11.

1K 102 13
                                    

Η ώρα ήταν περίπου έξι και τέταρτο το πρωί όταν η Κλέρι άνοιξε τα μάτια της και πετάχτηκε από το κρεβάτι. Έριξε μία ματιά στο δωμάτιο γύρω της γιατί κάτι δεν της κολλούσε καλά στο όλο σκηνικό.

Και αμέσως μετά άρχισε να πανικοβάλλεται. Ζαλισμένη όπως ήταν ακόμη από τον ύπνο, δεν μπορούσε να καταλάβει που βρισκόταν και γιατί ήταν ξαπλωμένη σε ένα δωμάτιο που δεν ήταν ούτε το δικό της, ούτε της αδελφής της, ούτε της Άλισον.

Της πήρε λίγη ώρα για να συνειδητοποιήσει ότι βρισκόταν στο σπίτι του Τέιλορ, στο δωμάτιο της σοφίτας, στο Μαλφε... όπως και αν το έλεγαν το μέρος τέλος πάντων!

Κοίταξε ξανά γύρω της για να βεβαιωθεί ότι βρισκόταν σίγουρα στο δωμάτιο στο σπίτι του Τέιλορ και ξαναέπεσε στο μαξιλάρι της. Έμεινε για λίγο εκεί, απλώς να κοιτάζει το ταβάνι. Όσο περισσότερο όμως καθόταν εκεί και σκεφτόταν που βρισκόταν στην πραγματικότητα, τόσο περισσότερο την κυρίευε η σκέψη του σπιτιού της και πόσο της έλειπε η οικογένειά της και η κολλητή της η Άλισον.

Τίναξε τα σκεπάσματα από πάνω της και σηκώθηκε όρθια. Μπορεί να ήταν νωρίς, μπορεί να είχε ήδη αργήσει -δεν μπορούσε να ξέρει διότι ήταν η πρώτη της μέρα εκεί και δεν είχε ιδέα τι ώρα ξεκινούσαν τη μέρα τους οι λυκάνθρωποι εκεί- και ο μόνος λόγος που είχε ξυπνήσει τόσο νωρίς ήταν καθαρά από συνήθεια.

Τέτοια ώρα θα ξυπνούσα για να ετοιμαστώ αν ήμουν σπίτι, ήταν η σκέψη που την έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι της και να κατέβει ήσυχα της σκάλες για να βρει τον Τέιλορ. Ήθελε να μιλήσει με κάποιον. Ήθελε να κάνει οτιδήποτε που θα την έκανε να ξεχαστεί.

Οι πιτζάμες που της είχε δανείσει η Μάγια της ήταν λίγο μεγάλες και η Κλέρι πατούσε τα μπατζάκια του παντελονιού όταν περπατούσε. Έτσι κατέβηκε προσεκτικά τις σκάλες για να μην γλιστρήσει και φτάσει στη βάση με τη μορφή ανθρώπινου κιμά.

Το σαλόνι ήταν όπως ακριβώς το είχε αφήσει η Κλέρι, με τη διαφορά ότι πάνω στον έναν καναπέ ήταν ξαπλωμένος ο Τέιλορ, κάτω από μία κουβέρτα ενώ το βιβλίο με το πράσινο εξώφυλλο για τους αυτοματισμούς στην ανακύκλωση βρισκόταν ανοιχτό πάνω στo τραπεζάκι.

Η Κλέρι χαμογέλασε άθελά της. Έτσι όπως τον έβλεπε ξαπλωμένο να κοιμάται, έμοιαζε πιο ευάλωτος και πιο χαριτωμένος απ' ότι ξύπνιος. Δεν ήθελε να του χαλάσει τον ύπνο και έτσι έκανε μεταβολή για να ανέβει επάνω.

Τη στιγμή που πάτησε το πόδι της στο πρώτο σκαλοπάτι, όμως, θυμήθηκε το λόγο για τον οποίο είχε σηκωθεί. Έπρεπε να βρει κάτι να απασχοληθεί.

ΜάλφελινWhere stories live. Discover now