Ένας αντίπαλος και ένας ανεκπλήρωτος έρωτας.

2.3K 184 1
                                    

Η επόμενη μέρα είχε ξημερώσει σχετικά γρήγορα. Η κατάσταση της Εύας ήταν πολύ καλύτερη και τελικά δε θα χρειαζόταν να της αφαιρέσουν το νεφρό. Οι γονείς της δεν της είχαν ανοίξει ακόμα κουβέντα για τα χθεσινά, ούτε καν για τον Γιάννη.
Καθόταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου και έτρωγε το πρωινό της ώσπου ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα. Εκείνη όμως δεν απάντησε.
<Καλημέρα αδελφούλα> της είπε η Άννα. Η Άννα ήταν η μεγαλύτερη της αδελφή και είχαν περίπου πέντε χρόνια διαφορά.
<Καλημέρα και σε σένα Άννα> έκανε η Εύα και ανασηκώθηκε λίγο στο κρεβάτι ενώ η αδελφή της ήρθε και έκατσε δίπλα της.
<Τι μου είπε ο μπαμπάς έχεις γκόμενο,και γιατί δε μου το είπες,ήταν που τα λέγαμε όλα μεταξύ μας ε>; Την ρώτησε η Άννα σχεδόν εξοργισμένη. Η Εύα δεν της απαντούσε και έστρεψε το πρόσωπο της προς το παράθυρο.
<Σου μιλάω γαμώτο κοιτάμε> την γύρισε απότομα προς το μέρος της.
<Δεν είμαι διατεθειμένη να σου τα λέω όλα κατάλαβες,έχω την προσωπική μου ζωή και δεν μπορείτε να μπαινοβγαίνεται οπότε θέλετε. Και να το πεις και στο μπαμπά αυτό>. Ο πατέρας της παρόλο που είχε μάθει πως δεν έφταιγε ο Γιάννης για την κατάσταση τη κόρης του τον διέταξε να μην την ξανά πλησιάσει.
<Δεν έχω να πω τίποτα και σε κανέναν τ ακούς. Και μην με ξανά θεωρήσεις σύμμαχο σου γιατί μόνο αντίπαλος σου θα μαι>. Της είπε εκείνη νευριασμένη και βγήκε από το δωμάτιο.
Η Εύα έκλεισε το κεφάλι της μέσα στα γόνατα της και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Τα μάτια της μετά από λίγο είχαν κοκκινίσει ενώ το σώμα της το αισθανόταν βαρύ και εξαντλημένο. Ο γιατρός μπήκε μέσα στο δωμάτιο και τρόμαξε στην εικόνα που αντίκριζε. Δεν ήταν και πολύ μεγάλος,ήταν γύρω στα είκοσιεφτά με καστανά πυκνά μαλλιά και μαύρα μάτια. Ενώ το σώμα του ήταν σφιχτό, καλογυμνασμένο και οι κοιλιακοί του φαινόντουσαν λίγο μέσα από την άσπρη ιατρική μπλούζα που φορούσε καθώς ήταν στενή.
<Εύα τι έπαθες κορίτσι μου ποιός σε στεναχώρησε και είσαι έτσι;> την ρώτησε και έκατσε δίπλα της ενώ εκείνη έκλεισε το πρόσωπο της στο στήθος του.
<Μήπως ο φίλος σου;> την ξανά ρώτησε καθώς έβλεπε πως δυσκολευόταν να του ανοιχτεί.
<Όχι φυσικά και όχι εκείνος μ αγαπάει δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο> του είπε και ο Μάνος από τραβήχτηκε από δίπλα της ενοχλημένος. Ο Μάνος από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε την Εύα χθες στο νοσοκομείο την ερωτεύτηκε αλλά του ήταν δύσκολο να της το δώσει να το καταλάβει.
<Συγγνώμη, απλά ήταν μια αυθόρμητη κίνηση μου> του είπε και σήκωσε το κεφάλι της από πάνω του.
<Δεν πειράζει> της είπε εκείνος και έκατσε μπροστά από το παράθυρο.
<Τότε ποιός στο έκανε αυτό;>
<Δε μπορώ να σου το πω αυτό αλλά θα ήθελα από σένα μια χάρη>. Είδε το πρόσωπο του καταφατικό ενώ η κίνηση του χεριού του την ενθάρρυνε ακόμα ποιό πολύ.
<Θέλω όποιος έρχεται να με βλέπει να μην τον αφήνεις αν δεν σου πω εγώ το οκ. Το ξέρω ότι δεν έχει το δικαίωμα μια ασθενής σου να στο ζητάει αυτό αλλά.....>την διέκοψε.
<Το θέλημα σου διαταγή. Εξάλλου εσύ δεν είσαι απλά μια ασθενής μου αλλά και μια καλή μου φίλη>. Της πρόσφερε ένα μεγάλο χαμόγελο και βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντας την να ξεκουραστεί.

Η Εύα άνοιξε τα μάτια της από ένα δυνατό θόρυβο. Κοίταξε το ρολόι τοίχου που ήταν στο δωμάτιο της, είχε πάει κιόλας τέσσερις το μεσημέρι. Σηκώθηκε καθιστή στο κρεβάτι. Είδε τον Νεκτάριο και την Αντιγόνη να κάθονται στις άκρες του κρεβατιού.
< Καλά ξυπνητούρια υπναρού> της φώναξε ο Νεκτάριος και της έσκασε ένα χαμόγελο.
< Δε ξέρετε πόσο χαρούμενη είμαι που ήρθατε να μαι δείτε>.
<Εμα και εμείς για αυτό το κάναμε και επίσης σου φέραμε και ωραία σοκολατάκια για να γλυκαθείς λιγάκι>της είπε η Αντιγόνη και της έδειξε το τραπεζάκι που είχαν αφήσει τα γλυκά.
<Να σου πω μικρή. Τον γιατρό γιατί τον έχεις βάλει σωματοφύλακα σου;> την ρώτησε ο Νεκτάριος και της έκλεισε το μάτι. Σιγή επικράτησε για κλάσματα δευτερολέπτου και στην συνέχεια τους εξήγησε τι είχε γίνει με τους δικούς της.
<Σκούρα δηλαδή τα πράγματα. Καλά μην σκάς αν θελήσεις κάποια στιγμή να βρείτε ένα καταφύγιο στον έρωτα σας ξέρεις που θα μας βρεις>. Της είπε η Αντιγόνη και την έκλεισαν στην αγκαλιά της και οι δύο.

Έξω είχε σουρουπώσει ενώ εκείνη μαζί με τα παιδιά κάθονταν και συζήταγαν. Είχε έρθει και η Μαριάννα να την επισκεφτεί και της είχε κάνει και μια ωραία πλεξίδα. Η πόρτα άνοιξε και είδε τον Γιάννη της μαζί με τον γιατρό.
<Πιστεύα πως αυτόν λαχταρούσες να τον δεις και δεν ήρθα να σε ρωτήσω>της είπε ο Μάνος.
< Αχ Μάνο σε ευχαριστώ πολύ πολύ. Αλλά τώρα μην αφήσεις τους γονείς μου να μπουν όσο τουλάχιστον είμαι με τον Γιάννη>.Ο Μάνος αν και ήταν έτοιμος να εκραγεί δε μίλησε και της υποσχέθηκε να μην τους αφήσει.
<Παιδιά μήπως να τους αφήναμε μόνους τους. Λέω εγώ τώρα μια ιδέα>είπε ο Μάνος στα παιδιά και εκείνα σηκώθηκαν αμέσως να φύγουν αφού πριν την καληνύχτισαν.

Καθόντουσαν αγκαλιά χωρίς να μιλάνε το φεγγάρι είχε βγει στον ουρανό. Εκείνη την ημέρα είχε πανσέληνο και ήταν τόσο ωραίο. Λαμπερό, άσπρο φώτιζε κάθε σκοτεινή πλευρά της γης.
<Είσαι πολύ όμορφη το ξέρεις> της είπε και εκείνη γύρισε κατευθείαν το πρόσωπο της.
<Όχι άλλα ευτυχώς έχω εσένα να μου το υπενθυμίζεις> του είπε και ακούμπησε το μέτωπο της στο δικό του.
<Δεν το ξέρεις ε> είπε και άρχισε να την γαργαλάει.
<Σταμάτα, σταματά θα μας ακούσουν>.
< Δεν με νοιάζει ας μας ακούσουν> της είπε και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Δάγκωσε απαλά τα χείλη της και εκείνη τον έσφιξε πιο πολύ πάνω της.
< Μη σταματάς να με φιλάς αγάπη μου σε παρακαλώ> του είπε η Εύα αλλά εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα ο Μάνος.
<Συγνώμη που διακόπτω αλλά Γιάννη θα πρέπει να φύγεις> του είπε φανερά ενοχλημένος. Η Εύα έκατσε καθιστή στο κρεβάτι και δίνοντας του ένα τελευταίο φιλί τον αποχαιρέτησε....

Σχεδόν Μαζί ~Ολοκληρωμένη~Where stories live. Discover now