Μίσος, οργή, αδιέξοδο

2.1K 151 3
                                    

Είχαν περάσει πέντε ολόκληρες μέρες που η Εύα είχε βγει από το νοσοκομείο. Παρόλο όμως που δεν είχε πάει ακόμα σχολείο συναντιώντουσαν συχνά με τον Γιάννη.
Καθόταν στη καρέκλα του γραφείου της και διάβαζε για το απόγευμα που θα πήγαινε φροντιστήριο. Η πόρτα χτύπησε και χωρίς να απαντήσει εμφανίστηκε ο πατέρας της.
<Έχεις δουλειά> την ρώτησε σχετικά κατσουφιασμένος.
<Διαβάζω μπαμπά άμα δεν το βλέπεις> του απάντησε με το υπεροπτικό ύφος που έπαιρνε συνήθως όταν του μίλαγε.
<Έλα μέσα θέλω να μιλήσουμε για κάτι σοβαρό που σε αφορά>. Εκείνος βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Ήταν μόνοι τους στο σπίτι καθώς η μητέρα της είχε πάει στην δουλειά,ήταν γυναικολόγος και έλειπε σχεδόν όλη την ημέρα από το σπίτι. Από την άλλη η αδελφή της ίσως να είχε βγει με τις 'κοσμιότατες' φιλενάδες της, ίσως πάλι και όχι.
Έκλεισε το βιβλίο των αρχαίων που μελετούσε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα και εκείνη. Ο πατέρας της ο Ανδρέας στεκόταν μπροστά από την τζαμαρία.
<Όρθια θα κάτσεις;> της είπε με το αυστηρό του ύφος.
<Πες μου τι θες δεν έχω όλη την ώρα>. Γέλασε ειρωνικά κάτι που την πείραξε πολύ. Αχ πόσο πολύ αυταρχικός ήταν αυτός ο άνθρωπος. Μπορεί να της έσπαγε τα νεύρα αλλά τον φοβόταν κιόλας λίγο.
<Δεν θα το ξαναδείς τον καλό σου> της αποκρίθηκε αλλά εκείνη δεν απάντησε.
<Το είπα και σε εκείνον αλλά δεν θέλει να το καταλάβει. Λοιπόν το λέω και σε σένα. Όσο για το σχολείο αυτός φέτος τελειώνει και εσύ του χρόνου θα φύγεις από κει μέσα>. Γύρισε το σώμα του και αντίκρισε τα μάτια της που ήταν δακρυσμένα.
<Αυτό δε πρόκειται να γίνει ποτέ κατάλαβε το πια> του φώναξε.
<Δεν στο ζήτησα στο απαίτησα. Και αν δεν με ακούσεις στο υπόσχομαι πως θα τον εξαφανίσω από προσώπου γης. Κατάλαβες>. Της είπε με σταθερή φωνή σφίγγωντας την από το μπράτσο. Τα μάτια της εκτός το ότι ήταν βουρκωμένα από το κλάμα στα τελευταία λόγια του άνοιξαν διάπλατα. Τι εννοούσε δηλαδή ότι θα τον σκότωνε για να μην την ξανά πλησιάσει. Θεέ μου τι άνθρωπος ήταν αυτός άραγε. Δεν του ξανά είπε κουβέντα και έτρεξε να κλειστεί στο δωμάτιο της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και άρχισε να κλαίει βουβά και με λυγμούς ώσπου την πήρε ο ύπνος.

Ξύπνησε στις τρεισίμιση είχε ακόμα μισή ώρα για να πάει στο φροντιστήριο. Έφτιαξε την τσάντα της έβαλε ένα στενό τζιν που αναδείκνυε τα ψιλά της πόδια και μια κοντομάνικη μπλούζα που κολάκευε το μπούστο της. Ετοιμάστηκε να φύγει ώσπου άκουσε τον ήχο κλήσεων του κινητού της. Άσπρισε από τον φόβο της νομίζοντας πως θα ήταν ο.....
<Όχι γαμώτο αυτός είναι>.σκέφτηκε δυνατά. Ο Γιάννης ποιός άλλος. Δεν του το απάντησε, τι να του λεγε δεν μπορούσε να του πει τίποτα.

Γύρισε αργά το βράδυ σπίτι αλλά τα φώτα ήταν σβηστά. Μεγάλη ταλαιπωρία και η σημερινή μέρα. Είχε πέντε ώρες μάθημα και μετά από τόσο καιρό ήταν επώδυνο. Ανέβηκε στο σπίτι, άνοιξε το πορτατίφ του σαλονιού και ζέστανε καφέ στην γαλλική καφετιέρα. Ο Γιάννης είχε αφήσει στο κινητό της πάνω από δέκα αναπάντητες αλλά σε καμία δεν είχε απαντήσει. Έπρεπε να σκεφτεί τα επόμενα βήματα της δεν ήθελε να τον βλάψει, ούτε να πάθει κάτι εξαιτίας της. Δεν θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό της. Τον αγαπούσε τόσο πολύ,ήταν ότι πολυτιμότερο είχε σε αυτή τη ζωή μαζί με τους φίλους της.

Πήρε τον καφέ έβαλε λίγο γάλα και πήγε στην σοφίτα να διαβάσει. Η σοφίτα ήταν ένα μικρό δωματιάκι με μια καταπακτή που οδηγούσε στον κήπο. Είχε παράθυρα που έβλεπαν τον ουρανό, έναν καναπέ και εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή τα βιβλία της Εύας. Ήταν ο μοναδικός χώρος που αγαπούσε και ήθελε να βρίσκεται είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο μέσα στην αγκαλιά του Γιάννη της. Ξάπλωσε στον καναπέ για να διαβάσει ενώ είχε ακουμπήσει τον καφέ της στο διπλανό κομοδίνο και είχε κλειδώσει και την πόρτα.
Δεν μπορούσε όμως ένιωθε έναν κόμπο στο στομάχι της, ήθελε σε κάποιον να μιλήσει αλλά όχι στον Γιάννη. Κατευθείαν το μυαλό της πήγε στον Νεκτάριο.
Τον κάλεσε.
<Καλώς την πέρδικα. Τι κάνεις ερωτευμένο μου. Πως και μας θυμήθηκες> την ρώτησε. Για λίγο δεν μίλησε σκεφτόταν αν έπρεπε να του πει ή όχι.
<Καλέ δε θα μιλήσεις, πνίγηκες> γέλασε.
<Πότε θα σταματήσεις να με πειράζεις εσύ μου λες. Του απευθύνθηκε αφήνοντας ένα γέλιο και έναν αναστεναγμό μαζί.
<Μάλλον ποτέ. Αλλά τώρα πες μου, το ξέρω πως κάτι ήθελες να μου πεις>. Αν και στην αρχή η Εύα δίστασε μετά του τα είπε όλα.
<Τι έχεις να μου προτείνεις τώρα> τον ρώτησε περιμένοντας στα αλήθεια μια απάντηση.
<Αρχικά μη κάνεις βιαστηκές κινήσεις θα έρθεις αύριο στο σχολείο και θα τα πούμε εκεί>. Μετά από λίγο έκλεισαν το τηλέφωνο και Καληνυχτήστηκαν.
Η Εύα έριξε το κεφάλι της στο μαξιλάρι του καναπέ και έστειλε ένα μήνυμα στον αγαπημένο της.
<Καληνύχτα αγάπη μου και συγνώμη για σήμερα. Σ'αγαπώ και θα σ αγαπώ> το έστειλε και κοιμήθηκε χωρίς να περιμένει απάντηση.

Άραγε τι απόφαση θα έπαιρνε αύριο. Από ποιό αδιέξοδο θα γλίτωνε. Θα σταματούσε η οργή και το μίσος που ένιωθε για τον πατέρα της??

# Πάνω στην φωτογραφία βρίσκεται η σοφίτα.....

Σχεδόν Μαζί ~Ολοκληρωμένη~Where stories live. Discover now