Μετάθεση στην Κέρκυρα

1.5K 129 2
                                    

Γιάννης

Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά. Ο Γιάννης κοιμόταν όταν το κουδούνι του σπιτιού τον ξύπνησε. Λίγο μετά μπήκε στο δωμάτιο ο Παύλος. Τα παιδιά έμεναν στο ίδιο σπίτι όλους αυτούς τους μήνες καθώς ο Γιάννης είχε εγκαταλείψει το πατρικό του από τότε που είχε χωρίσει με την Εύα και είχε τσακωθεί με τους φίλους του.
<Ξύπνα ρε γαμώτο. Εικοσιτετράωρο ύπνου έχεις κλείσει εδώ μέσα>είπε και άνοιξε τα μπατζούρια.
<Που να σε πάρει η ευχή να σε πάρει πρωί πρωί>φώναξε ο Γιάννης νευριασμένος.
<Τι πρωί πρωί ρε. Μία είναι η ώρα>
< Καλά σηκώθηκα. Ευχαριστήθηκες;>
<Ναι>είπε και γέλασε ειρωνικά. Εκείνος του πέταξε ένα μαξιλάρι και σηκώθηκε. Πήγε στο μπάνιο και έριξε παγωμένο νερό στο πρόσωπο του με αποτέλεσμα να ξυπνήσει για τα καλά. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα και έφτιαξε να πιει έναν καφέ.
<Τι είναι αυτό;>ρώτησε απορημένος ο Γιάννης κρατώντας στο χέρι του έναν φάκελο που απέξω έλεγε το όνομα του.
<Δε ξέρω. Πριν λίγο μας τον έφερε ένας κούριερ>είπε ο Στέφανος και έκατσε στον καναπέ βάζοντας τα πόδια του στο τραπεζάκι.
<Είναι για σένα>πετάχτηκε ο Άγγελος ενώ την ίδια στιγμή ο Παύλος έβγαινε από το μπάνιο τυλιγμένος με το μπουρνούζι του.
Ο Γιάννης άρχισε να διαβάζει το χαρτί. Ήταν επιστολή από έναν διευθυντή της Κέρκυρας.
<Με καλούνε από ένα δημοτικό της Κέρκυρας για την πρακτική μου. Ο προηγούμενος γιατρός έχει πεθάνει και θέλουν επειγόντως να τον αντικαταστήσω>. Είπε στα παιδιά ενώ ταυτόχρονα εκείνοι τον κοιτούσαν με ένα απλανές βλέμμα.
<Σκέφτεσαι να πας>του έκανε την ερώτηση ο Άγγελος.
<Δεν ξέρω ρε εσείς. Από την μία μου ακούγεται καλή ιδέα για να κάνω και το αγροτικό μου. Αλλά από την άλλη μόνος μου στην Κέρκυρα χωρίς κανένα, χωρίς εσάς. Τώρα που σας βρήκα να σας ξανά χάσω>. Το πρόσωπο του σκλήρυνε με μιας και οι άλλοι τρεις κοιτάχτηκαν.
<Ποιός σου είπε πως θα πας μόνος σου. Θα έρθουμε και εμείς μαζί σου>. Είπε ο Παύλος και στηρίχτηκε στον πάγκο της κουζίνας.
<Ναι ρε εσύ. Και το καλοκαίρι θα κάνουμε διακοπούλες. Θα γνωρίσουμε και κανένα κοριτσάκι>. Είπε ο Στέφανος και γέλασε.
<Αλήθεια λέτε θα έρθετε μαζί μου>
<Φυσικά και θα έρθουμε μαζί σου τι σόι κολλητοί είμαστε>του είπε ο Άγγελος και τον χτύπησε στην πλάτη.
Ξαφνικά το κινητό του Γιάννη χτύπησε.
<Παρακαλώ>
<Καλησπέρα σας. Σας καλώ από το δημοτικό της Κέρκυρας και πήρα να σας ρωτήσω αν λάβατε την επιστολή μου και αν τελικά δέχεστε;>. Η φωνή της άλλης γραμμής ακούγονταν σοβαρή και ο Γιάννης κατάλαβε πως επρόκειτο για τον διευθυντή που του έκανε την πρόταση.
<Ναι έλαβα την επιστολή σας και θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για αυτό. Οπότε μου πείτε θα έρθω κατευθείαν>. Μετά από λίγο συννενοήθηκαν για τις λεπτομέρειες και ο Γιάννης έκλεισε το τηλέφωνο με ένα χαμόγελο στα χείλη.
<Τι έγινε ρε όλα καλά>
<Όλα καλά Παυλάκο, όλα καλά. Αύριο το πρωί φεύγουμε και εκτός από αυτό έχουμε και σπίτι και ιατρείο>
<Τέλεια>φώναξε ο Άγγελος.

Αργότερα άρχισαν να ετοιμάζονται το καράβι θα αναχωρούσε το πρωί στις δέκα. Το βράδυ τα παιδιά πήγαν στην τελευταία τους προπόνηση και καθώς γύρισαν έπεσαν πάνω στον καναπέ.
<Πω πω κούραση δεν αντέχω άλλο>είπε απευδυσμένος ο Παύλος <Νιώθω πως δε θα σηκώνομαι το πρωί>είπε ο Στέφανος και έκλεισε τα μάτια του.
<Ωραία τότε αφού είστε και οι δύο έτοιμοι για ύπνο πηγαίνετε για νάνι. Εγώ με τον Άγγελο θα κάτσουμε για ταβλάκι>. Τα μάτια των δύο αγοριών αγριοκοίταξαν τον Γιάννη ενώ ο Άγγελος γελούσε με τις φάτσες τους.
<Φίλε παίζεις βρώμικα>είπε ο Παύλος και πέταξε το τάβλι στο τραπέζι.
<Θα παίξουμε μέχρι να πιούμε τις μπύρες μας>είπε ο Στέφανος και έφερε τέσσερα κουτάκια από την κατάψυξη Amstel.
<Σύμφωνοι>είπε και ο Γιάννης και έδωσαν τα χέρια.
Μετά από λίγο είχαν τελειώσει το παιχνίδι με διαφορά 4-2
<Μια τελευταία γουλιά να πάνε κάτω τα φαρμάκια Γιαννάκη>είπε ο Παύλος και εκείνος τον κοίταξε στραβά.
<Στο tichu όμως φίλε μου είμαι βασιλιάς>του είπε και τον είδε να νευριάζει.
<Σε τι θα πιούμε>ρώτησε ο Άγγελος. Το λόγο πήρε πάλι ο Παύλος.
<Εγώ λέω να πιούμε στην Εύα. Στην Εύα στην οποία οφείλουμε που ξανά σμίξαμε και ας έγινε η αιτία κάποτε να χωρίσουμε. Στην Εύα που είναι ακόμα στην καρδιά του Γιάννη>. Ο Στέφανος με τον Άγγελο είχαν παγώσει στις θέσεις τους. Ο Γιάννης ήταν έτοιμος να εκραγεί αλλά δεν το έκανε. Ο κολλητός του είχε απόλυτο δίκιο και ας μην ήθελε να το παραδεχτεί ούτε στον εαυτό του. Ήπιε την τελευταία γουλιά από την μπύρα του και ενώ  τσαλάκωσε το κουτάκι  σηκώθηκε να φύγει.
<Γιάννη μην κάνεις το ίδιο λάθος που είχες κάνει τότε στο σχολείο. Την αγαπάς ακόμα το να μην το παραδέχεσαι δεν ωφελεί σε κάτι. Άμα δεν κάνεις κάτι τώρα μπορεί και να την βρεις παντρεμένη και με παιδί μετά από χρόνια>. Ο Παύλος συνέχισε τα λόγια του μα ο  Γιάννης δεν έκατσε να τον ακούσει πάρα μονάχα πήγε στο δωμάτιο του και βρόντηξε την πόρτα.
<Καλά τι σε έπιασε και την ανέφερες τώρα>του είπε θυμωμένα ο Στέφανος.
<Έπρεπε ρε παιδιά έπρεπε για να ξυπνήσει. Την αγαπάει και ο εγωισμός του δεν τον αφήνει να το δει>. Τα αγόρια έκαναν πως συμφώνησαν. Μετά από λίγο σηκώθηκαν και αυτοί να πάνε για ύπνο.

Το πρωί είχε κιόλας φτάσει τα παιδιά πήραν τα πράγματα τους και έφυγαν για το λιμάνι.
Μετά από ώρες έφτασαν στο περίφημο αυτό νησί της Κέρκυρας. Συννενοήθηκαν με τον διευθυντή που θα ήταν το σπίτι και το ιατρείο και τακτοποιήθηκαν αμέσως.
<Καλά ρε φίλε τι μεγαλεία είναι αυτά. Ο προηγούμενος έπρεπε να το φύσαγε το χρήμα>είπε ο Παύλος στον Γιάννη με ένα ειρωνικό ύφος.
<Ναι όντως. Μέχρι το τέλος της εβδομάδας θα έρθει και η ενοικιάστρια για να συννενοηθούμε με τις τιμές και όλα τα περαιτέρω>.

Η ζωή τους στην Κέρκυρα από την πρώτη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους ήταν γαλήνια. Ακόμα και τώρα που η Εύα του έλειπε εκείνος την αισθανόταν δίπλα του. Σαν να μην έφυγε ούτε μια μέρα από κοντά του. Τώρα την ένιωθε δίπλα του και ας μην ήταν.
Μπορεί όμως η Εύα να είναι δίπλα του χωρίς να το ξέρει;  Μπορεί οι καρδιές τους να πηγαίνουν μαζί χωρίς να αλλάζουν δρόμο. Με μόνο έναν σκοπό να χτυπάει η μία δίπλα στην άλλη....

Σχεδόν Μαζί ~Ολοκληρωμένη~Where stories live. Discover now