Πρόλογος

3.8K 190 14
                                    

«Και τώρα τι;», ρώτησε ο Τέιλορ. Η ώρα ήταν περασμένα μεσάνυχτα και το σκοτάδι ήταν τόσο πυκνό γύρω τους που δεν μπορούσε να δει ούτε τον Τζόρνταν που στεκόταν δίπλα του, ούτε κανέναν άλλον.

«Τώρα περιμένουμε», του απάντησε υπομονετικά ο Τζόρνταν. Παρ' όλο που ο Τέιλορ δεν μπορούσε να τον δει, μπορούσε να νιώσει την νευρικότητα, την ανυπομονησία και την ετοιμότητα που ένιωθε ο μέντοράς του και, πλέον, ο καλύτερος φίλος του. Ο ίδιος, από την άλλη, ένιωθε ένα απέραντο κενό, σαν να είχαν σταματήσει τα πάντα γύρω του. Κανονικά θα έπρεπε να ήταν νευρικός, όπως όλοι οι νεοσύλλεκτοι που στεκόταν δίπλα στους μέντορές τους.

«Τζόρνταν;», ξαναρώτησε ο Τέιλορ.

«Ναι;», είπε ο Τζόρνταν χωρίς να το κοιτάξει. «Τι θα γίνει όταν έρθουν; Πως θα τα δούμε αφού δεν βλέπουμε ούτε ο ένας τον άλλον;».

Ο Τζόρνταν χαμογέλασε, αν και ο Τέιλορ δεν το είδε. «Μου θυμίζεις εμένα πριν την πρώτη μου μάχη», του είπε. Ο Τέιλορ δεν κατάλαβε αν αυτό του το είπε για να τον κάνει να νιώσει καλύτερα ή χειρότερα. Μήπως γινόταν λίγο φορτικός; Μήπως έπρεπε απλώς να περιμένει χωρίς να μιλάει όπως όλοι οι υπόλοιποι; Μήπως έπαιρνε πολύ στα σοβαρά το καθήκον που για άλλους φαινόταν ρουτίνα; Μήπως αυτό που ένιωθε δεν ήταν ένα απέραντο κενό αλλά μία τρομερή νευρικότητα;

Μία ριπή ανέμου έκανε τα φύλλα από τα γύρω δέντρα να θροΐσουν, κάνοντας τον Τέιλορ να αναριγήσει. Το καταλάβαινε ότι ήταν κοντά. Μπορεί να ήταν προαίσθημα που το ένιωθαν όλοι γύρω του, μπορεί να ήταν και ιδέα του, μπορεί να ήταν και το μενταγιόν που κρεμόταν στον λαιμό του.

«Μην ανησυχείς», του είπε ο Τζόρνταν σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη του, «εκείνη τη στιγμή θα λειτουργήσεις με το ένστικτό σου, θα μεταμορφωθείς και όλα θα πάνε καλά. Άλλωστε έχεις κάνει τόση προπόνηση».

«Αλήθεια; Δεν το παρατήρησα», απάντησε αναστενάζοντας ο Τέιλορ.

«Και εγώ εκεί ήμουν», του υπενθύμισε ο Τζόρνταν, «και ακόμα θυμάμαι με τι μανία κλωτσούσες και έριχνες μπουνιές στο αέρα για πείσεις τους άλλους ότι δεν είσαι αδύναμος».

«Δεν έχει σημασία», είπε ο Τέιλορ, «και η Μάγια έριχνε μπουνιές στον αέρα αλλά δεν την άφησαν να έρθει μαζί μας σήμερα!».

«Και όπως σε βλέπω τώρα, καλύτερα να μην αφήναμε και εσένα να έρθεις», τον πείραξε ο Τζόρνταν. Ο Τέιλορ πήγε να φέρει αντίλογο αλλά την ίδια στιγμή άκουσε τον άκρως εκνευριστικό και τσιριχτό ήχο των Εσίρ. Ήταν η πρώτη φορά που το άκουγε, πέρα από μιμήσεις που χρησιμοποιούνταν στην προπόνηση.

Ένιωσε όλες του τις αισθήσεις να οξύνονται και ταυτόχρονα τον γνωστό για εκείνον, πλέον, πόνο στην σπονδυλική στήλη. Όντως τα Εσίρ προκαλούσαν τη μεταμόρφωση αλλά ο Τέιλορ είχε μάθει και να την ελέγχει.

Τη συγκεκριμένη φορά άφησε απλώς να του συμβεί. Σιγά-σιγά όλοι άρχιζαν να παθαίνουν το ίδιο γύρω του, πράγμα που τον έκανε να νιώσει ασφαλής.

Το τελευταίο πράγμα που άκουσε πριν πέσει στο χώμα και χάσει εντελώς την επαφή με την ανθρώπινη πλευρά του ήταν η φωνή του Τζόρνταν.

«Καλή τύχη Τέιλορ», του είπε, «κάνε με τον πιο περήφανο μέντορα».

«Στο υπόσχομαι», του απάντησε.

Και μετά άρχισε να τρέχει προς το σημείο που η μάχη είχε ήδη αρχίσει με τον Τζόρνταν δίπλα του.




ΜάλφελινWhere stories live. Discover now