την κοίταξε.
Θεέ μου θα τον σκοτώσω. Παίζει με τα νεύρα μου. Σκέφτηκε και κατέβασε την μπλούζα της κοιτάζοντας τον.
<Θέλω να σας ανακοινώσω πως βρίσκεστε στην πρώτη βδομάδα κύησης. Εδώ είναι οι πρώτες εικόνες αν και αχνες του μωρού σας>. Της είπε και της έδωσε ένα φάκελο, τον άνοιξε και είδε δύο φωτογραφίες. Αχ θεέ μου πόσο μεγάλος μπορεί να είσαι. Ασυναίσθητα έπιασε την κοιλίτσα της αφήνοντας ένα μικρό χαμόγελο από τα χείλη της να ξεπηδήσει.
<Κατά το νεαρό της ηλικίας σας δε θα ήθελα να σας πιέσω. Αλλά πρέπει να ξέρετε πως άμα επιθυμείτε τη διακοπή της..... Της ποιανής. Θα σκότωνε το μωρό της; Όχι φυσικά. Ο θεός της είχε στείλει δίπλα της ή καλύτερα μέσα της τον ίδιο τον Γιάννη της. Εκείνη πως θα μπορούσε να το σκοτώσει.
<Δεν επιθυμώ τίποτα γιατρέ. Εδώ ήρθα μόνο για να βεβαιωθώ> του είπε σχεδόν πετάγοντας σπίθες τα μάτια της. Πήρε την τσάντα της και το φάκελο με τις πρώτες φωτογραφίες του μωρού της και έφυγε.
Βγήκε στους δρόμους με ένα αίσθημα χαράς που θα γινόταν μητέρα. Αλλά μετά ένα απρόσμενο συναίσθημα λύπης την κατέκλυσε. Πως θα μεγάλωνε αυτό το μωρό μόνη της; Με τι χρήματα θα το μεγάλωνε; Το σχολείο δε θα το τελείωνε;
Μπορείς Εύα. Μπορείς να κάνεις τα πάντα και μόνη σου. Θυμήσου κουβαλάς το παιδί του αγαπημένου σου. Του Γιάννη, του Γιάννη σου. Πρόσταξε τον εαυτό της για άλλη μια φορά να σταματήσει να φοβάται να γίνει πιο δυνατός. Είχε κιόλας σουρουπώσει όταν έφτασε σπίτι. Πριν προλάβει να αφήσει την τσάντα της στο τραπέζι χτύπησε το κινητό της.
<Μαμά;> σήκωσε το τηλέφωνό και άκουσε την μητέρα της.
<Μωρό μου τι κάνεις πως περνάς; Είσαι καλά, τρως;> δεν είχε πάρει ανάσα με τόσες ερωτήσεις.
<Ω έλα τώρα μωρέ μαμά μια χαρά είμαι. Εσείς πως είστε ποτέ γυρνάτε;> την ρώτησε με την ψυχή στο στόμα.
<Μεθαύριο το βράδυ θα είμαστε εκεί κορίτσι μου. Σε αφήνω τώρα όμως γιατί είμαστε έξω με τον πατέρα σου>. Η Εύα κοκάλωσε, τι εννοεί μεθαύριο το βράδυ. Το μυαλό της πάγωσε δε μπορούσε να σκεφτεί. Το μόνο που ήξερε ήταν πως έπρεπε να φύγει από το σπίτι της. Οι γονείς της δεν έπρεπε να μάθουν, δεν ήθελε να μάθουν. Ήξερε την αντίδραση τους. Ω ναι την ήξερε πολύ καλά. Θα την ανάγκαζαν να κάνει έκτρωση στο παιδί της. Εκτός από αυτό όμως αν ο πατέρας της μάθαινε ότι το παιδί είναι του Γιάννη μπορεί και να το σκότωνε.
Πήρε την τσάντα της και έτρεξε στη σοφίτα. Έβγαλε μια βαλίτσα από τη ντουλάπα και πέταξε όλα της τα ρούχα μέσα χειμωνιάτικα, καλοκαιρινά. Σε ένα σάκο έβαλε όλα της τα παπούτσια τα κοσμήματα, ότι είχε και δεν είχε. ''Βασικά η αλήθεια είναι πως δε χωράγανε και όλα αλλά τέλος πάντων''
Άνοιξε το κινητό της. Είχε δέκα αναπάντητες από τον Νεκτάριο, την Μαριάννα,την Αντιγόνη και τον Μάνο. Ε; Ξανά κοίταξε καλύτερα την οθόνη του κινητού της. Τι την ήθελε ο Μάνος; Γιατί την θυμήθηκε τώρα; Ο Μάνος όμως ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που την απασχολούσε τώρα.
Έλα ρε Εύα μην είσαι τόσα κακιά. Δε σου φταίει ο άνθρωπος σε κάτι. Παρακάλεσε τον εαυτό της. Έκατσε πάνω στο γραφείο της και άρχισε να γράφει σε τρεις διαφορετικές κόλλες χαρτιού.
'Γράμμα στον άγνωστο στρατιώτη '
Έλα Εύα που την βρίσκεις την όρεξη για πλάκα έτσι σκατά που τα κανες; Πάμε καλά. Τώρα μιλάει και μόνη της. Καλά εντάξει λίγο πολύ από πάντα μιλούσε με τον εαυτό της. Εξάλλου ποιός μπορεί να σε καταλάβει καλύτερα από τον ίδιο σου τον εαυτό.
Ο ήχος του σταθερού ακούστηκε σε όλο το σπίτι. Τρέχοντας κατέβηκε τις σκάλες για να το προλάβει.
<Παρακαλώ;>
<Καλησπέρα. Ονομάζομαι Χριστίνα. Είσαι η Εύα Κρητικού;>την ρώτησε.
<Ναι εγώ είμαι. Εσείς όμως ποια είστε και πως ξέρετε το όνομα μου;>ρώτησε η Εύα πραγματικά φοβισμένη.
<Είμαι γνωστή του κ. Μάνου. Του κυρίου Μάνου Παυλίδη. Μου εξήγησε την κατάσταση σας και είμαι σύμφωνη να έρθετε στο σπίτι μου στην Κέρκυρα>.
Τι λέει ρε φίλε η γυναίκα. Που κολλάει τώρα ο Μάνος και που ξέρει....που ξέρει για.....Γαμώτο. Τώρα θυμήθηκα. Είχα πάει στο νοσοκομείο που δουλεύει και έμαθε για.....
<Τι εννοείτε να έρθω πως; Με τι; Που; >.
<Όλα τα άλλα θα σας τα πει ο Κύριος Παυλίδης.
Το τηλέφωνο έκλεισε και η Εύα έμεινε με το ακουστικό στο χέρι.
Μα τι στα κομμάτια γίνεται. Κάποιος μου κάνει πλάκα. Σίγουρα δεν εξηγείται αλλιώς. Το κινητό της δονήθηκε πάνω στο τραπέζι. ''Μάνος''
Η καρδιά της ήταν έτοιμη να σπάσει από την αγωνία. Το σήκωσε.
<Παρακαλώ;>η φωνή της έβγαινε με το ζόρι.
<Εύα. Ευάκι είσαι καλά;>την ρώτησε από πραγματική ανησυχία. <Μάνο κα...κα.λα είμαι. Γιατί; Πώς;>. Ωραία τώρα συλλαβίζουμε. Μπράβο Εύα. Από αύριο να πας στην πρώτη δημοτικού να μάθεις τα φωνήεντα.
<Έμαθα Εύα μου το είπε ο Στέλιος>.
Στέλιος;
<Ο γιατρός που σε εξέτασε τέλος πάντων. Θα πας Εύα. Θα πας στην Κέρκυρα δεν έχεις άλλη επιλογή. Τα έχω ετοιμάσει όλα. Και τα εισιτήρια θα στα φέρω αύριο το πρωί στο σπίτι>. Σιγή νεκρική.
<Μάνο εγώ.....>
<Τίποτα να μην πεις. Αύριο το πρωί θα έρθω να σε πάρω. Θα σε πάω στο λιμάνι. Καληνύχτα>.
Το τηλέφωνο έκλεισε.
Ωραία Εύα μπράβο. Πάλι σκατά τα κανες.
Που θα πήγαινε ούτε και ήξερε. Το μόνο που ήξερε ήταν πως εμπιστευόταν τον Μάνο τυφλά.

Ξημέρωσε σχετικά γρήγορα. Η Εύα σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά από το καθρέφτη.
<Καλημέρα μικρούλι μου μωράκι> είπε κοιτάζοντας το χέρι της που ήταν ακουμπισμένο στη κοιλίτσα της. Ετοιμάστηκε,έφαγε πρωινό και ντύθηκε. Το κουδούνι χτύπησε και εκείνη άνοιξε.
<Πέρασε Μάνο μου μέσα μη στέκεσαι>. Την ώρα που άκουσε ο Μάνος το 'μου χαμογέλασε.
Εύα δεν έχεις το θεό σου. Γιατί του δίνεις ελπίδες. Γαμώτο σοβαρέψου θα σε χτυπήσω.
<Σε ευχαριστώ κορίτσι μου. Αλλά δε θα κάτσουμε πρέπει να προλάβεις το πλοίο. Φεύγει σε μιάμιση ώρα>. Η ώρα ήταν εννιάμισι και εκείνη έφευγε έντεκα. Ωραία.
<Πάω να πάρω τα πράγματα σου πάνω είναι;> την ρώτησε και εκείνη έγνεψε καταφατικά. Πήγαν στο αυτοκίνητο και εκείνος της άνοιξε την πόρτα αφότου πριν έβαλε τα πράγματα της στο πορπαγκάζ. Την βοήθησε να κάτσει και της έβαλε την ζώνη.
<Σε ευχαριστώ πολύ> του είπε και χαμογέλασε χωρίς να σηκώσει το πρόσωπο της.
<Τίποτα μικρή> της είπε εκείνος και της έκλεισε το μάτι. Όση ώρα περίμεναν στο φανάρι η Εύα βρήκε το θάρρος να τον ρωτήσει.
<Πριν πάμε στο λιμάνι μπορείς να με πας στο ταχυδρομείο να αφήσω κάτι> τον ρώτησε και έστρεψε το πρόσωπο της για να το κοιτάξει.
<Αμέ πάμε. Έτσι και αλλιώς έχουμε χρόνο μπροστά μας>.

Τώρα βρισκόταν στο λιμάνι και απόχαιρετούσε τον Μάνο.
<Θα σε περιμένει ταξί για να σε πάει στην Χριστίνα. Μη φοβάσαι>.
<Αντίο Μάνο και σε ευχαριστώ πολύ για όλα>.

Τώρα η Εύα έφευγε μακριά από όλα και από όλους. Μια καινούργια ζωή απλωνοταν μπροστά της . Τώρα θα ήταν μαζί με το παιδί της σε ένα άλλο τόπο. Θα καταφέρει όμως να ξεχάσει τον ένα και μοναδικό άντρα που ερωτεύτηκε και αγάπησε όσο τίποτα....? Μπορεί το παρελθόν όμως να γυρίσει και να την ζητήσει πίσω...?

Σχεδόν Μαζί ~Ολοκληρωμένη~Where stories live. Discover now