Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλα...

Marypap04

5.8K 713 3.8K

Στη Φιλανδία της δεκαετίας του 1850, ένας πλούσιος ξεπεσμένος ιδιοκτήτης εμπορικής εταιρείας κι ο πρώην καπετ... Еще

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού
Playlist
Φιλική σημείωση
Αφιέρωση
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Ι)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (V)
Β' μισό βιβλίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (V)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (V)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Ι)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
Ευχαριστίες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (Ι)

96 10 53
Marypap04

Όλη νύχτα η κόρη του Άλφρεντ Νταλ δεν έκλεισε μάτι. Ξαπλωμένη στην καμπίνα που μοιραζόταν, μετά από δική της παράκληση στον πατέρα της, με τον Λούκας, προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις της σε μια τάξη, νιώθοντας ότι σε λίγο θα κατρακυλούσε κι η ίδια στην τρέλα που έδερνε τον Νταλ και τον καπετάνιο. Μέσα σε ένα βράδυ τα πάντα είχαν αναποδογυρίσει. Και δεν έφταιγε μόνο το βίαιο κούνημα του καραβιού που της θύμιζε ότι ταξίδευε προς το άγνωστο, εμπιστευόμενη τη ζωή τη δική της και του αδερφού της στα χέρια δύο παραφρόνων. Ούτε κι η αγανάκτηση που την έπνιγε για τον πατέρα της κι η απογοήτευση που αισθανόταν βλέποντας τα σχέδιά του να οδεύουν προς μια αρκετά πιθανή επιτυχία. Αν και δεν έπαιρνε όρκο ότι, εφόσον και όταν θα έφτανε το πλοίο στον θησαυρό, ο Άλφρεντ Νταλ κι ο Μπλομ θα είχαν ο ένας με τον άλλον καλά ξεμπερδέματα.

Το χειρότερο πρώτο αστροπελέκι της ήρθε με την παρουσία του Βάλτερ στο καράβι. Όταν τον είδε να στέκεται εκεί στην κουπαστή, σκυμμένος προς τη θάλασσα με θλιμμένη καρτερία, της φάνηκε πως έκαναν παιχνίδια τα μάτια της, πως μέσα στην απελπισία της για ένα στήριγμα είχε η ίδια με το μυαλό της πλάσει την εικόνα του, με όσες και όποιες λεπτομέρειες θυμόταν από εκείνον. Αυτό ίσως να ήταν πιο υποφερτό από το μπέρδεμα που της προκάλεσε η πραγματική παρουσία του. Ωστόσο, κάπου βαθιά μέσα της, ένιωθε πως τον είχε αδικήσει κι είχε την ελπίδα ότι τον νεαρό Κάρλσον τον είχαν σπρωξει στο ταξίδι άλλοι λόγοι, κι όχι η απληστία κι η απερισκεψία του καπετάνιου και του πατέρα της. Δεν μπορεί να είχε πέσει τόσο έξω για τον χαρακτήρα του. Κι έπειτα, ίσως ο Βάλτερ Κάρλσον να ήταν ο μοναδικός που θα μπορούσε να εμπιστευτεί και  να έχει ως και συμπαραστάτη της στο παράλογο κι επικίνδυνο ταξίδι.

Από την άλλη πάλι, ήταν εκείνος. Και στη σκέψη του, τα μάτια της Κλάρας, ενώ τόση ώρα παρέμεναν κλειστά μα χωρίς ύπνο, άνοιξαν και κοίταξαν το ξύλινο τοίχωμα απέναντι από το κρεβάτι της σκεφτικά. Στην πρώτη τους ατυχή συνάντηση στο λιμάνι δεν είχε καταφέρει να τον αναγνωρίσει, τώρα όμως ήξερε: ήταν αυτός, το αγόρι της υπηρέτριας, ένα πρόσωπο τόσο βαθιά θαμμένο στο πιο μαύρο και ακατανόμαστο παιδικό παρελθόν της, που το είχε ανάγει σε ανύπαρκτο κακό όνειρο. Από τότε που για πρώτη φορά αντιλήφθηκε την ύπαρξή του, μια μέρα που κατασκόπευε αθέατη τις κουζίνες, ως το βράδυ που εκείνος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, η Κλάρα τον έβλεπε ως το μοναδικό σκαλί που είχε για να κατέβει, έστω και μ’ ένα κοίταγμα, στον δικό του κόσμο, τον κόσμο της φτωχής εξαθλιωμένης μάζας που η μητέρα της σιχαινόταν, ο πατέρας της δαιμονοποιούσε και η γκουβερνάντα της περιφρονούσε με ευγένεια και φιλανθρωπία.

Η μελωδία του νανουρίσματος της Λίλυα είχε μείνει χαραγμένη στον νου της και της τρυπούσε ακόμη, κάθε φορά που την θυμόταν, την καρδιά. Η αγάπη που έδινε εκείνη η καημένη γυναίκα στον γιο της χωρίς να την τσιγκουνεύεται και να την μετράει ανάλογα με το πόσο χρήσιμος θα της φαινόταν στο μέλλον - όπως έκαναν οι δικοί της γονείς - ήταν αυτό που της είχε λείψει περισσότερο στη ζωή της, αυτό που, αν δεν ήθελε να λέει στον εαυτό της ψέματα, ακόμα της έλειπε. Όταν η Λίλυα άφησε αυτόν τον κόσμο, βασανισμένη, άρρωστη κι ολομόναχη, και το αγόρι της απλά χάθηκε από προσώπου γης και - όπως είπε στον Νταλ η μητέρα της Σάννα - μάλλον τον πήραν να δουλέψει στα καράβια, η Κλάρα πίστεψε ότι είχαν εξαφανιστεί κι οι δυο, μάνα και γιος, για πάντα από τη ζωή της. Κι ήταν καλύτερα. Ως παιδί, της θύμιζαν την αγάπη που δεν είχε• ως έφηβη κι έπειτα γυναίκα της θύμιζαν την αχρειότητα του πατέρα της. Κατάλαβε μεγαλώνοντας πώς είχε πεθάνει η Λίλυα κι αυτό την έκανε να μη θέλει ακόμα περισσότερο ούτε να θυμάται τον γιο της. Μέχρι και η σκέψη του βλέμματός του της έφερνε ενοχές και αποστροφή για όσα τους είχε κάνει ο πατέρας της.

Ωστόσο, τώρα, να τος, ολοζώντανος μπροστά της. Τα καράβια γυρίζουν κάποτε στο λιμάνι τους και τα παιδιά μεγαλώνουν. Αναγνωρίζοντάς τον η Κλάρα τα ’χε χάσει• είχε αλλάξει, όπως κι εκείνη άλλωστε. Βέβαια, χωρίς τον φόβο και το δυσάρεστο ξάφνιασμα της απρόσμενης αναγνώρισης να την καταλαμβάνουν, τη στιγμή που την κράτησε τυχαία και φευγαλέα στα χέρια του στην πόλη, είχε παραδεχτεί μέσα της πως αυτός ο άντρας είχε κερδίσει την προσοχή της. Από απειρία και πρακτική άγνοια του αληθινού, του λαϊκού κόσμου του Ελσίνκι, της Κλάρας όλοι οι άντρες της τάξης του της φαίνονταν συνήθως ίδιοι και μάλιστα κάπως τρομακτικοί και απειλητικοί. Εκείνος όμως, όχι. Το βλέμμα του μπορεί να φαινόταν σκληρό, αλλά κρυβόταν εκεί και κάτι άλλο, κάτι ειλικρινές και άδολο. Αυτό που είχε ξαναδεί άλλοτε στο σπίτι της όταν ήταν κι οι δυο παιδιά, τις λίγες φορές που είχε τύχει να συναντηθούν οι ματιές τους.

Αναστέναξε βαθιά. Άλλαξε πλευρό στο κρεβάτι. Αγανακτούσε που ο ύπνος δεν καταδεχόταν να την επισκεφτεί, παρ’όλο που ένιωθε κουρασμένη όσο ποτέ άλλοτε. Μέχρι κι ο Λούκας, στο διπλανό κρεβάτι, είχε χαθεί γαλήνια στον κόσμο των ονείρων, κι ας μην μπορούσε στην αρχή να συνηθίσει το ατσούμπαλο πέρα δώθε που έκανε το Μπέλουα καθώς διέσχιζε τη θάλασσα αγκομαχώντας, σαν ασπρομάλλης γέρος με μια μαγκούρα στο κάθε χέρι. Σίγουρα, σκέφτηκε η Κλάρα, ο μικρός θα ονειρευόταν τώρα γοργόνες, θησαυρούς και τερατώδη θαλάσσια πλάσματα, περιπέτειες ενός σωστού ηρωικού ναυτικού. Ευχήθηκε να ήταν στη θέση του• να μπορούσε κι εκείνη να ονειρευτεί, χωρίς να της φαίνονται όλα τόσο μπερδεμένα και σκοτεινά σ’ αυτό το ταξίδι.

Σηκώθηκε από τα ξημερώματα, κι ας μην είχε φωτιστεί ακόμη ο ουρανός. Επιμελήθηκε τον εαυτό της αθόρυβα και δίχως ιδιαίτερη όρεξη• έτσι έκανε άλλωστε και πίσω στο σπίτι, σε πλήρη αντίθεση με την κοκέτα μητριά της που επιστράτευε μάλιστα και δυο από τις καμαριέρες για να την ετοιμάσουν. Στην Κλάρα καθόλου δεν άρεσε η ιδέα του να έχει πάνω από το κεφάλι της μια υπηρέτρια να την ντύνει και να την ξεντύνει, έτσι τα έκανε όλα μόνη της. Ίσως υπό άλλες συνθήκες, σε μια άλλη οικογένεια, η μητέρα της να το θεωρούσε αυτό εξωφρενικό και να της έκανε κήρυγμα ότι μια κοπέλα της τάξης της έπρεπε να είναι πάντοτε κομψή και φροντισμένη στην τρίχα, κάτι που απαιτούσε επέμβαση άλλων χεριών κι όχι των δικών της. Ωστόσο, η Λίζμπεθ δε νοιάστηκε ποτέ της για τις προσωπικές επιλογές της θετής της κόρης• εκτός αν αυτές απειλούσαν να ανατρέψουν κάποιο σχέδιό της.
Η Κλάρα κάθισε ήσυχα στην άκρη του κρεβατιού του αδερφού της. Σκέπασε απαλά τους ώμους του, που είχαν μείνει ακάλυπτοι, και ξεφύσηξε. Το τόσο πρωινό ξύπνημα την καταδίκαζε να μην έχει τίποτε να κάνει ώσπου να σηκωθούν οι υπόλοιποι του καραβιού. Εκτός από τους ναύτες φυσικά, οι οποίοι όλη τη νύχτα θα ήταν στο πόδι, δουλεύοντας κι αλλάζοντας βάρδιες.

Για λίγη ώρα έμεινε καθισμένη στην καμπίνα χωρίς να σκέφτεσαι και να κάνει τίποτα, ακούγοντας απλώς τον παγερό αέρα να σφυρίζει απ’ έξω και να συνοδεύει τον ήχο του παφλασμού της θάλασσας. Άνοιξε μια ιδέα την πόρτα, παρατήρησε το τοπίο κι η παλιά, η παιδική της μανία για τη θάλασσα την αιφνιδίασε, φέρνοντάς της στο στήθος ένα μικρό τσίμπημα συγκίνησης. Η αναταραχή της νύχτας είχε κάπως υποχωρήσει και τα νερά κυμάτιζαν τώρα δειλά, παραλυμένα από το κρύο, κάτω από έναν μυστήριο ουρανό που τον σκέπαζε πέρα ως πέρα η ομίχλη. Το κατάστρωμα ήταν άδειο μπροστά της, αφήνοντάς της περιθώριο να ατενίσει αναπόσπαστα την τόσο γοητευτική και συνάμα τόσο τρομακτική θέα του γαλάζιου μανδύα που ξανοιγόταν απέραντος ως τις τέσσερις άκρες του κόσμου.

Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον αδερφό της που κοιμόταν, έκανε τα δύο βήματα που την χώριζαν από το εξωτερικό του καταστρώματος κι έκλεισε απόλυτα ήσυχα πίσω της την πόρτα της καμπίνας. Ο καθαρός - κι ας ήταν και κρύος - αέρας, τη χτύπησε καταπρόσωπο κι εκείνη έσφιξε πάνω της την κοντή κάπα που φορούσε γύρω απ’ τους ώμους και το στήθος της. Πλησίασε με βιαστικό βήμα την κουπαστή ρίχνοντας ερευνητικές ματιές γύρω της και πιάνοντας έπειτα τον εαυτό της να αναρωτιέται γιατί. Τι την φόβιζε; Ήταν ο πατέρας της; Ο Μπλομ; Ή ίσως...
Έδιωξε αμέσως τη σκέψη από το μυαλό της κι αφοσιώθηκε στο τοπίο. Στη μνήμη της από το πουθενά ήρθαν οι ώρες που περνούσε ως παιδί στη μικρή σάλα, σκαλίζοντας ασταμάτητα τα ημερολόγια ταξιδιού του παππού της και καταπίνοντας αμάσητες όλες του τις περιπέτειες στα αλμυρά νερά, πραγματικές και φανταστικές. Απ’ έξω κι ανακατωτά μάθαινε τα παραμύθια με τα οποία με περίσσιο ενθουσιασμό γέμιζε ο πατέρας του Άλφρεντ Νταλ τις λευκές σελίδες των ημερολογίων του. Όλα αυτά που ο γιος του νόμιζε ανοησίες της πεντάρας.

Καθώς παρατηρούσε να αναδύονται από το πουθενά στην επιφάνεια του νερού βράχια, η Κλάρα άκουσε πίσω της βήματα. Πάγωσε• αυτό ήταν στα σίγουρα αντρικό περπάτημα. Με τις προηγούμενες σκέψεις της να επιστρέφουν και να την κυκλώνουν, δε θα γυρνούσε να κοιτάξει, αν δεν ήταν η ευγενική και διακριτική φωνή του Βάλτερ Κάρλσον το επόμενο πράγμα που ήχησε, ρωτώντας την με κάποια αβεβαιότητα:
«Δεσποινίς Νταλ;»
Στράφηκε προς το μέρος του, όχι με ιδιαίτερη προθυμία, ούτε όμως και εντελώς απρόθυμα. Τα μάτια του με αγωνία συνάντησαν τα δικά της και τα χείλη της σχημάτισαν ένα αμυδρό διστακτικό χαμόγελο.
«Καλημέρα σας, κύριε Κάρλσον» τον χαιρέτησε, κι εκείνος έσκυψε για απόκριση ελαφρώς το κεφάλι του.
«Σας τρόμαξα μήπως;» ρώτησε και σιγά σιγά την πλησίασε και στάθηκε δίπλα της στην κουπαστή.
«Ομολογώ ότι με ξαφνιάσατε» του απάντησε η Κλάρα. «Δεν περίμενα να σας δω ξύπνιο από τόσο νωρίς.»

Ο Βάλτερ χαμογέλασε αινιγματικά, σαν κάτι να του έφερνε δυσφορία. Η Κλάρα θα ορκιζόταν ότι, παρά το αφόρητο κρύο, ο νεαρός απέναντί της ίδρωνε μέσα στα ρούχα του. Περίμενε σιωπηλή την απάντησή του με τα μάτια της να στρέφονται διακριτικά από τη θάλασσα που ατένιζε εδώ και ώρα σ’ εκείνον και να τον εξετάζουν. Ο Βάλτερ έδεσε στο μεταξύ τα χέρια του πίσω από την πλάτη και πάλεψε να φορέσει ένα ύφος ανέμελο.
«Δεν κοιμόμουν ποτέ μου καλά στα ταξίδια» εξομολογήθηκε σε ελαφρό τόνο, κι εκείνη αχνογέλασε. «Ελπίζω να μην ισχύει το ίδιο και για εσάς και να ήταν καλύτερη η πρώτη βραδιά σας στο ανεκδιήγητο πλοίο του θείου μου του εξίσου ανεκδιήγητου.»
Αν δε φοβόταν μην προδοθεί, θα αναστέναζε βαθιά με ανακούφιση βλέποντας το χαμόγελο της Κλάρας να γίνεται πιο πλατύ.
«Ειλικρινά δεν το περίμενα αυτό από εσάς. Νόμιζα, είχα ακούσει δηλαδή, ότι εκτιμάτε τον θείο σας πολύ, ότι είναι κάτι σαν πρότυπο για σας» είπε, κι ο Βάλτερ έσφιξε τα χείλη.
«Σε ορισμένους τομείς, ναι, είναι» απάντησε σκεφτικός. «Κάποτε ήταν ένας σοβαρός άνθρωπος και στάθηκε δίπλα σ’ εμένα και στη μητέρα μου σαν φύλακας άγγελος μετά τον χαμό του πατέρα. Τώρα, φαίνεται πως τον δέρνει μια ακατανόητη απερισκεψία, κι αυτό είναι το μόνο για το οποίο είμαι βαθιά απογοητευμένος μαζί του» πρόσθεσε κουνώντας πένθιμα το κεφάλι του.
Η Κλάρα δάγκωσε αμήχανα τα χείλη.
«Συγχωρέστε με, φαίνεται πως άθελά μου άγγιξα πληγωμένες αναμνήσεις σας» έκανε μετανιωμένη.
Ο Βάλτερ όμως έγνεψε αρνητικά και της χαμογέλασε με καθησυχαστικό τρόπο, συνοδευόμενο από την αιώνια πραότητα κι ευγένειά του.
«Μη νοιάζεστε, δεσποινίς Νταλ• μόνο πείτε μου: δεν πιστεύετε ακόμα ότι μπορεί να συμμερίζομαι την απληστία και την απερισκεψία του καπετάνιου Μπλομ, έτσι δεν είναι;»

Την κοιτούσε με άγχος. Η Κλάρα δεν απάντησε αμέσως. Στο μυαλό της επανήλθαν οι σκέψεις της χθεσινής μέρας. Ο τρόπος που είχε βιαστεί να κρίνει τον νεαρό Κάρλσον με το που τον είδε να στέκεται στο κατάστρωμα του Μπέλουα. Γιατί το είχε κάνει αυτό; Το ύφος του Βάλτερ καθώς την κοίταζε στα μάτια ήταν αφοπλιστικό• αυτή η γαλήνη κι η διακριτικότητα, η καρτερικότητα για μια λέξη της, την έκανε να απορεί με τον εαυτό της που υπέθεσε ότι - σχεδόν απίθανο, αλήθεια - ο νεαρός αυτός μπορεί να έμοιαζε έστω και στο ελάχιστο με τον πατέρα της, με τον δαίμονα του πατέρα της τον φιλοχρήματο και ακόλαστο. Όμως, ήρθε ο αντίλογος, τι άλλο να της ερχόταν στο μυαλό, αντικρίζοντας τον Βάλτερ ξαφνικά στο καράβι, για ένα ταξίδι σαν κι αυτό;
Του έριξε ένα σοβαρό βλέμμα.
«Ειλικρινά, κύριε Κάρλσον» είπε, «δε θέλω να σας αδικήσω. Ομολογώ ότι αν και δε σας γνωρίζω καλά, πήρα στη δεξίωση που συναντηθήκαμε την εικόνα ενός ευγενούς, τίμιου άντρα, που μου ήταν πολύ συμπαθής.»
«Και εσείς μου είστε ιδιαίτερα συμπαθής, δεσποινίς Νταλ» απάντησε ο Βάλτερ μ’ όλο το μέσα του να αρχίζει απροειδοποίητα να τρέμει. «Γι’αυτό και θα μου ήταν αφόρητο να με παρεξηγήσετε και να θεωρήσετε ότι με οδήγησαν στο ταξίδι αυτό οι ίδιοι λόγοι που οδήγησαν τον θείο μου ή...»
Σταμάτησε απότομα. Σίγουρα δε θα βοηθούσε το να αναφερθεί στον Νταλ όπως του έπρεπε εκείνη τη στιγμή. Μα η κοπέλα τον ξάφνιασε.
«Ή τον πατέρα μου» συμπλήρωσε με άνεση κι αναστέναξε. «Η αλήθεια είναι• μη φοβάστε να την πείτε. Αν και η θέση μου μάλλον δε μου επιτρέπει να τον αμφισβητώ, και ιδιαίτερα μπροστά σε τρίτους.»

Ο Βάλτερ τότε αναπάντεχα έκανε ένα βήμα πιο κοντά της. Έβαλε το χέρι του στην κουπαστή.
«Εμένα δε με πειράζει• υπολογίζω τη γνώμη σας. Ξέρω ότι είστε έξυπνη και σας καταλαβαίνω που στέκεστε με αμφιβολία απέναντι στο ενδεχόμενο η ιστορία περί θησαυρού του Ιπτάμενου Ολλανδού να αληθεύει.»
«Με πλήρη αμφιβολία» αποκρίθηκε η Κλάρα κουνώντας το κεφάλι. «Ο Ιπτάμενος Ολλανδός δεν είναι παρά ένα παραμύθι των ναυτικών, γεμάτο από δεισιδαιμονίες με τις οποίες κάθε μορφωμένος άντρας θα έπρεπε να ξεκαρδίζεται στα γέλια.»
Ο Βάλτερ χαμογέλασε παιχνιδιάρικα.
«Μα αν δεν κάνω λάθος, εσείς έχετε ιδιαίτερη αγάπη για τέτοιου είδους παραμύθια, την οποία μάλιστα έχετε μεταδώσει και στον αδερφό σας» της είπε ερωτηματικά.
Η Κλάρα ανασήκωσε τους ώμους.
«Σωστά• ωστόσο, κύριε Κάρλσον, η πραγματικότητα μόνο παραμύθι δεν είναι» αποκρίθηκε σοβαρά. «Και ξέρω πολύ καλά τι σας λέω.»

Ο Βάλτερ δεν πρόσεξε την ξαφνική σκοτεινιά στα μάτια της και συνέχισε ψιθυριστά, κάπως συνομωτικά.
«Μεταξύ μας, ούτε εγώ πιστεύω στην ύπαρξη του ναυαγίου και του θησαυρού• όχι περισσότερο απ’ όσο πιστεύω στο αντίθετο» είπε. «Αλλά αν ο θείος μου βρει αυτόν τον θησαυρό, θα ήθελα να είμαι μάρτυρας, ώστε να μπορέσω να εξασφαλίσω την καλή του χρήση, χωρίς παραστρατήματα.»
Το μισούσε που της έλεγε ψέματα, μα τι άλλο μπορούσε τάχα να κάνει; Οι αληθινοί λόγοι που τον είχαν οδηγήσει στο ταξίδι ήταν κάτι που δεν έπρεπε ακόμη να αποκαλυφθεί, γιατί έτσι θα την έδιωχνε μακριά του, ίσως οριστικά. Έσφιξε τα χείλη και την παρατήρησε. Το βλέμμα της Κλάρας άλλαξε σε μια στιγμή, έγινε έκπληκτο και κάπως ευγενικά στενοχωρημένο.
«Αλήθεια;» τον ρώτησε. «Αυτό είναι που σας έφερε εδώ;»
Ο Βάλτερ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Η Κλάρα αναστέναξε. Κι εκείνη που είχε βιαστεί να βγάλει τα χειρότερα συμπεράσματα, θυμωμένη όπως ήταν με το φέρσιμο του πατέρα της στο λιμάνι. Οδηγημένη από τη συμπάθειά της για το πρόσωπο του νεαρού και την ειλικρίνεια που της ενέπνεε όλο το παρουσιαστικό του, δε βρήκε λόγο να μην τον πιστέψει. Ίσως μάλιστα ανακουφίστηκε που δεν είχαν επαληθευτεί οι ομιχλώδεις υποψίες της για εκείνον.
Τον κοίταξε διστακτικά.
«Εις αυτήν την περίπτωση» είπε, «σας οφείλω μία συγγνώμη.»

Ο νεαρός Κάρλσον θέλησε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί, μα αρκέστηκε στο να χαμογελάσει, τολμώντας να δείξει λίγη τρυφερότητα παραπάνω.
«Δε χρειάζεται» είπε ευγενικά.
«Επιμένω» αποκρίθηκε η Κλάρα. «Σας παρεξήγησα άσχημα. Ήταν λάθος μου. Ελπίζω να με συγχωρείτε.»
Ασυναίσθητα σχεδόν ανέβασε κι εκείνη το ένα χέρι της στο ξύλο της κουπαστής• ο Βάλτερ ένιωσε μια δυνατή παρόρμηση ν’ απλώσει λίγο το δικό του χέρι και να το κρατήσει. Μα συγκράτησε τον εαυτό του. Για τώρα, του αρκούσε που τα μάτια της τον κοίταζαν με συμπάθεια, χωρίς εκείνη την απογοήτευση που διάβασε μέσα τους την προηγούμενη νύχτα.
«Μην ανησυχείτε» έκανε. «Φυσικά και σας συγχωρώ. Αν μη τι άλλο, για έναν μήνα σχεδόν θα συνταξιδεύουμε. Αν κρατάμε κακίες μεταξύ μας, θα γίνει ανυπόφορη αυτή η διαδρομή.»
Μήπως δεν είναι ήδη; αναρωτήθηκε η Κλάρα από μέσα της, φέρνοντας στο μυαλό της πρώτα το βλέμμα του Νταλ κι έπειτα εκείνο του νεαρού ναύτη που αν μπορούσε να τον μαχαιρώσει με τα μάτια, σίγουρα θα το έκανε.

Ξεφύσηξε και κοίταξε τον Βάλτερ με ένα δειλό χαμόγελο. Κι αυτή τη φορά ήταν αληθινό. Έριξε μια πλάγια ματιά προς την καμπίνα.
«Καλύτερα να πάω μέσα, να δω αν ο μικρός ξύπνησε» είπε αμήχανα. Κάτι στον τρόπο που κοιτάζονταν με τον Βάλτερ την έκανε ξαφνικά να νιώθει πως έχανε τα λόγια της. «Θα σας δω αργότερα, κύριε Κάρλσον.»
Τον χαιρέτησε με μια μικρή κίνηση σαν υπόκλιση, και γύρισε να φύγει, μα στα μισά του δρόμου της άκουσε τη φωνή του από μακριά και σταμάτησε.
«Σας παρακαλώ» είπε, κι εκείνη στράφηκε προς το μέρος του, «λέγετέ με Βάλτερ
Έγνεψε καταφατικά με την καρδιά της να επιταχύνει ελαφρώς.
«Κι εσείς μπορείτε να με λέτε Κλάρα» απάντησε και συνέχισε ύστερα την πορεία της κάπως πιο ανάλαφρη.

Η ανεξήγητα καλή της διάθεση μετά τη συνάντηση με τον Βάλτερ χάθηκε μόνο για μια στιγμή, όταν, ενώ ήδη στεκόταν μπροστά στην πόρτα της καμπίνας, έπιασε με την άκρη του ματιού της τον Μάρκους και τον Γιόνας να περνάνε δίπλα της. Τα μάτια του τελευταίου πάλι την εξέτασαν, μα εκείνη έσκυψε το κεφάλι της χωρίς να δείχνει την ταραχή της και βιαστικά χάθηκε μέσα στο δωμάτιο, αγνοώντας τον επιδεικτικά σχεδόν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Πίσω στη βασική πλοκή λοιπόν, με ανακωχή και συμφιλίωση για τα δύο νεαρά μέλη της παλαβής αποστολής του Νταλ και του Μπλομ. Μα ανάμεσα σε δύο παλιούς γνωστούς το κλίμα είναι ιδιαιτέρως τεταμένο...

Η συνέχεια στο επόμενο κεφάλαιο, που ελπίζω να ανέβει σύντομα.

Ως τότε, adios, φίλοι :)

Продолжить чтение

Вам также понравится

Θα Τα Καταφέρεις ! wannabemysuccerbaby

Подростковая литература

6.4K 328 19
Η Αγγελική , είναι ένα κορίτσι διαφορετικό από τα άλλα. Μοναχικό. Φοβισμένο. Απομονωμένο Και Θύμα του πασίγνωστου "Μπούλινκ". Η Φανή , μοναδική τη...
My teacher •hahaopss•

Художественная проза

110K 6K 67
"Μεγάλωσες, ωριμασες" Χαμογελάω ειρωνικα "Δεν θα έμενε το δεκαεφτά χρόνο κορίτσι που σε ερωτεύτηκε και την πρόδωσες. Η ζωή προχωράει" "Εγώ όμως όχι...
3.2K 294 28
...Η ζωή είναι περίεργη. Την μια μέρα μπορεί να σου δώσει τα πάντα και την άλλη να σου τα πάρει. Εσύ κοίτα να κρατήσεις την αγάπη, την πίστη και τη...
A Reunion Of Ghosts ✓ μπελάς

Исторические романы

3.1K 659 24
Η Σουηδία του 1919 μοιάζει όμορφη στα μάτια τής Ester, τουλάχιστον για λίγο, πριν αρχίσει να της θυμίζει την αρχή που έχουν οι εφιάλτες της. Κλειδωμέ...