7.

1.1K 122 3
                                    

Το τοπίο έξω από την πόλη την νύχτα ήταν μαγευτικό. Χιλιάδες αστέρια έκαναν τον ουρανό να μοιάζει με ένα μεγάλο σκούρο μπλε ύφασμα κεντημένο με μικροσκοπικές ασημένιες χάντρες σε όλο του το μήκος.

Λίγο πιο κάτω, το μπλε του ουρανού ενώνονταν με τις κορυφές των ψηλών δέντρων, που έμοιαζαν σχεδόν μαύρα. Πίσω από αυτά απλωνόταν το δάσος, όπου το σκοτάδι ήταν ακόμα πιο πυκνό από ότι γύρω τους.

Αλλά το πιο εντυπωσιακό ήταν τα φώτα της πόλης που έλαμπαν από πίσω τους: αυτά που φαινόταν από τα παράθυρα των σπιτιών, οι φανοστάτες στη γέφυρα και το κανάλι, μέχρι και τα φώτα από το ψηλότερο κτήριο της πόλης, το κτήριο της διοίκησης στην κεντρική πλατεία.

Αν η πόλη ήταν μαγευτική από μόνη της και η Λόρεν ήθελε όσο τίποτα να την εξερευνήσει ολόκληρη, τόσο πιο μαγευτική της φαινόταν η εξοχή που βρισκόταν στα περίχωρά της.

Όλα αυτά τα σκεφτόταν η Λόρεν ενώ βρισκόταν ξαπλωμένη πάνω σε μία κουβέρτα, στρωμένη στο γρασίδι κοιτώντας τον ουρανό και ανασαίνοντας αργά.

Γύρω της, αλλά κυρίως στα δεξιά της, υπήρχαν και άλλες τέτοιες κουβέρτες με άλλους λυκανθρώπους πάνω σε αυτές. Μερικοί συζητούσαν, άλλοι έτρωγαν και άλλοι έκαναν ότι και η Λόρεν: απολάμβανα αυτό που τους είχε δοθεί.

«Σ' αρέσει εδώ; Όλα καλά;», ρώτησε η Μάγια και κάθισε δίπλα της, στηριζόμενη στους αγκώνες της. «Ναι, είναι φοβερό το μέρος και ναι, μία χαρά αισθάνομαι», απάντησε η Λόρεν χωρίς να την κοιτάξει.

«Εντάξει τότε. Απλώς δεν σε βλέπω να κολλάς και πολύ με την παρέα», είπε η Μάγια κάπως νευρικά. «Θα μπορούσα αλλά δεν θέλω και τόσο», είπε η Λόρεν, «και σταμάτα να αγχώνεσαι με το παραμικρό! Ανησυχείς συνεχώς για το τίποτα!».

«Το ξέρω. Αυτή είναι η δουλειά μου», απάντησε η Μάγια χαμογελώντας. «Όχι», είπε κατηγορηματικά η Λόρεν, «αυτή ήταν η δουλειά της μάνας μου. Η δική σου είναι να με βοηθήσεις να 'ενταχθώ στην κοινωνία'».

«Καλά, καλά. Ότι πεις», είπε η Μάγια και σηκώθηκε, «θέλεις να έρθεις στην παρέα;», συμπλήρωσε αλλά στα αφτιά της Λόρεν έμοιαζε περισσότερο σαν παράκληση παρά σαν πρόταση.

«Μόνο για χάρη σου», είπε η Λόρεν και σηκώθηκε. Σύρθηκαν μαζί πάνω σε κουβέρτες διάφορων χρωμάτων μέχρι να φτάσουν στο κέντρο. Όταν έφτασαν, η Μάγια κάθισε με την παρέα της που βρισκόταν σε έναν μεγάλο κύκλο με την Λόρεν δίπλα της.

ΜάλφελινWhere stories live. Discover now