Ο τελευταίος χορός.

1.7K 126 0
                                    

Ήταν Κυριακή. Μια ξεχωριστή Κυριακή που διέφερε από όλες τις άλλες μέρες. Λίγο επειδή ήταν τα γενέθλια του Γιάννη, λίγο επειδή ήταν το πάρτι, λίγο επειδή ήταν η τελευταία στιγμή τους στην απεραντοσύνη του χρονου. Λίγο επειδή..... επειδή θα γραφόταν τέλος σε μια ιστορία έντονου πάθους.
Με αυτές τις σκέψεις σηκώθηκε από το κρεβάτι. Το προηγούμενο βράδυ είχε πάει στην προπόνηση τους και το χε ξενυχτίσει. Το ρολόι έδειχνε 1:45 όταν μπήκε στο σπίτι της. Έβαλε ένα σορτσάκι και ένα μαύρο φανελάκι και κατέβηκε στη κουζίνα.
<Πάλι δεν έχει καφέ> ρώτησε την μητέρα της η οποία καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και διάβαζε για χιλιοστή φορά ένα από τα αγαπημένα της μυθιστόρηματα.
<Ο κόσμος λέει και μια καλημέρα πρώτα> της είπε με αυστηρό ύφος αλλά εκείνη το προσπέρασε.
<Καλημέρα. Πάλι δεν έχει καφέ> ξανά ρώτησε νευριασμένα.
<Στην καφετιέρα αλλά να τον ζεστάνεις γιατί είναι κρύος>. Ωραία τα πιάσαμε τα λεφτά μας τώρα.
<Το βράδυ θα κοιμηθώ στης Μαριάννας και αύριο θα πάμε μαζί στο σχολείο>. Για λίγο η μητέρα της η Χριστίνα σήκωσε το κεφάλι της και έμεινε να την κοιτάζει. Ύστερα της απάντησε.
<Κάνε ότι θες. Εσύ ξέρεις καλύτερα>. Ε δεν είμαστε καλά,σκέφτηκε. Από πότε της είχαν δώσει τέτοια ελευθερία ούτε και αυτή ήξερε. Για τον Γιάννη ούτε λέξη και ο πατέρας της εξαφανισμένος στην Κρήτη. Ο προ παππού της ήταν από την Κρήτη αλλά ο πατέρας της είχε γεννηθεί Αθήνα οπότε δήλωνε και αυτή Αθηναία.
Πήρε τον καφέ της και γρήγορα γρήγορα ανέβηκε στο δωμάτιο της για να διαβάσει για αύριο. Ο μήνας αύριο θα χε δεκαπέντε Ιουνίου και έδιναν τα τελευταία τους μαθήματα.
Το απόγευμα δεν άργησε να έρθει πήρε ένα μικρό σάκο και έβαλε μέσα τα βραδινά της ρούχα, τα καλλυντικά της. Έφτιαξε το μαλλί της μπούκλα πήρε το σάκο και την τσάντα ώμου της και έφυγε. Το πάρτι ήταν στις δέκα και εκείνη είχε φτάσει στο σπίτι της Μαριάννας στις οχτώ. Χτύπησε το κουδούνι και της άνοιξε η μητέρα της.
<Καλησπέρα κορίτσι μου. Έλα πέρασε η Μαριάννα κάνει μπάνιο και όπου να ναι θα τελειώσει>. Η μητέρα της η κυρία Βάσω ήταν πολύ ευγενική φυσιογνωμία. Ψηλή με μακρυά μαύρα μαλλιά που πάντα τα έπιανε σε ένα μεγάλο κότσο.
<Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Βάσω μου> πέρασε μέσα στο σπίτι και έκατσε στο καναπέ ώσπου είδε την κολλητή της να κατεβαίνει τις σκάλες.
<Εύα μου έλα πάνω να κάτσουμε. Μαμά μη μας ενοχλήσετε θα πάμε να ετοιμαστούμε>.
<Εντάξει παιδί μου. Εντάξει>.
Ανέβηκαν πάνω, έβαλαν δυνατά τη μουσική και άρχισαν να ετοιμάζονται. Η Μαριάννα έβαλε ένα κίτρινο κολλητό φόρεμα με τις κίτρινες πλατφόρμες της και κάτι μεγάλους κρίκους στα αυτιά αλλά και πολύ κομψούς. Από την άλλη η Εύα έβαλε ένα μαύρο ψιλόμεσο σορτσάκι και από πάνω ένα ωραίο καφέ στράπλες με τιράντες που αναδείκνυε το μπούστο της και καφέ μποτάκια. Το μακιγιάζ τους ήταν τόσο όμορφο και καλοκαιρινό που τόνιζε τις λεπτές γωνίες των προσώπων τους. Ξαφνικά το κινητό της Εύας χτύπησε. Ήταν η υπενθύμιση που είχε βάλει για τα γενέθλια του αγαπημένου της. Φυσικά και δε τα είχε ξεχάσει αλλά ήθελε να του τα πει από κοντά. Γρήγορα γρήγορα του έστειλε μήνυμα.
Θα περάσω να σε πάρω από το σπίτι σου σε δέκα λεπτά να σαι κάτω. Η Εύα σου.....!
Είχε περάσει η ώρα. Είχε πάει κιόλας εννιά. Ήταν κάτω από το σπίτι ήδη. Τον είδε και τον αγκάλιασε. Του έδωσε το δώρο του. <Εύχομαι να σου αρέσει αν και δεν είμαι σίγουρη>.
< Από την στιγμή που μου το πήρε η γυναίκα μου, μου αρέσει. Αν και σου χω πει πως δε θέλω να ξοδεύεσαι εξαιτίας μου>. Τον κοίταξε με το πιο ναζιάρικο βλέμμα της. Την φίλησε χωρίς να τον νοιάζει αν θα χάλαγε το μακιγιάζ της.
<Πάμε πάνω;> την ρώτησε και εκείνη κατευθείαν πάγωσε.
<Έλεγα αν ήθελες να γνωρίσεις τους γονείς μου>. Πως θα πήγαινε, πως θα ξανά έβλεπε τον πατέρα του. Με τι δύναμη;
<Ίσως κάποια άλλη φορά τώρα έχει βραδιάσει και πρέπει να πάμε και στο χορό>. Πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό της και την φίλησε με δύναμη. Ένα φιλί που δεν ήταν ίδιο με κανένα άλλο που της είχε δώσει. Λες και ήταν το αποχαιρετηστήριο.

Σε λίγο βρίσκονταν μπροστά από μία καφετέρια.
<Τι είναι εδώ> ρώτησε τον Γιάννη με απορία.
<Έλεγα πριν πάμε στο πάρτι να φάμε κάτι να γλυκαθούμε>. Την κοίταξε όλο νόημα και παίρνοντας την από το χέρι μπήκαν μέσα. Είδαν τον Στέφανο και τον Άγγελο σένα τραπέζι να τους κάνουν νόημα ενώ ο Παύλος παράγγελνε τα ποτά τους. Πήγαν και έκατσαν μαζί τους.
<Βρε καλώς τα παιδιά τα δικά μας. Σας περιμέναμε> τους είπε ο Στέφανος και τους έκανε κίνηση να κάτσουν. Όλη την ώρα από την στιγμή που ήρθε και ο Παύλος δεν αντάλλαξαν ούτε κουβέντα με την Εύα. Σε λίγο ήρθε και η τούρτα, πάνω είχε τον αριθμό δεκαεννιά.
<Ευχή> του φώναξε η Εύα πριν σβήσει τα κεράκια.

Η ώρα είχε περάσει από δέκα αλλά την Εύα δεν την ενδιέφερε και τόσο όσο ήταν μαζί με τον άντρα της ζωής της.

<Θα σηκωθούμε να χορέψουμε τώρα που μπήκε το τραγούδι μας πριγκίπισσα> την ρώτησε και την φίλησε στο μέτωπο. Αχ πόσο πολύ της άρεσε να την φωνάζει πριγκίπισσα. Μακάρι να κρατούσε για πάντα αυτό, μακάρι να μην χρειαζόταν ποτέ να τον αφήσει. Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και σηκώθηκαν. Ο Γιάννης έβαλε τα χέρια του στη μέση της ενώ εκείνη τα τύλιξε γύρω από το λαιμό του.
<Ξέρεις αγάπη μου σκέφτηκα αν θα ήθελες μετά να μην πάμε στο πάρτι. Να παιρνούσαμε την νύχτα κάπου οι δύο μας>. Την ρώτησε και την έσφιξε πιο πολύ πάνω του. Το μυαλό της Εύας είχε βγάλει κόκκινο συναγερμό. Ήξερε πως το μετά το δικό τους δε θα ήταν μόνο αγκαλιες και φιλιά. Ούτε μόνο χάδια αλλά κάτι παραπάνω. Κάτι παραπάνω που η Εύα λαχταρούσε να το ζήσει μόνο με το Γιάννη της.
<Πάμε όπου θες δεν έχω κανένα πρόβλημα. Αρκεί να περάσουμε όλο το βράδυ μαζί>. Του είπε και τον φίλησε στο λαιμό.
Το τραγούδι σταμάτησε και ο Γιάννης πήρε από το χέρι την Εύα για να φύγουν.
<Εμείς φεύγουμε. Μη μας περιμένετε στο σχολείο μάλλον δε θα έρθουμε>. Είπε στον Άγγελο καθώς ο Παύλος και ο Στέφανος δεν ήταν στο τραπέζι.
<Καλή συνέχεια. Και μην ανησυχείτε για τίποτα. Θα ειδοποιήσω εγώ την Μαριάννα>. Είπε και κοίταξε την Εύα.
Μετά από πέντε λεπτά ο Παύλος και ο Στέφανος επέστρεψαν στο τραπέζι.
<Που είναι οι άλλοι; > ρώτησε ο Παύλος τον Άγγελο.
<Έφυγαν. Μου είπαν να μην τους περιμένουμε>. Ξαφνικά το πρόσωπο του Παύλου σκοτείνιασε. Αν στα αλήθεια γινόταν αυτό που φανταζόταν δεν ήξερε τι ήταν ικανός να κάνει. Δεν ήξερε πού μπορούσε να φτάσει για να μην πληγωθεί ο φίλος του και αδελφός του......

#Πάνω στη φωτογραφία βρίσκεται το συνολακι της Εύας......

Σχεδόν Μαζί ~Ολοκληρωμένη~Where stories live. Discover now