Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλα...

By Marypap04

5.8K 709 3.8K

Στη Φιλανδία της δεκαετίας του 1850, ένας πλούσιος ξεπεσμένος ιδιοκτήτης εμπορικής εταιρείας κι ο πρώην καπετ... More

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού
Playlist
Φιλική σημείωση
Αφιέρωση
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Ι)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (V)
Β' μισό βιβλίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (V)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (V)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Ι)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
Ευχαριστίες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙΙ)

69 12 54
By Marypap04

Το Μπέλουα ήταν ένα παλιό και ταλαιπωρημένο καράβι, όσο κι αν στις ημέρες της δόξας του δεν υστερούσε σε τίποτε από οποιοδήποτε άλλο φαλαινοθηρικό είτε στη Φιλανδία είτε στη Σκανδιναβία ή σ’ όλη την ήπειρο. Μετά το ατύχημα στα νορβηγικά βράχια, αγκομαχούσε ώσπου να πάρει μπρος και να ακολουθήσει τον άνεμο• φυσικά οι πληγές του στην πλώρη είχαν επιδιορθωθεί πριν ακόμη γυρίσει στο Ελσίνκι, ο Έιναρ Μπλομ έκανε μεγάλες προσπάθειες να είναι προσαρμοστικός, άλλωστε το είχε ανάγκη το καράβι για να φτάσει στον θησαυρό, κι οι ναυτικοί παρά τη φανερή δυσαρέσκειά τους δούλευαν πυρετωδώς για να μπει το πλοίο σε κλίμα ταξιδιού. Οι γκρίνιες όμως δεν έλειπαν• το ξύλο του καταστρώματος έτριζε ανατριχιαστικά, τα πανιά ήταν για κλάματα κι ήθελαν όλο ράψιμο και μπάλωμα, φούντωσε καβγάς όταν οι άντρες πήγαν να μοιράσουν τις βάρδιες και τις αγγαρείες κι επίσης ανακάλυψαν πως ένας από αυτούς που είχαν σοφότατα προλάβει να λιποτακτήσουν από το Μπέλουα ήταν κι ο μάγειρας του προηγούμενου ταξιδιού. Και στο ποιος θα τον αντικαθιστούσε, τα βρήκαν σκούρα.

Ένας μισός Φιλανδός μισός Σουηδός που είχε δουλέψει αρκετά χρόνια σε ναυτικές ταβέρνες αρνήθηκε τη δουλειά κατηγορηματικά, κι ας ήταν ο πρώτος που πρότειναν όλοι.
«Εγώ δεν ξαναμπαίνω σε κουζίνα ούτε με το μαχαίρι στον λαιμό μου» έκανε, έγειρε πίσω κι άπλωσε τα πόδια του μ’ ένα χασμουρητό• εκτός από έμπειρος στα μαγειρικά, ήτανε και τεμπέλης και μόνιμα νυσταγμένος.
Ο Μάρκους, που είχε αναλάβει ξανά ηγετικά καθήκοντα, τον κοίταξε και χαμογέλασε πλατιά.
«Ή αυτό ή θα βγάζεις τη βραδιά ξάγρυπνος πάνω στο κατάρτι» έκανε με μαεστρία την πρότασή του, «και τον ύπνο ξέχνα τον. Αυτές είναι οι μόνες δουλειές που σου μείνανε. Εσύ αποφασίζεις.»
Τα γαλαζοπράσινα μάτια του νωθρού του συναδέλφου τον κοίταξαν με απέραντη απελπισία και μίσος μαζί. Ήξεραν κι οι δύο ότι τον ύπνο δεν μπορούσε να τον θυσιάσει κι ότι στη νυχτερινή βάρδια θα αποτύγχανε και ίσως να κατέληγε στη θάλασσα από το χέρι του Μπλομ. Σταύρωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος σαν άτακτο παιδί που ξέρει πως πρέπει να δεχτεί την τιμωρία του.
«Βρε, άντε χάσου!» γρύλισε στον Μάρκους που πάλευε μάταια να πνίξει τα γέλια του κι απομακρύνθηκε με βαριά βήματα προς τα ενδότερα του Μπέλουα, όπου βρισκόταν μεταξύ άλλων κι η παλιά κουζίνα και το κελάρι, εφοδιασμένο με ολοκαίνουργιες προμήθειες - φυσικά ξεχωριστές για το πλήρωμα και ξεχωριστές για τον καπετάνιο κι όλο το πλήθος που είχε πεισμώσει να κουβαλήσει μαζί του: τον φίλο του τον έμπορο με τα παιδιά του και τον - παντελώς ξέμπαρκο στα μάτια όλου του πληρώματος - ανιψιό του.

Ο Βάλτερ στεκόταν ολομόναχος στην κουπαστή, κάπου που ήταν σίγουρος ότι δεν τον έπιαναν τα μάτια ούτε του θείου του ούτε κανενός περίεργου ναύτη, και κυρίως όχι τα μάτια της Κλάρας. Ο αέρας που έσπρωχνε το πλοίο στα κρύα βαθυγάλαζα νερά τον τριγύριζε και του ανακάτευε σκόρπια τσουλούφια από τα ξανθά του μαλλιά, κοκκίνιζε το κάτασπρο πρόσωπό του, πάγωνε τις άκρες των δαχτύλων του. Μπροστά του το τοπίο έκανε τα γόνατά του να κόβονται: τίποτε πέρα από θάλασσα κι άλλη θάλασσα και τη γραμμή του ορίζοντα, που όμως ελάχιστα την διέκρινε μέσα στο σκοτάδι του ουρανού που όλο και βάθαινε. Κοίταξε πίσω από τον ώμο του, δεξιά, αριστερά, προσπάθησε να ξεχωρίσει τίποτε από το λιμάνι, την πόλη που άφηναν πίσω τους. Σχεδόν δεν την έβλεπε πια.
Αναστέναξε. Από τη στιγμή που είχε πατήσει το πόδι του πάνω σ’ αυτό το κατάστρωμα είχε αρχίσει να φοβάται, να μετανιώνει, να βασανίζεται από ενοχές και δεύτερες σκέψεις. Κι η δουλειά του; Κι η μητέρα του; Κι αν το κυνήγι του θησαυρού αποδεικνυόταν φιάσκο και καταστρεφόταν για πάντα η υπόληψη του θείου του; Το ίδιο θα συνέβαινε και με την υπόληψη τη δική του και της Άγκνες, γιατί εκείνος είχε μπλέξει και το όνομα των Κάρλσον στην παραφροσύνη του καπετάν Μπλομ. Κι έπειτα εκείνος είχε ανέβει στο καράβι εξαιτίας μιας παρόρμησης εξωφρενικής κι ανόητης. Ζυγίζοντας την κατάσταση λογικά, δεν είχε καμιά δουλειά σ’ αυτό το ταξίδι. Απλώς είχε πιστέψει αφελώς στις υποσχέσεις του θείου του πως έτσι θα μπορούσε ίσως να κερδίσει την καρδιά της Κλάρας, φοβούμενος πως αν δεν έκανε τώρα ένα βήμα πιο κοντά της, ίσως να το μετάνιωνε για μια ζωή.

Ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του.
«Σκεφτικό σε βλέπω, αγαπημένε μου ανιψιέ» άκουσε τη φωνή του θείου του πίσω από την πλάτη του και του ξέφυγε ένα ειρωνικό χαμόγελο, σαν να σκέφτηκε: εσύ με έβαλες σ’ αυτή τη δουλειά και μιλάς κι από πάνω.
Ο καπετάνιος στάθηκε δίπλα του και στηρίχτηκε στο ξύλο του καραβιού. Ανάμεσα στα δόντια του είχε ήδη βρει τη θέση της η αιώνια πίπα του• όταν ο Μπλομ οδηγούσε καράβια φρόντιζε να καπνίζει μόνο εκλεκτό καπνό με εκλεκτό τρόπο. Έριξε ένα αδιάφορο βλέμμα προς τη θάλασσα• έτσι κι αλλιώς χίλιες φορές την είχε ξαναδεί, κι έπειτα στράφηκε ξανά στον Βάλτερ περιμένοντας μια απόκριση.
Εκείνος δεν τον κοίταξε.
«Πού είναι ο Νταλ;» ρώτησε βαριά.
«Με τα παιδιά του, υποθέτω» του απάντησε ο Μπλομ και χαμογέλασε αμέσως με νόημα. «Αυτόν ψάχνεις δηλαδή, ή μήπως...»
«Έλα, θείε, πάψε» τον σταμάτησε ο Βάλτερ εκνευρισμένος. «Εντάξει, την ακολούθησα τη γελοία συμβουλή σου κι είμαι εδώ - βέβαια μη νομίζεις ότι μόνο το κυνήγι συζύγου με φέρνει στο καράβι, είπα να σε επιτηρώ κιόλας γιατί εδώ παίζεται ένας θησαυρός κι όχι όποιος κι όποιος. Δεν ξέρω ποτέ τι τρέλα μπορεί να σκέφτεσαι να κάνεις κι έτσι ήρθα να σου παραστήσω τη φωνή της λογικής που μέσα στο δικό σου το μυαλό κοιμάται ύπνο βαθύ.»
Ο Μπλομ γέλασε, διασκεδάζοντάς το.
«Εντάξει για τη φωνή της λογικής που λες, αλλά δεν έχεις εμπιστοσύνη στο μικρόβιο του κουρσάρου μου, Βάλτερ;» τον ρώτησε με υποκριτικό παράπονο και τίναξε ψηλά τα φρύδια.
«Καμία» είπε ο νεαρός ξερά, χωρίς να τσιμπάει το δόλωμά του.

Ωστόσο, ούτε κι ο καπετάνιος τσιμπούσε το δικό του. Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά από την πίπα του και φύσηξε έξω τον καπνό νωχελικά.
«Ωραία τα είπαμε για μένα, αλλά εσύ» έκανε με ενδιαφέρον, «τι σκοπεύεις να κάνεις πρώτα; Δε νομίζεις πως πρέπει να ξεκινήσεις δυναμικά; Να της δείξεις πως την πρόσεξες;»
Η γροθιά του Βάλτερ σφίχτηκε. Τα χείλη του το ίδιο. Γύρισε και κοίταξε τον θείο του σαν μπερδεμένο και αγανακτισμένο μικρό παιδί.
«Τι να της δείξω; Ω, θείε είσαι εκτός τόπου και χρόνου!» απάντησε. «Η Κλάρα δεν είναι τέτοιο κορίτσι, είναι λογική και συγκρατημένη, είμαι σίγουρος πως διόλου δεν της αρέσει η τρέλα κι η απληστία σας. Αν με δει εδώ θα με θεωρήσει βλάκα, τόσο τρελό και φιλοχρήματο όσο θεωρεί και τον πατέρα της!»
Ο Μπλομ κάγχασε αδιάφορα.
«Και τι θα κάνεις, θα της κρύβεσαι σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού;» ρώτησε ειρωνικά τον νεαρό. «Βάλτερ, σοβαρέψου. Τα σκέφτεσαι όλα πάρα πολύ. Η λογική κι η εγκράτεια μια κουβέντα είναι• κι ο άτιμος ο Νταλ ήταν λογικός ώσπου έσκασε μπροστά του η ιστορία του θησαυρού και τώρα σκέφτεται σαν τον τελευταίο νεαρό τυχοδιώκτη που πετάει στα σύννεφα• βοήθησα βέβαια κι εγώ σ’ αυτό για να πω την αλήθεια. Λίγο.»
«Έως πολύ, θα έλεγα» του πέταξε ο Βάλτερ επικριτικά.
«Καλά, καλά, μούτρωσε εσύ» είπε ο καπετάνιος γελώντας. Τον χτύπησε στον ώμο φιλικά μερικές φορές. «Κι όταν θ’ ανεβάζουμε σε δύο εβδομάδες από τώρα τον θησαυρό στο κατάστρωμα, έλα να με βρεις ξανά. Σ’ αφήνω τώρα στους στοχασμούς σου.»

Έκανε μεταβολή κι απομακρύνθηκε, με τον αέρα αλαζόνα εφήβου πρίγκιπα που γνωρίζει πως όπου κι αν πατήσει η γη είναι δική του, και γι’αυτό βαδίζει πάντα καμαρωτός με το πρόσωπο χαραγμένο από ένα γέλιο αυτάρεσκο, γεμάτο ικανοποίηση. Ο Βάλτερ χτύπησε ένα ένα τα δάχτυλά του στην κουπαστή, στήριξε το κεφάλι του στο χέρι του και συνέχισε να κοιτά αφηρημένος τον απέραντο υγρό μανδύα που ξανοιγόταν μπροστά του.

Λίγο μακρύτερα, ακούστηκε η πόρτα της καμπίνας της οικογένειας του Νταλ να ανοίγει. Ο ήχος τράβηξε τον Μπλομ προς τα κει, κάνοντάς τον ξαφνικά να σμίξει θυμωμένος τα φρύδια του και να αρχίσει να δαγκώνει νευρικά την άκρη της πίπας. Με τον Άλφρεντ Νταλ είχαν μια ατυχέστατη διαφωνία στη διάρκεια της συνάντησής τους στην ταβέρνα, μια διαφωνία που είχε να κάνει με την παρουσία του Βάλτερ στο καράβι και που έκανε τον Μπλομ έξω φρενών με τον συνέταιρο τυχοδιώκτη του.
«Σύμφωνα με τον χάρτη» είχε αρχίσει ο καπετάνιος να του εξηγεί, με τον μικρό Λούκας να τους παρακολουθεί βαριεστημένος και όχι και ιδιαίτερα συγκεντρωμενος, «ο θησαυρός βρίσκεται κρυμμένος ανάμεσα σε Δανία και Γερμανία. Θα κάνουμε την πρώτη μας στάση στο Βίσμπυ, στη νήσο Γκότλαντ, κι ύστερα στη Δανία, στο Άαλμποργκ. Και από εκεί θα συνεχίσουμε ψάχνοντας τον Ολλανδό» κατέληξε ο Μπλομ και κοίταξε τον Άλφρεντ, περιμένοντας επιβράβευση για την άψογη στρατηγική του. Όμως, όπως αποδείχτηκε, ο έμπορος είχε τον νου του αλλού.
«Μπλομ» τον ρώτησε, «καλά άκουσα να λένε ότι περιμένεις εδώ και τον ανιψιό σου; Θα ταξιδέψει μαζί μας κι ο νεαρός Κάρλσον;»

Ο καπετάνιος τον κοίταξε άχρωμα, χωρίς έκπληξη, σχεδόν αδιάφορα.
«Ναι» αποκρίθηκε. «Και λοιπόν;»
Έστησε όμως το αυτί του, μήπως κι έλεγε τίποτα που θα φανέρωνε ότι ενδόμυχα ενέκρινε κι εκείνος το συνοικέσιο μεταξύ της θυγατέρας του και του Βάλτερ.
Ο Νταλ όμως ξεφύσηξε ενοχλημένος. Πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό του συνομωτικά.
«Ήταν ανάγκη να τον φέρεις κι αυτόν μέσα στα πόδια μας;» έσυρε τη φωνή του μέσα από τα δόντια του. «Πόσοι ακόμα θα πρέπει να μοιραστούν τον θησαυρό μαζί μας;»
Ο Μπλομ χαμογέλασε κυνικά.
«Όσοι αποφασίσω» αποκρίθηκε. «Μην ξεχνάς πως εγώ έχω το ένα μισό του χάρτη. Και στο κάτω κάτω, τι σε κόφτει εσένα αν εγώ δώσω στον ανιψιό μου από το δικό μου μερίδιο;»
«Με κόφτει» αντέτεινε ο Άλφρεντ Νταλ. «Ήδη ξέρουν πάρα πολλοί για αυτήν την υπόθεση, κι όταν λέω πάρα πολλοί το εννοώ.»
«Είναι προς όφελός σου» έκανε τότε ο Μπλομ και ο Νταλ τον κοίταξε λες και του είχε μιλήσει άλλη γλώσσα. Το χαμόγελο του καπετάνιου έγινε πιο πλατύ. «Θα με θυμηθείς» πρόσθεσε με νόημα. «Αν του βάλεις τα σωστά λόγια, μπορεί και να δεχτεί να την πάρει. Αλλιώς, δεν ξέρω ποιος θα το κάνει. Δε θα ’θελες να σου γίνει βάρος μια γεροντοκόρη από άλλη μάνα, ειδικά αφού θα πλουτίσεις. Πόσο νομίζεις χρειάζεται μια ενοχλητικά ξύπνια κοπέλα όπως η αγαπητή κόρη σου για σκεφτεί να εκμεταλλευτεί όλο αυτό το χρήμα;»

Ο Άλφρεντ Νταλ τον κοίταξε για λίγο σκεφτικός, αιφνιδιασμένος από αυτήν την πιθανότητα που δεν είχε ως τώρα αναλογιστεί. Το ότι η Κλάρα διέθετε υπερβολική ευστροφία για κορίτσι το ήξερε, αλλά για τόσο πονηρή δεν την είχε. Ύστερα θυμήθηκε πώς, ξαφνικά, είχε γυρίσει και του ’χε μιλήσει έξω απ’ τον Θαλασσόλυκο μόλις πριν λίγο. Υπήρχε περίπτωση να ήταν εναντίον του, τόσο που να σχεδίαζε με κάποιον τρόπο να καρπωθεί εκείνη το μερίδιο του θησαυρού; Να είχε κληρονομήσει από τη μάνα της όχι μόνο τα μάτια, αλλά και το δαιμονικό μυαλό;
Οι σκέψεις τον τυράννησαν, αλλά δε θέλησε να το δείξει στον Μπλομ, έτσι αλλοίωσε μεμιάς το πρόσωπό του σε μια μάσκα αδιαφορίας και σιγουριάς.
«Ανοησίες» πέταξε. «Δεν την ξέρεις την κόρη μου, Μπλομ.»
«Ίσως όχι - ακόμα τουλάχιστον» παραδέχτηκε ο καπετάνιος με ένα αχνό γέλιο. «Ξέρω όμως πως είναι στην κατάλληλη ηλικία και πως σε λίγα χρόνια αυτό δε θα ισχύει πια. Κι αν μέχρι τότε δεν της βρείτε ένα ταίρι, εσύ, αγαπητέ μου Άλφρεντ, αντί να χαίρεσαι τον πλούτο σου, θα τον χρησιμοποιείς για να την ταΐζεις.»
Τον συνεργάτη του τον δυσαρέστησε υπερβολικά η τελευταία του λέξη• ο Μπλομ το κατάλαβε από τον τρόπο που σφίχτηκαν τα χείλη του. Γέλασε και τα μάτια του Νταλ τον κάρφωσαν.
«Εσύ επιλέγεις» του είπε.

Φυσικά, η Κλάρα δε γνώριζε τίποτα για τις μυστικές τους κουβέντες που την αφορούσαν καθώς αντίκριζε για άλλη μια φορά τον καπετάνιο να τους πλησιάζει και να πιάνει τον πατέρα της από το μπράτσο σαν να ήταν παλιοί σύντροφοι. Ένα άγχος βαρύ σαν σίδερο εξακολουθούσε να την συντροφεύει. Της φαινόταν βουνό η ξαφνική της υποχρέωση να φροντίζει για έναν μήνα ολόκληρο μόνη της τον εαυτό της και τον Λούκας. Και πώς θα μπορούσε, εκτεθειμένη ολοκληρωτικά στις διαθέσεις του πατέρα της, να δίνει στον μικρό τις συμβουλές της, να συνεχίσει να του φέρεται όπως στο σπίτι τους στο Ελσίνκι; Φοβόταν πως για έναν μήνα, ο πατέρας της θα τον έκλεβε από κοντά της, ίσως μάλιστα και να τον απομάκρυνε σιγά σιγά, με σκοπό να αρχίσει να προετοιμάζει το έδαφος για την οριστική φυγή της από τη ζωή τους με την άμαξα του πλούσιου μέλλοντος συζύγου της, όποιος κι αν θα ήταν αυτός.
Μια βραχνή φωνή την ξάφνιασε.
«Δεσποινίς, μπορώ;» έκανε διακριτικά ο Μάρκους, προσπαθώντας να μπει στην καμπίνα τους με δυο βαλίτσες στα χέρια. Η Κλάρα τραβήχτηκε χωρίς να του μιλήσει στην άκρη, της φάνηκε όμως πως τον πρόσεξε να την κοιτάει από πάνω ως κάτω και να ξεφυσάει, μουρμουρίζοντας κάτι περί γυναικών στο πλοίο και γρουσουζιάς.

Τον παρατήρησε να απομακρύνεται. Το περιβάλλον στο καράβι δεν της θύμιζε ειλικρινά σε τίποτα την ειδυλλιακή εικόνα που είχε πλάσει στο μυαλό της για τη θάλασσα όταν ήταν κοριτσάκι και τη συντρόφευε μέχρι τώρα σαν ανάμνηση κάποιου παράξενου ονείρου ή παραμυθιού που είχε διδάξει εκείνη στον εαυτό της. Τα πρόσωπα των ναυτών του Έιναρ Μπλομ, που ατένιζαν τόσο εκείνον όσο και τους τρεις τους με οργή και μίσος για το παράνομο ταξίδι που τους είχε αναγκάσει ο καπετάνιος τους να κάνουν, της μύριζαν ταραχή και τσακωμούς. Γύρω από τον ίδιο τον καπετάνιο συνέχιζε να νιώθει τον αέρα καχυποψίας που είχε αισθανθεί και τη μέρα που τον συνάντησε πρώτη φορά από κοντά, στο σπίτι της. Αν δεν είχε τον Λούκας, σκέφτηκε ενώ ακουμπούσε απαλά τα χέρια της στους ώμους του, θα ήταν ολότελα μόνη και φοβισμένη μέσα σ’ αυτό το καράβι που το ένιωθε να πλέει κάτω από μαύρα σύννεφα καταιγίδας, ακόμα κι αν ο ουρανός ήταν καθαρός.

Κοιτώντας ολόγυρα, το μάτι της για άλλη μια φορά σταμάτησε στον Μπλομ, κι εκείνος την κοίταξε με ένα μυστήριο χαμόγελο.
«Λοιπόν, δεσποινίς Νταλ;» ρώτησε με ενδιαφέρον. «Τακτοποιηθήκατε, θέλω να πιστεύω. Πρόσταξα τους άντρες μου να φροντίσουν γι’αυτό με πολλή προσοχή. Όταν ταξιδεύουν μόνο άντρες είναι αλλιώς, τώρα όμως, με μια κυρία κι έναν μικρό κύριο μαζί μας» και χαμογέλασε με νόημα στον Λούκας, «είναι διαφορετικά.»
Ο Άλφρεντ γέλασε με το ζόρι με το ηλίθιο χιούμορ του καπετάνιου, ενώ η σκέψη πως θα έπρεπε να το ανεχτεί για τον επόμενο μήνα περίπου του έφερνε αλλεργία. Παρόμοια αντίδραση είχε και η κόρη του, η οποία χαμογέλασε ανεπαίσθητα, με τα χείλη σφιγμένα.
«Θα είμαστε μια χαρά, μην σας προβληματίζει αυτό» απάντησε με τυπική ευγένεια.
Ο Έιναρ Μπλομ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά• ο νους του πέταξε στον Βάλτερ, που αναμφίβολα θα καθόταν και θα ρέμβαζε ακόμα κοντά στην κουπαστή. Αυτός ο ανιψιός του! Νόμιζε ότι με το να την ονειρεύεται απλώς θα έκανε την κοπέλα δική του. Πάντως, ο καπετάνιος έπρεπε να το παραδεχτεί: η Κλάρα ήταν πράγματι μια από τις ομορφότερες γυναίκες της ηλικίας της που είχε δει. Καταλάβαινε τον ανιψιό του που είχε χάσει το μυαλό του μαζί της, ίσως κι αυτός το ίδιο να πάθαινε στη θέση του. Όμως, η υποψία που έβλεπε στα μπλε μάτια της απέναντί του τον προβλημάτιζε. Ανησυχούσε μήπως το ότι η κόρη του Νταλ ήταν σαφώς εξυπνότερη από τον ίδιο τον έβαζε σε μπελάδες, μήπως δεν κατάφερνε να τον κοροϊδέψει όπως σχεδίαζε έχοντάς την στα πόδια του. Κι αυτός ήταν άλλος ένας λόγος που ήθελε να χρησιμοποιήσει τα αισθήματα του Βάλτερ για εκείνη.

Έριξε την ιδέα χωρίς δισταγμό.
«Θα θέλατε μήπως να σας ξεναγήσω στο καράβι;» ρώτησε πρόσχαρα. «Αν δεν κάνω λάθος, νεαρέ μου, δεν έχεις ανέβει ποτέ ξανά σε καράβι, έτσι δεν είναι;» γύρισε ύστερα στον Λούκας.
Εκείνος κούνησε με ενθουσιασμό το κεφάλι του.
«Όχι, κύριε...ε, καπετάνιε...κύριε καπετάνιε» μπερδεύτηκε. «Ποτέ. Όμως όταν μεγαλώσω αποφάσισα ότι θέλω να γίνω κι εγώ καπετάνιος και να ψάχνω κρυμμένους θησαυρούς σαν κι εσάς τώρα.»
Κι ενώ ο Μπλομ κι ο Νταλ γελούσαν, η Κλάρα γούρλωσε τα μάτια της.
«Ελπίζω να αστειεύεσαι, Λούκας» του πέταξε χαμογελώντας, μα εκείνος έγνεψε αρνητικά. Ο Άλφρεντ Νταλ πλησίασε κοντά τους και του χάιδεψε τα μαλλιά.
«Αν βρούμε τον θησαυρό που ψάχνουμε, γιε μου, δεν νομίζω πως χρειάζεται να γίνεις τίποτε» έκανε, με τον μικρό να μην καταλαβαίνει ολοφάνερα τι υπονοούσε.
Ο Μπλομ γέλασε και έδειξε με το χέρι του προς τα μπροστά.
«Λοιπόν, πηγαίνουμε;» είπε πρόσχαρα και τον ακολούθησε πρώτος ο Νταλ, με την Κλάρα και τον Λούκας να περπατούν από πίσω τους.

Γύρω τους απλωνόταν επιβλητική η χειμωνιάτικη Βαλτική, μισοπαγωμένη κάτω από τον ζοφερό ουρανό που όλο και περισσότερο σκούραινε. Ένας ναύτης πήγαινε από δω κι από κει στο πλοίο και, σφυρίζοντας ανόρεχτα, επιθεωρούσε τις λάμπες, για τις οποίες ο Έιναρ Μπλομ αξιοποιούσε τα προϊόντα που φτιάχνονταν από τα αιώνια θύματά του, τις φάλαινες. Δεν είχαν ακόμη απομακρυνθεί εντελώς από το Ελσίνκι• η πόλη ξεχώριζε σαν μινιατούρα από τεράστια απόσταση, αν μισόκλεινες τα μάτια κι είχες καλή όραση. Τα χλωμά της φώτα μόλις που διακρίνονταν• για τον ήλιο φυσικά ούτε λόγος, ένα τέτοιο χειμερινό μεσημέρι θα είχε ήδη κρυφτεί. Αν και όλα έμοιαζαν ήσυχα, το Μπέλουα είχε ξεκινήσει το τρελό του ταξίδι μέσα σε μια μυστήρια ατμόσφαιρα, κι έτσι έμελλε να το συνεχίσει, για όσους τουλάχιστον είχαν τη διαίσθηση να καταλάβουν πως από την αρχή κάτι στο σκηνικό αυτής της παράλογης παράστασης δεν πήγαινε καλά.

Η Κλάρα παρατηρούσε το καράβι προσπαθώντας να βρει κάτι που θα της κινούσε το ενδιαφέρον, δίνοντας ελάχιστη προσοχή στο λογύδριο του καπετάνιου, που υποκρινόταν τον περιηγητή λέγοντας γελοιότητες - όχι χειρότερες βέβαια από αυτές που συνήθιζε να λέει. Στη διάρκεια της διαδρομής έπεσαν ξανά πάνω στον Μάρκους, που κατέβαινε προς το εσωτερικό, ώσπου ο Μπλομ τον σταμάτησε και τον κάλεσε κοντά του με μια χειρονομία.
«Από δω το δεξί μου χέρι, ο Μάρκους» τον σύστησε στον Άλφρεντ Νταλ και τα παιδιά του πιάνοντάς τον από τον ώμο, κι ο Μάρκους έκανε έκδηλη με μια γκριμάτσα την επιθυμία του να τον χτυπήσει. «Οτιδήποτε χρειαστείτε μπορείτε να απευθυνθείτε σε αυτόν, κι εκείνος θα μου το μεταβιβάσει» πρόσθεσε, κοιτώντας κυρίως την Κλάρα και τον Λούκας. «Κατάλαβες τη νέα σου υποχρέωση, ψηλέ;» ρώτησε ύστερα τον ναύτη του ο Μπλομ.
«Απόλυτα• μπορώ τώρα να πηγαίνω;» έκανε ανυπόμονα ο Μάρκους, κι αφού ο Μπλομ του έγνεψε πως μπορούσε, εξαφανίστηκε βιαστικά στην κοιλιά του καραβιού, με μια λάμπα λαδιού από φάλαινα στο ένα χέρι κι έναν μεγάλο μπόγο στο άλλο. Άκου «δεξί του χέρι»! σκέφτηκε κόκκινος σχεδόν από τον εκνευρισμό.

Η Κλάρα ένιωσε την αυθόρμητη ανάγκη να γυρίσει και να πει στον καπετάνιο Μπλομ όσο πιο ευγενικά μπορούσε:
«Ξέρετε, δεν χρειάζεται να υπάρξει τόσο μεγάλη αναστάτωση για μένα και τον αδερφό μου. Είμαστε κι εμείς δύο απλοί επιβάτες του πλοίου.»
Ο Άλφρεντ Νταλ την κοίταξε αυστηρά, σαν να είχε μόλις ξεστομίσει κάτι που δεν έπρεπε. Ο Μπλομ από την άλλη χαμογέλασε και πάλι, πιο πλατιά από κάθε άλλη φορά.
«Μα πώς» έκανε. «Είστε ιδιαίτεροι επιβάτες, πόσο μάλλον εσείς, δεσποινίς Νταλ, μια νεαρή κυρία. Δεν πρέπει να φροντίσουμε για να σας είναι το ταξίδι όσο το δυνατόν πιο ευχάριστο και εύκολο;»
Η Κλάρα χαμογέλασε αχνά κι έκανε μια μικρή κίνηση με το κεφάλι σαν υπόκλιση.
«Με τιμά το ενδιαφέρον σας, ωστόσο έχω έρθει εδώ μετά από επιλογή μου, γνωρίζοντας λίγο πολύ ποιες θα ήταν οι συνθήκες του ταξιδιού» απάντησε μετρημένα. «Μην ανησυχείτε, μπορώ να το αντέξω.»
Και μάλιστα καλύτερα από σένα, της ξέφυγε μια σκέψη καθώς τελείωνε την πρότασή της.

Φανερά τον Νταλ τον είχε πιάσει τρομερή αμηχανία με την γενικότερα τολμηρή συμπεριφορά της κόρης του εκείνη την ημέρα. Δεν ήθελε να της κάνει σκηνή μπροστά στον Μπλομ, έτσι έσπευσε να σκύψει στο αυτί του και να απολογηθεί ψιθυριστά, όμως ο καπετάνιος τον πρόλαβε.
«Φυσικά» αποκρίθηκε στην Κλάρα, σαν να τον διασκέδαζε υπερβολικά η στάση της. «Τι άλλο θα μπορούσε να περιμένει κανείς από μια κοπέλα που αγαπά τόσο πολύ τη θάλασσα;»
Και τότε εκείνη τον εξέτασε ξαφνιασμένη, με τα μπλε μάτια της γεμάτα απορία. Μόλις μπόρεσε να βρει ξανά τη φωνή της, τον ρώτησε:
«Μα...εσείς πώς το ξέρετε αυτό; Σας το έχει αναφέρει ο πατέρας;»
«Όχι, εδώ που τα λέμε» μπήκε στην κουβέντα ο Νταλ. «Από πού αντλείς τις πληροφορίες σου για την οικογένειά μου, Έιναρ;» ρώτησε μετά, ανασηκώνοντας καχύποπτα το ένα του φρύδι.
Ο καπετάνιος έβαλε τα γέλια.
«Μην τρομάζεις, φίλε μου Άλφρεντ, δεν είμαι κατάσκοπος!» αστειεύτηκε.
«Η Κλάρα επίσης λέει τα καλύτερα παραμύθια για τη θάλασσα• αν και εσείς που είστε καπετάνιος σίγουρα θα τα ξέρετε!» πετάχτηκε ο Λούκας, παραπονεμένος που τόση ώρα απλώς στεκόταν και δεν έλεγε τίποτα.
«Αυτό ομολογώ, νεαρέ μου, πως δεν μου το είπε το πρόσωπο που μου μίλησε για την αδερφή σου» έκανε ο Μπλομ με νόημα, δείχνοντας προς τα μπρος με τα μάτια.

Και τότε η Κλάρα κατάλαβε. Είχαν πλησιάσει σε ένα μοναχικό σημείο στο κατάστρωμα, όπου ένας γνώριμος νέος άντρας, στηριγμένος στο ξύλο της κουπαστής κι ελαφρώς σκυφτός, σαν κάτι να τον έκανε να μελαγχολεί, τους είχε την πλάτη γυρισμένη, δίχως να αντιλαμβάνεται την παρουσία τους. Η Κλάρα όμως τον αναγνώρισε σχεδόν αμέσως κι η καρδιά της ένιωσε πως της έριξε μια κλοτσιά. Μπορεί να είχε δει μόνο μια φορά τα ξανθά του μαλλιά με τις ελαφριές φαβορίτες, το περίγραμμα του προσώπου του και την κορμοστασιά του, αλλά από τότε ως τώρα τα είχε επαναφέρει αρκετές φορές στο μυαλό της. Αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν πώς και γιατί ταίριαζε ο Βάλτερ Κάρλσον, η τελευταία της ελπίδα για να τραβήξει πίσω από το εξωφρενικό σχέδιο τον Μπλομ και τον πατέρα της, εκεί, μαζί τους, στο καράβι.

Την αμήχανη σιωπή έσπασε ο Άλφρεντ Νταλ, που είχε αναγνωρίσει κι εκείνος - αρκετά εκνευρισμένος - τον Βάλτερ.
«Α, να κι ο νεαρός κύριος Κάρλσον!» έκανε, δήθεν χαρούμενα, καθώς τον πλησίαζαν και οι τέσσερις.

Ο Βάλτερ γύρισε το κεφάλι του κι η ματιά του αμέσως στάθηκε στην Κλάρα. Ξεροκατάπιε. Ήταν αυτό ακριβώς που φοβόταν. Απ’ έξω μπορεί να έδειχνε χαμογελαστός και ήρεμος, μα μέσα του πανικός τον κατέλαβε. Πώς θα της εξηγούσε τώρα; Νόμιζε πως ήδη έβλεπε στα μάτια της την απογοήτευση. Ήταν λες κι οι δυο τους σιωπηλά είχαν αναπτύξει, μέσα από την τρέλα των συγγενών τους, μια αμοιβαία σχέση κατανόησης και ίσως κάποιου δείγματος εμπιστοσύνης ο ένας προς το πρόσωπο του άλλου. Ο Βάλτερ την είχε θαυμάσει σε εκείνη τη δεξίωση• πίστεψε στην εξυπνάδα της και στην καλοσύνη της. Η Κλάρα πάλι είχε στην αρχή θορυβηθεί από το απότομο ενδιαφέρον που της έδειχνε για πρώτη φορά ένας νεαρός άντρας, μα αναγνώρισε, σκεπτόμενη ξανά αργότερα τη δεξίωση, την διακριτική ευγένεια και την πραότητα του γιου του παλιού συνεργάτη του πατέρα της. Είχε ελπίσει πως θα λογίκευε τον θείο του, μα μάλλον είχε κάνει λάθος. Αυτό διάβαζε ο Βάλτερ στο βλέμμα της κι έσφιξε τα χείλη του σαν να τον έπαιρνε το παράπονο.

Ωστόσο, κινήθηκε προς τον Άλφρεντ Νταλ και προς τον θείο του για να τους απευθύνει τον τυπικό ευγενικό χαιρετισμό. Έσφιξε το χέρι του εμπόρου νιώθοντάς τον για κάποιον άγνωστο λόγο να βάζει περίσσεια δύναμη στα δάχτυλά του. Η Κλάρα τον κοίταζε συνεχώς και δεν ήξερε τι να υποθέσει. Ήταν δυνατόν ο Βάλτερ να ήταν κάπως σαν τον θείο του; Να είχε πέσει τόσο έξω στην εκτίμησή της για εκείνον; Ή υπήρχε κάποια εξήγηση;
Ο Βάλτερ την πλησίασε για να της φιλήσει το χέρι και με την ευκαιρία εκείνη του ψιθύρισε:
«Δεν περίμενα να σας δω εδώ.»
Ο νέος αναστέναξε.
«Μπορώ να σας εξηγήσω, δεσποινίς Νταλ» αποκρίθηκε ψιθυριστά.
Και τα πράσινα μάτια του βυθίστηκαν παρακλητικά στα δικά της. Η Κλάρα αναστέναξε κι εκείνη. Δεν ήθελε να τον αδικήσει, δεν έπρεπε.
«Το ελπίζω» είπε μόνο.

Κι αγνόησε το ξαφνικό πάγωμα που της φάνηκε ότι ένιωσε αμέσως μόλις ο Βάλτερ άφησε το χέρι της κι έσπευσε να χαιρετήσει φιλικά τον μικρό της αδερφό. Μάλλον θα ήταν ο άνεμος. Δεν έπρεπε να κάνει ανόητες σκέψεις, πόσο μάλλον σε μια τέτοια ώρα. Έτσι κι αλλιώς, ο νεαρός Κάρλσον πρώτα της χρωστούσε μια πειστική απάντηση για την παρουσία του στο Μπέλουα, κατέληξε, γυρνώντας πάλι το βλέμμα της στη θάλασσα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο καημένος ο Βάλτερ τα βρήκε λίγο σκούρα καταπώς φαίνεται...

Αυτή όμως είναι μόνο η αρχή του ταξιδιού. Ο δρόμος ανοίγεται μπροστά για την εύρεση του θησαυρού και αποκαλύψεις για το παρελθόν περιμένουν να έρθουν στο φως...

Η συνέχεια ελπίζω πριν τα Χριστούγεννα (χαχα)

Continue Reading

You'll Also Like

125K 5K 75
"Το καταλαβενεις τι κάναμε?" Ρωτάω σιγά "Εβελιν μην με απομακρύνεις από κοντά σου" λέει με δάκρυα "Είσαι κοντά μου και θα είσαι. Αλλά όχι με αυτό τον...
110K 6K 67
"Μεγάλωσες, ωριμασες" Χαμογελάω ειρωνικα "Δεν θα έμενε το δεκαεφτά χρόνο κορίτσι που σε ερωτεύτηκε και την πρόδωσες. Η ζωή προχωράει" "Εγώ όμως όχι...
56.6K 909 11
You and Tom Holland, who is your partner in this story, are quarantined together with his pals. yes the picture says Quarentined and im too lazy to c...