Επίλογος

866 75 13
                                    

Παρόλο που η Μάργκαρετ ήταν γνωστή για την απεριόριστη ψυχραιμία που διέθετε, εκείνη τη στιγμή όφειλε να παραδεχτεί ότι είχε πανικοβληθεί εντελώς.

Οι ενδείξεις στην οθόνη μπροστά της είχαν φτάσει στα ύψη, και εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι' αυτό, παρά να κάθεται και να τις βλέπει να ανεβαίνουν ακόμα περισσότερο. Για μία στιγμή κατάφερε να γυρίσει το βλέμμα της στη μεγάλη οθόνη, στον τοίχο απέναντι της, αλλά δεν άντεξε το θέαμα.

Το πεδίο ήταν γεμάτο από σώματα που κείτονταν στο παγωμένο χώμα, ενώ λίγοι ήταν εκείνοι που ακόμη πολεμούσαν. Αλλά εκείνη η μάχη ήταν κάτι παραπάνω από άνιση. Πρώτη φορά έβλεπε τόσα πολλά Εσίρ μαζεμένα σε ένα βράδυ.

Είχε μόλις περάσει μόλις μία ώρα από την αρχή της μάχης, και η Μάργκαρετ δεν μπορούσε να συνεχίσει να βλέπει όλους εκείνους τους λυκανθρώπους να σκοτώνονται. Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της, ξαφνιάζοντας τον χειριστή εκείνου του υπολογιστή και πήγε σχεδόν τρέχοντας μέχρι τη μέση της αίθουσας.

Όταν, λίγα λεπτά νωρίτερα, οι δύο αρχηγοί των δωματίων ελέγχου είχαν μπει λαχανιασμένοι στο γραφείο της φωνάζοντας πανικόβλητοι ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, η Μάργκαρετ δεν είχε φανταστεί ότι τα πράγματα θα ήταν τόσο χάλια. Έτσι κι αλλιώς, εκείνοι οι δύο ήταν υποχρεωμένοι να την ενημερώσουν, αν κάτι δεν πήγαινε καλά σε σχέση με οτιδήποτε.

Αγνοώντας όλες τις απεγνωσμένες ερωτήσεις των λυκανθρώπων γύρω της, η Μάργκαρετ σταμάτησε απότομα μπροστά στο κοντρόλ και κοίταξε έντονα τον άντρα που καθόταν σε μια καρέκλα μπροστά στην μεγάλη κονσόλα.

«Καν' το», του είπε, «δεν υπάρχει άλλη λύση».

«Μα... η πόλη ποτέ δεν έχει βρεθεί σε κατάσταση ανάγκης. Με το που ακούσουν οι κάτοικοι την σειρήνα θα πανικοβληθούν και θα επικρατήσει περισσότερο χάος από αυτό που επικρατεί τώρα», είπε διστακτικά ο άντρας, που λεγόταν Μάικ, «νομίζω ότι πρέπει να περιμένουμε λίγο ακόμα, μέχρι να τελειώσει η μάχη».

«Είπα καν' το!», φώναξε η Μάργκαρετ στα πρόθυρα εγκεφαλικού, «είμαι σίγουρη ότι όλοι θα ξέρουν τι να κάνουν όταν ακούσουν την σειρήνα! Άσε που στο τέλος της μάχης μπορεί να μην υπάρχουν πια λυκάνθρωποι εδώ!».

Η τελευταία της σκέψη την έκανε να τρέμει από τον πανικό. Μπορεί όσοι είχαν μείνει πίσω εκείνο το βράδυ να ήταν ασφαλείς, αλλά όχι για πολύ ακόμα. Και το σημαντικό ήταν ότι τουλάχιστον ο μισός πληθυσμός είχε πάει στη μάχη, και το χειρότερο, οι περισσότεροι ήταν νεκροί. Ναι, ο Μάικ είχε δίκιο. Όλα εκείνα τα παιδιά που βρισκόταν τώρα μόνα τους στα σπίτια θα έβγαιναν στους δρόμους, χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν. Και αυτό έκανε την κατάσταση ακόμα χειρότερη. Αλλά της φαινόταν πλέον ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Ή θα τους ειδοποιούσε όλους τώρα, ή θα ξεσπούσε η κόλαση, στην καλύτερη περίπτωση.

ΜάλφελινWhere stories live. Discover now